Ο Κριστόφ Χιμελέφσκι ήταν 18 χρονών και μόλις είχε τελειώσει το σχολείο όταν ήλθε αντιμέτωπος με το πρόβλημα της ανεργίας στη χώρα του, την Πολωνία. Προκειμένου να βρει δουλειά αποφάσισε να πάει στην Ολλανδία αλλά επειδή δεν είχε χρήματα ούτε για εισιτήριο δεν είχε άλλη επιλογή από το να ταξιδέψει με οτοστόπ.
Και πάλι όμως δεν στάθηκε τυχερός καθώς κανένας δεν κατευθυνόταν προς τα εκεί. Υστερα από ώρες σταμάτησε μπροστά του ένα μικρό λεωφορείο. Ηταν γεμάτο νεαρούς ταξιδιώτες, οι οποίοι όμως πήγαιναν στη Βαρκελώνη. Ο Κριστόφ ήταν απελπισμένος, έτσι κι αλλιώς την τύχη του έψαχνε, δεν το σκέφθηκε και πολύ όταν συμφώνησε να τους ακολουθήσει. Εκείνος μιλούσε μόνο πολωνικά και οι συνταξιδιώτες του ήταν Ιταλοί, Γερμανοί και Ισπανοί που δεν μιλούσαν τη δική του γλώσσα. Με τον τρόπο όμως που έχουν οι νέοι να επικοινωνούν, συνεννοήθηκαν τόσο άνετα μεταξύ τους που όχι μόνο έφθασε μαζί τους στην Ισπανία αλλά και τον φιλοξένησαν ώσπου να βρει δουλειά.
Οταν είδε στον χάρτη ότι «δίπλα» βρίσκονται η Λισαβόνα και η Πορτογαλία, πήρε μια απόφαση καθοριστική για το υπόλοιπο της ζωής του, χωρίς μάλιστα να το έχει συνειδητοποιήσει καλά καλά.
Εγκατέλειψε ό,τι είχε στην Ισπανία και ξεκίνησε να γνωρίσει τη γειτονική χώρα. Αυτό ήταν! Από τότε ακόμα δεν έχει σταματήσει.
Ο 33χρονος πλέον Κριστόφ έχει ταξιδέψει σε 48 χώρες, σε κάποιες μάλιστα έχει πάει δύο και τρεις φορές όπως στην Ελλάδα στην οποία ήλθε για πρώτη φορά το 2002. Μπορεί πλέον να συνεννοηθεί σε επτά γλώσσες ενώ το τρίκυκλο ποδήλατο με το οποίο ταξιδεύει το έχει χρησιμοποιήσει –για να εξοικονομήσει τα έξοδά του και σαν ταξί στην Ολλανδία.
Ανάμεσα στις χώρες που έχει επισκεφθεί είναι όλες της Σκανδιναβίας, όλες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, ακόμη Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, Μαυριτανία, Σενεγάλη, ενώ το επόμενο πλάνο που σχεδιάζει είναι να πάει με το ποδήλατό του στην Ινδία.
Αυτή η περιπέτεια κρατάει 15 χρόνια τώρα. Ταξιδεύει μόνος γιατί μια φίλη του, επίσης από την Πολωνία που γνώρισε από το Ιντερνετ, στα δύο χρόνια κουράστηκε από την on the road ζωή και τα παράτησε. Ομως έχει φίλους σε όλον τον κόσμο, κάτι που τον βοηθά ιδιαίτερα καθώς βρίσκει εύκολα φιλοξενία. Απαραίτητο, αφού πρέπει σε κάθε τόπο να δουλεύει για λίγο ώστε να μπορεί να συνεχίσει το ταξίδι του.
Το ίδιο κάνει και στη χώρα μας όπου βρίσκεται αυτήν την εποχή. Εχει αρκετούς φίλους πρόθυμους να τον φιλοξενήσουν ώσπου να μαζέψει τα χρήματα που του χρειάζονται για να συνεχίσει προς τον επόμενο προορισμό του που είναι η Τουρκία.
Ψάχνει για οποιαδήποτε δουλειά, κάτι που έχει ξανακάνει στις προηγούμενες επισκέψεις στην Ελλάδα όταν δούλεψε στην Κω σε κατάστημα ενοικίασης δικύκλων, στη Ρόδο ως σερβιτόρος, στην Κρήτη ως μπάρμαν και στη Μύκονο σε ξυλουργείο όπου έφτιαχνε έπιπλα και διάφορες ξύλινες κατασκευές.
«Τόσα χρόνια στους δρόμους κρατάω στατιστικά στοιχεία για τους ανθρώπους» απαντά στην ερώτηση ποιους λαούς συμπαθεί περισσότερο. Και συνεχίζει: «Αγαπώ ιδιαίτερα τους Αφρικανούς, καθώς είναι ανοιχτόκαρδοι και ζεστοί άνθρωποι. Αμέσως μετά αγαπώ τους Ευρωπαίους, από τους οποίους ξεχωρίζω τους Ελληνες και τους Ιρλανδούς. Ούτε οι Πολωνοί δεν τους φθάνουν».
