Της Έλενας Πολυγένη
Με σένα / Επισκεύασα μέσα μου /Το πρόσωπο του Θεού / Σε όλες του τις θρησκείες/
Ευλογήθηκα / Όταν σε κοίταξα για πρώτη φορά
Τώρα που εσύ δεν βλέπεις / Κι εγώ / Έχω μείνει εδώ / Να σε εύχομαι
Θέλω να είμαι σίγουρος / Ότι ξέρεις
Πως αγαπήθηκες / Από έναν άγιο
Ερχόμενοι σε επαφή με την τελευταία συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου «So long Marianne» (Σμίλη 2017), που μοιάζει, τουλάχιστον, με σύνοψη των τελευταίων οκτώ βιβλίων του, καταλαβαίνουμε πως έχουμε να αναμετρηθούμε με μια βαθειά ερωτική μνήμη, η οποία, αποκτώντας πλέον υλική υπόσταση μέσω της γραφής, έχει εξασφαλίσει τη διάρκειά της στο χρόνο. Αυτό το φορτίο είναι που οδηγεί αναπόφευκτα σε μια φιλοσοφική θεώρηση του έρωτα και της επίπτωσης του χρόνου επάνω του, ως δύναμη που επιβάλλεται, μεταμορφώνει και πολλές φορές αποκαθηλώνει ό,τι μέχρι χθες θεωρούνταν ιερό, διασώζοντας όμως αδιαπραγμάτευτα εκείνο το στοιχείο της μαγείας και της αθωότητας που λείπει από την καθημερινή ζωή. Όπως λέει το τρίτο από τα Ποιήματα στη Μαρία:
Θα σε ξαναδώ
Στο βαθύ κόκκινο μιας νύχτας
Αποκλειστικής
Για να πλύνω τα μάτια μου
Με την ομορφιά σου
Και να πεθάνω αθώος
Σε όλα σχεδόν τα βιβλία του, ο ποιητής διερωτάται τι είναι πιο ισχυρό, ό,τι περιγράφεται πως είναι και μένει τελικά ζωντανό, ή ό,τι διαφεύγει της περιγραφής, εξαϋλώνεται και προσπερνά την πρόθεσή μας να το συγκρατήσουμε. Το έργο του είναι μία συνέχεια, η ροή της δημιουργίας ενός κόσμου που διαρκώς καταρρέει και αναγεννάται από τις στάχτες του σε ένα ακαθόριστο χρονικά πλαίσιο, εφόσον το σχήμα της ζωής δεν μπορεί να είναι παρά κυκλικό. Τα «ποιήματα στη Μαρία» επενδύουν σε μια απλότητα που λειτουργεί αποτελεσματικά γιατί επικεντρώνεται στο πρωτογενές, σ’ αυτό που υπάρχει κάτω από τις πολυάριθμες λεπτές στρώσεις των πραγμάτων. Πρόκειται για μια απλότητα που επιβάλλεται και αφοπλίζει, αξιοποιώντας λειτουργικά τη σιωπή. Με παύσεις που ακτινοβολούν από την παρουσία του άλλου και παρουσιάζονται με την ίδια φροντίδα που θα γινόταν σε ένα μουσικό κομμάτι, καθώς αφήνουν τον ήχο των λέξεων να σβήσει μέσα στο άδειο του χώρου. Η τεχνική αυτή οδηγεί στο καταστάλαγμα μιας κατάστασης που μέχρι χθες μπορούσε να αποδοθεί μόνο σαν ένας στρόβιλος λέξεων και εσωτερικής έντασης. Διαβάζοντας το εικοστό έβδομο ποίημα στη Μαρία:
Καμιά φορά σκέφτομαι
Ότι όλο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο
Από λογοτεχνία
Αλλά όχι
Πρόκειται για ζωή
Γιατί μόνο έτσι μπορεί
Να συνεχίζεται ο κόσμος
Μόνο έτσι μπορείς
Να τον αντέχεις
Ο χάρτης ψεύδεται
Αν δεν σε συμπεριλαμβάνει
Πίσω από το ερωτικό γεγονός, μέσω του οποίου το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο, καραδοκεί, όπως είναι φυσικό, ο φόβος του θανάτου, κι ως αποτέλεσμα αυτού υπάρχει μια διάχυτη αγωνία να διασωθεί η μνήμη. Η διάσωση αυτή πραγματοποιείται μόνο μέσα από το βλέμμα του Άλλου, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπει και επιβεβαιώνει την ερωτική σχέση του Σταυρόπουλου με την ίδια τη Γλώσσα. Ο ποιητής γνωρίζει καλά ότι η επάρκεια των λέξεων είναι μια χιμαιρική κατάσταση και γι’ αυτό, πολύ καίρια, τη συσχετίζει με το ερωτικό φαινόμενο, αφού και τα δύο αυτά αναμετρώνται, εκ του φυσικού τους, με την ήττα. Ιδιαίτερη σημασία στην ποίηση του Σταυρόπουλου έχει ο καταληκτικός στίχος, καθώς επιχειρείται να δοθεί μια υπερκόσμια υπόσταση στην οραματική θέαση των πραγμάτων μέσα από τον επιγραμματικό λόγο, επιστρέφοντας πάντα στο μεγάλο διακύβευμα, να «συνοψίσει αυτό που δεν συνοψίζεται»:
«…κανένας θάνατος ποτέ δεν μπορεί να είναι πιο όμορφος από σένα»(σελ. 24)
Όπως σε ένα μουσικό κομμάτι ακολουθείται, σύμφωνα με τους κανόνες της Αρμονίας, μια συγκεκριμένη διαδοχή συγχορδιών, ώστε να καταλήξει στην Πτώση –που με μυθιστορηματικούς όρους θα ονομάζαμε Λύση –έτσι και στην ποίηση του Σταυρόπουλου η Λύση ή η Πτώση έρχεται πάντα στον τελευταίο στίχο προσφέροντας μια αισθητική ανακούφισης, ενώ φανερώνει ταυτόχρονα την εμμονή του ποιητή στη φιλοσοφική διάσταση του προσφιλούς του θέματος. Για τον Σταυρόπουλο «λογοτεχνία είναι η ζωή που απέτυχε». Αυτή ακριβώς την «αποτυχία της ζωής» μπορεί και την αναδεικνύει σε κάτι ιδιαίτερα γοητευτικό μέσα στα χρόνια, καθώς την προσκαλεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην μεγάλη περιπέτεια της ποιητικής του. Τη χρησιμοποιεί με τρόπο που απογυμνώνει την ύπαρξη, σχεδόν την εκμηδενίζει, έτσι ώστε στο τέλος να μείνει μόνο ό,τι αξίζει να επιβιώσει.
Κι αυτό δεν είναι άλλο από την αγάπη.