Δεκέμβριος, 1938. Σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στο Βλαδιβοστόκ, ο Οσιπ Μαντελστάμ ανταλλάσσει το παλιό του πανωφόρι με δύο κύβους ζάχαρης. Ο τύφος θερίζει. Στη διάρκεια μιας σωματικής έρευνας, αναγκάζεται να γδυθεί τελείως σε ένα παγωμένο δωμάτιο. Δεν θα επιβιώσει. Το γυμνό σώμα του 47χρονου ποιητή, που πέντε χρόνια νωρίτερα είχε τολμήσει να αποκαλέσει τον Στάλιν «δήμιο και δολοφόνο Μουζίκων», θα πεταχτεί σε έναν μαζικό τάφο.

Ζυρίχη, 1971. Δεκαεπτάχρονος μαθητής, έχοντας γράψει ήδη ο ίδιος αρκετά ποιήματα, ο Ραλφ Ντούτλι ανακαλύπτει στην τύχη μια συλλογή του Μαντελστάμ σε γερμανική μετάφραση από τον Πολ Σελάν. Μαγεύεται. Αισθάνεται κάτι που δεν διαφέρει πολύ από την ερωτική έλξη. Ψάχνει κι άλλα ποιήματα, διαβάζει, ξαναδιαβάζει, μέρες, ώρες, χιλιάδες ώρες, μήνες, χρόνια. «Συνολικά, έχω αφιερώσει στον Μαντελστάμ πάνω από 25 χρόνια της ζωής μου», λέει σήμερα στη «Μοντ». Εβδομήντα τρεις χιλιάδες ώρες.

Παρίσι, 1977. Δεύτερο σοκ. Σ’ ένα ρωσικό βιβλιοπωλείο της rue de l’ Eperon που δεν υπάρχει πια, ο Ντούτλι ανακαλύπτει τον Μαντελστάμ στη μητρική του γλώσσα. Ο θαυμασμός που νιώθει είναι ακόμη μεγαλύτερος. Συνεχίζει να ξεκοκαλίζει ό,τι βρίσκει. Αλλά μόνο αφού διαβάσει και μεταφράσει όλο το έργο του ποιητή για μια δεκάτομη συλλογή στις Εκδόσεις Amman, αισθάνεται ότι γνωρίζει τα πάντα τόσο για εκείνον όσο και για την πολιτική και λογοτεχνική σκηνή της Ρωσίας από το 1905 ώς το 1938. Κι ότι είναι έτοιμος να γράψει μια βιογραφία που θα αφήσει εποχή.

Ζυρίχη, 2003. Οι γερμανοί κριτικοί δέχονται με ενθουσιασμό την έκδοση της βιογραφίας. «Υπάρχουν στιγμές που ο πόνος είναι τόσο μεγάλος, ώστε θέλεις να αφήσεις το βιβλίο στην άκρη», θα γράψει η Ντι Τσάιτ. «Κι άλλες στιγμές, που διαβάζοντας τους στίχους σού έρχεται να τραγουδήσεις από ευτυχία». Τρία χρόνια αργότερα, το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στη Ρωσία και θα τύχει κι εκεί θερμής υποδοχής. Ο Μαντελστάμ ήταν απαγορευμένος στη χώρα του ώς το 1987 και η πρώτη μη λογοκριμένη έκδοση ποιημάτων του κυκλοφόρησε το 1990. Ηταν του Ολεγκ Λεκμάνοφ, και δεν αναφέρει πουθενά τη γυναίκα του ποιητή. «Ομως, ο πραγματικός μάρτυρας είναι εκείνη», λέει ο Ντούτλι. Γι’ αυτό και θα αφιερώσει στη Ναντιέζντα Μαντελστάμ (1899-1980) σημαντικό μέρος του βιβλίου.

Ναντιέζντα (Ελπίδα). «Την ώρα που έφυγε το γράμμα, ο Μαντελστάμ ήταν ήδη νεκρός, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να το ξέρει. Το έμαθε μόλις στις 5 Φεβρουαρίου 1939, όταν ένα πακέτο που έστειλε στο στρατόπεδο της επιστράφηκε με την ένδειξη: “Ο παραλήπτης έχει αποβιώσει”. Κατά σύμπτωση, την ίδια ημέρα η “Literatournaia gazeta” δημοσιεύει έναν κατάλογο 166 συγγραφέων που παρασημοφορήθηκαν από το καθεστώς. Ανάμεσά τους, ο Στάβσκι, που είχε καταδώσει τον ποιητή ζητώντας να “ρυθμιστεί το πρόβλημά του”, και ο Παβλένκο, που σε έκθεσή του τον είχε χαρακτηρίσει “μη χρησιμοποιήσιμο”. Το σύστημα δεν μοίραζε μετάλλια χωρίς λόγο».