Το ποδήλατό του κάποιες φορές αναγκαστικά γίνεται και το κρεβάτι του (το πίσω κάθισμα σκεπάζεται με πτυσσόμενη πλαστική οροφή) αλλά παρ’ όλα αυτά δεν φοβάται. «Γενικά με αντιμετωπίζουν φιλικά. Μόνο στην Αλγερία το 2001 όταν είχα μάθει ότι έκαναν κάποιες απαγωγές ένιωσα φόβο.
Επίσης μια φορά κόλλησα μαλάρια στην Αφρική, ενώ το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζω είναι ότι μου κλέβουν το ποδήλατο» λέει γελώντας. «Εγινε στη Νίκαια της Γαλλίας, ενώ εδώ στην Αθήνα (μπροστά από τα γραφεία της εφημερίδας) μου έκλεψαν τη σέλα!» λέει δείχνοντας απογοητευμένος τον άδειο σκελετό του ποδηλάτου.
Τελικά κάποιο γνωστό μαγαζί που εμπορεύεται ποδήλατα στο κέντρο της Αθήνας τού πρόσφερε καινούργια σέλα ενώ όταν καταφέρει να αλλάξει και τα φθαρμένα λάστιχα, που σημαίνει ότι θα έχει βρει κάποια δουλειά, θα είναι έτοιμος να συνεχίσει το μεγάλο του ταξίδι. Το οποίο θα καταλήξει κάπου, κάποτε;
«Το ταξίδι είναι η ίδια μου η ζωή και θα σταματήσω μόνο αν βρω τον μεγάλο έρωτα και σταματήσω να κάνω οικογένεια» δηλώνει χαμογελώντας πονηρά, ανεβαίνοντας στην καινούργια του σέλα.
Οι πρωτοπόροι
Hταν το καλοκαίρι του 1890 όταν δύο αμερικανοί φίλοι, ο Ουίλιαμ Λιούις Σαχτλέμπεν και ο Τόμας Γκάσκελ Αλεν αποφάσισαν να κάνουν τον γύρο του κόσμου χρησιμοποιώντας τη νέα εφεύρεση της εποχής, το ποδήλατο. Υστερα από έναν χρόνο πέρασαν και από τη χώρα μας για την οποία διατύπωσαν τον θαυμασμό τους σε γραπτά τους που έχουν διασωθεί. Ηταν ένα ταξίδι που έκρυβε πολλούς κινδύνους και αντιξοότητες, το οποίο όμως τους έφερε σε επαφή με σχετικά άγνωστους λαούς και πολιτισμούς. Τελικά στις αρχές του 1893 επέστρεψαν στο σημείο από όπου ξεκίνησαν, στη Νέα Υόρκη, αφού είχαν διανύσει περίπου 24.000 χιλιόμετρα.
Δημοφιλείς στο κόσμο του ποδηλάτου είναι οι η Φρανσουάζ και ο Κλοντ Ερβέ οι οποίοι για να κάνουν τον γύρο του πλανήτη με ποδήλατο ταξίδευαν από το 1980 έως το 1994. Σύμφωνα με τα αρχικά τους σχέδια, το ζευγάρι των γάλλων περιηγητών υπολόγιζε ότι το ταξίδι τους θα διαρκούσε περίπου τρία χρόνια αλλά τελικά ολοκληρώθηκε σε 14. Μάλιστα ακόμη και όταν έμεινε έγκυος η Ερβέ συνέχισαν να ταξιδεύουν ώς τον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης της με την κόρη τους να γεννιέται το 1988 στη Νέα Ζηλανδία.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι μέχρι τότε ο Κλοντ και η Φρανσουάζ Ερβέ δεν είχαν κάποια σχέση με το ποδήλατο. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν στο βιβλίο που περιγράφουν την περιπέτειά τους: «Το ποδήλατο συνδυάζει την αγάπη μας για τη φύση με εκείνην για τον αθλητισμό. Μόνο που, να, δεν έχουμε ασχοληθεί ποτέ με την ποδηλασία. Μήπως αυτό αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο; Δεν βαριέσαι!». Οντως αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο να διανύσουν περισσότερα από 150.000 χλμ. περνώντας διαδοχικά από όλες της ηπείρους εκτός από την Ανταρκτική.
Το βιβλίο των δύο Γάλλων ήταν η έμπνευση για τον Θεσσαλονικιό Βασίλη Μεσιτίδη και το δικό του επικό ταξίδι.
Ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη στις 5 Μαΐου 2005 και επέστρεψε έπειτα από 14 μήνες. Πήρε μαζί του 500 ευρώ, μια πιστωτική κάρτα, ένα ατομικό αντίσκηνο και εξοπλισμό υπαίθριας διαβίωσης, ελάχιστα ρούχα, φαρμακείο, ανταλλακτικά ποδηλάτου, χάρτες και μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Κοιμόταν οπουδήποτε έβρισκε υπόστεγο (πάρκα, βενζινάδικα, αστυνομικά τμήματα, πυροσβεστικούς σταθμούς…) ενώ τις μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετώπισε λόγω καιρικών συνθηκών. Στο Πακιστάν έπαθε αφυδάτωση καθώς είχε να αντιμετωπίσει καύσωνα και θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 50 βαθμών Κελσίου, ενώ στη Νέα Ζηλανδία οι θερμοκρασίες ήταν κάτω του μηδενός.