Σε λίγους μήνες θα έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που έτρεξα στην πανέμορφη Ζήρια. Ενας αγώνας βουνού 30 χλμ. που οι περισσότεροι δρομικοί φίλοι μού έλεγαν να μην το τολμήσω. Αγύριστο κεφάλι όμως, αποφάσισα να τρέξω με μοναδικό στόχο τον τερματισμό.

Ιούνιο μήνα οι περισσότεροι βρίσκονται στις παραλίες και εγώ μαζί με άλλους βουνίσιους να ανεβαίνω στη Ζήρια μέσα σε ψιλόβροχο και ομίχλη. Υστερα από 8 χλμ. ανηφόρας φθάνουμε σε υψόμετρο 2.620. Γύρω μου χιόνι, αέρας και κρύο. Πρώτο κακό σημάδι, ένας δυνατός πόνος στους μυς της κοιλιάς.

Αρχίζω πάλι να τρέχω. Δίπλα μου, πάντα, ο συντρέχτης μου, κάθε δρασκελισμός όμως μου αυξάνει τον πόνο. Με διάφορα κόλπα προσπαθώ να τον ξεχνάω. Εχουμε τρέξει περίπου 20 χλμ., αρχίζει η κατάβαση και μαζί οι έντονες κράμπες στην κοιλιά μου. Συνεχώς πέφτω, οι παλάμες γεμάτες αγκάθια, τα πόδια με γρατσουνιές.

Ακόμη 10 χλμ. σε μια διαδρομή που μοιάζει με «κάθετο μίλι». Απελπίζομαι και φωνάζω ότι θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου τώρα. Ο συντρέχτης μου με αγριοκοιτάζει και μου λέει ότι μόνο αν τερματίσω θα γυρίσω σπίτι. Αρχίζουμε και πάλι να τρέχουμε, προσπαθώ να κρατηθώ όρθια. Φθάνουμε σε ένα σημείο όπου βρίσκονται οι διασώστες και η διοργανώτρια του αγώνα. Δεν θέλω να εγκαταλείψω, θέλω να φθάσω ώς το τέρμα. Η διοργανώτρια αμέσως καταλαβαίνει τι σημαίνει για μένα να γυρίσω στα παιδιά μου και να τους πω ότι και αυτήν τη φορά τα κατάφερα.

Αποφασίζουμε λοιπόν να συνεχίσω και να έχω πια δίπλα μου έναν διασώστη. Κουβαλάει εμένα και τον βαρύ εξοπλισμό του. Δεν φεύγει από κοντά μου ούτε λεπτό. Πολλές φορές ξαπλώνω στο έδαφος μαζεύοντας τα πόδια μου για ν’ αντέξω τους πόνους της κοιλιάς. Αυτός εκεί, δίπλα μου, χωρίς ούτε στιγμή να δείξει έστω ένα σημάδι δυσαρέσκειας για το «κακό» που τον βρήκε κυριακάτικα.

Λίγα χιλιόμετρα αλλά μου φαίνονται ατελείωτα. Και επιτέλους τον ακούω να μιλάει στον ασύρματο και να λέει ότι σε 50 μέτρα είμαστε στον τερματισμό. Ακούγονται οι φωνές των δρομέων που μας περιμένουν. Μας μένουν μόνο λίγα σκαλιά για να φθάσουμε στο τέρμα. Εκεί είναι όλοι, περιμένουν εμένα, εμάς. Μόλις ανεβαίνω το πρώτο σκαλί καταλαβαίνω ότι το χέρι μου μένει «άδειο». Ο διασώστης έχει φύγει από δίπλα μου, με αφήνει λέγοντάς μου: «Τώρα μόνη».
Ποτέ μόνη Θανάση – Διασώστη, στο τέρμα φθάνεις πάντα με αυτούς που σε στηρίζουν και σ’ αγαπάνε, ακόμη και αν δεν βρίσκονται εκείνη τη στιγμή εκεί. Σε εκείνο τον αγώνα τερμάτισα μαζί με τον Θανάση, όπως και σε κάθε αγώνα που τερματίζω μαζί με αυτούς που αγαπώ κι ας μη φαίνονται στις φωτογραφίες.
˜ Η Κατερίνα Βλαχαντώνη είναι 42 ετών, φυσικοθεραπεύτρια και μητέρα δύο παιδιών. Τρέχει και είναι χαρούμενη γιατί μπορεί