Οταν ο Σπύρος Μερκούρης κάλεσε τον Γιώργο Ζαμπέτα να ταξιδέψει στις Κάννες για το Φεστιβάλ και τη δεξίωση μετά την προβολή της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» (το 1961 ήταν υποψήφια για πέντε Οσκαρ, ενώ απέσπασε το Οσκαρ καλύτερου τραγουδιού) με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, οι ταλαιπωρημένοι μουσικοί της ορχήστρας που ταξίδεψαν ώς εκεί με τρένο από το Μπρίντιζι δεν θα μπορούσαν να φανταστούν πως θα γίνονταν μέρος μιας εμβληματικής βραδιάς.
Η ταινία
Πιο πολύ όμως και από την ίδια την ταινία, θα τολμούσαμε να πούμε (ίσως και από το βραβείο ερμηνείας της Μελίνας Μερκούρη που υποδύεται την Ιλια) πως εκείνο που πέρασε στην ιστορία του 13ου Φεστιβάλ των Καννών ήταν το γλέντι που ακολούθησε. Το πάρτι αυτό άφησε εποχή, αν και δέχθηκε και πυρά μιας αστικής κριτικής (υπήρξε άρθρο για τη Μελίνα που την αποκάλεσε «κατσιβέλα»).
Η ίδια, με μακρύ φούξια φόρεμα και τσιγάρο στα χείλη, χόρευε ξέφρενα και τραγουδούσε σπάζοντας ντουζίνες ποτήρια, οδηγώντας στον χορό περισσότερους από εφτακόσιους καλεσμένους.
Φέρτε στον νου σας την εικόνα: Ανδρες με σμόκιν χορεύουν βαλς υπό τους ήχους των μπουζουκιών, η Μελίνα τραγουδά τα «Παιδιά του Πειραιά» και πίνει μονορούφι το ποτό της. Πολλά χρόνια μετά ο ατζέντης του Ζυλ Ντασσέν θα πει: «Ηξερα ότι είχαμε κάνει τεράστια επιτυχία όταν η Μπεγκούμ Αγά Χαν (σ.σ. χήρα του πλούσιου μουσουλμάνου θρησκευτικού ηγέτη Αγά Χαν) άρχισε να σπάει ποτήρια και να χορεύει».
Ο Ζαµπέτας
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: «Πάμε στο γλέντι, εκεί παίχτηκε όλο το παιχνίδι, μπουκάρουμε μέσα, ανεβαίνουμε στο σανίδι, αρχινάμε να πίνουμε.
Ο σεισμός Μελίνα
Η βραδιά τα είχε όλα: Τον Ντασσέν να χορεύει χασάπικο πάνω σε τραπέζι, τον Γιώργο Φούντα να μαθαίνει ζεϊμπέκικο στη Χάγια Χαραρίτ, την Μπέτσι Μπλερ να ακολουθεί στο τσα-τσα τον Μάνο Χατζιδάκι, τον συγγραφέα Ζορζ Σιμενόν να φωνάζει «κούκλα, να ζήσεις» στη Μελίνα… Και πάνω απ’ όλους η Μελίνα να παρασύρει τους πάντες στον ρυθμό της (μαζί με τη Δέσπω Διαμαντίδου). Ενα πειραιώτικο γλέντι σε γαλλικό έδαφος και με χιλιάδες φλας φωτογραφικών μηχανών.
«Οταν εμφανίστηκε η Μελίνα, έγινε σεισμός. Εμφανίστηκε με έναν τεράστιο δίσκο με ποτήρια (τη βοηθούσε ένας σερβιτόρος) και τα έσπαγε. Ακόμη δεν σπάγαμε τότε πιάτα εξάλλου. Το γλέντι θυμάμαι ήταν ολονύχτιο. Μείναμε μέχρι τέλους. Ημασταν ένα κουαρτέτο, με τον Γεράσιμο Λαβράνο στο πιάνο και τον Κώστα Σεϊτανίδη στο μπάσο, κάναμε το χορευτικό μέρος της βραδιάς, τσα-τσα, μάμπο και τέτοια. Μαζί ήταν ο Τόλης Χάρμας και ο Ζαμπέτας. Εγώ τότε δούλευα με τον Χατζιδάκι συνεχώς από το ’60-’66. Στο πάρτι θυμάμαι ήταν όλος ο κόσμος του κινηματογράφου. Ο Ζαμπέτας βγήκε πιο αργά, στο λαϊκό πρόγραμμα. Εμείς πήγαμε με ντακότα αεροπλάνο μέχρι το Μπρίντιζι και από ‘κεί με τρένο, πολλή ταλαιπωρία» θυμάται για «ΤΑ ΝΕΑ» ο ντράμερ και συνθέτης Νίκος Λαβράνος που έζησε τη μυθική βραδιά.
Ο Ζαμπέτας αναπαριστά τις στιγμές με τον δικό του τρόπο: «Της πουτάνας έγινε! Δεν ματαλέγεται αυτό το γλέντι! Μ’ εχει πιάσει το πατριωτικό μου κάργα και λέω τώρα μπαγάσηδες θα σας πάρουμε τους κοντυλοφόρους κι αύριο θα γίνει της τρελής! Σ’ αυτά τα γαλλικά τα μαγαζιά, κοινώς να πούμε τις σάλες, το γλέντι δεν κρατάει παραπάνω από τις εντεκάμισι, δώδεκα, βία δωδεκάμισι πρέπει να ‘χουνε σφουγγαρίσει κιόλας. Στη δεξίωση τη δικιά μας είχε πάει ώρα εφτάμισι το πρωί, είχε βγει ο ήλιος και δεν είχε φύγει ούτε ένας. Και να ληφθεί υπόψη ότι από τις δωδεκάμισι έπαιζα μόνος μου, τελείως μόνος. Εν τέλει, να μην τα πολυλογώ, παίξε τραγούδα, παίξε τραγούδα, ο Τζούλι από κάτω, η Μελίνα γονατιστή, ο αδελφός της ο Σπύρος, βέβαια ο Πίπης… ο Μανώλης (σ.σ. Χατζιδάκις) είχε παρκάρει σε μία καρέκλα και σπαστά και πού έπινε κι ένα χάπι. Οπου να πούμε, κατά τις 7:30 η ώρα το πρωί απόκανα δεν μπορούσα, δεν άντεξα. Λέω, παιδιά τελειώσαμε!».