Δύο Αλ Πατσίνο σε μία ημέρα, και μάλιστα σε εξαιρετικές ερμηνείες (που σίγουρα θα του εξασφαλίσουν υποψηφιότητα στα Οσκαρ), σε δύο πολύ καλές ταινίες, ήταν ένα μεγάλο, ευπρόσδεκτο δώρο του φετινού 71ου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Βενετίας.
Ο βραβευμένος με Οσκαρ ηθοποιός ερμήνευσε, τόσο στη διαγωνιστική Menglehorn του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν όσο και στην εκτός διαγωνισμού Η ταπείνωση του Μπάρι Λέβινσον, ηλικιωμένους άντρες που αντιμετωπίζουν τον έρωτα αλλά και τη μοναξιά και τα άγχη της τρίτης ηλικίας.
Στην ταινία Menglehorn ο Πατσίνο ερμηνεύει ένα μοναχικό, απογοητευμένο από τη ζωή, κλειδαρά, κολλημένο στο παρελθόν, που ζει με τις θύμησες μιας γυναίκας που αγάπησε και στην οποία γράφει συνεχώς γράμματα, όπου της αποκαλύπτει τη μετάνοιά του για την παλιά του στάση, γράμματα όμως που του επιστρέφονται.
Ο Μένγκελχορν είναι, όπως σταδιακά ανακαλύπτουμε, ένας πολύ καλός άνθρωπος, που φοβάται να αντιμετωπίσει ένα καινούριο έρωτα, έτοιμος να βοηθήσει τους άλλους, ειλικρινής αν και απότομος, συχνά και προσβλητικός, στη σχέση του με τους άλλους, όπως θα ανακαλύψουμε στις συναντήσεις με ένα γιο, αδιάφορο για τον πατέρα του, ή όταν καλεί σε τραπέζει την καλοκάγαθη υπάλληλο της τράπεζας (Χόλι Χάντερ), με την οποία συνδιαλέγεται, κάθε Παρασκευή, όταν πηγαίνει, για καταθέσεις, στην τράπεζα.
Στην Ταπείνωση, βασισμένη στο εξαιρετικό ομότιτλο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, ο Πατσίνο ερμηνεύει τον Σάιμον Άξλερ, έναν διάσημο, ηλικιωμένο ηθοποιό του θεάτρου που πιστεύει πως έχει χάσει τον ενθουσιασμό και την όρεξη για το επάγγελμά του για αυτό και αποφασίσει να αποσυρθεί στο εξοχικό του.
Τη μοναξιά του Σάιμον έρχεται να διαλύσει μια λεσβία (Γκρέτα Γκέργουικ), πολύ νεότερή του σε ηλικία, κόρη ενός κολλητού του φίλου, η οποία, στην παιδική της ηλικία, τον έχει ερωτευτεί.
Θα αρχίσουν μια ερωτική σχέση που θα φέρει στην επιφάνεια τις φοβίες, τα άγχη και τα αδιέξοδα του Σάιμον.
Και στις δυο ταινίες, ο Πατσίνο καταφέρνει να δώσει, με δύναμη και τρόπο συγκλονιστικό, τα δυο αυτά μοναχικά πρόσωπα, σε αναζήτηση κάποιας φλόγας που θα δώσει νόημα στη ζωή τους.
Με το βλέμμα του, τις συσπάσεις του προσώπου, τον τρόπο με τον οποίο εκφράζει την κάθε λέξη, με τις στάσεις και τις κινήσεις του σώματος, ο Πατσίνο περνάει με τον καλύτερο και πιο άμεσο τρόπο το χαρακτήρα τόσο του κλειδαρά όσο και του αποφασισμένου να αποσυρθεί από το παλκοσένικο ηθοποιού, ερμηνείες που επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά το μεγάλο ταλέντο του, ταλέντο που τον τοποθετεί πλάι σε εκείνο του Μάρλον Μπράντο και του Ρόμπερτ Ντε Νίρο.
Η ιστορία της γαλλικής διαγωνιστικής ταινίας 3 καρδιές του Μπενουά Ζακό, θυμίζει εκείνη της ταινίας Μεγάλε μου έρωτα του Λίο ΜακΚάρι (που είχε επίσης εμπνεύσει την ταινία Άγρυπνος στο Σιάτλ): δύο άτομα, ο Φρανκ (ένας πολύ καλός Μπενουά Πελβούρτ) και η Σιλβί (Σαρλότ Γκενσμπούργκ), συναντιώνται ένα βράδυ σε μια κωμόπολη της Γαλλίας και ερωτεύονται.
Αποφασίζουν να ξανασυναντηθούν μετά από μερικές μέρες, μια συγκεκριμένη ώρα, στο Παρίσι. Η Σιλβί θα τον περιμένει, ο Φρανκ όμως, εξαιτίας πάθησης της καρδιάς, θα καθυστερήσει με αποτέλεσμα να χάσει ο ένας τον άλλο: η Σιλβί θα ακολουθήσει τον φίλο της στις ΗΠΑ ενώ ο Φρανκ θα επιστρέψει στο Παρίσι.
Εδώ τελειώνει η σχέση με την ταινία του ΜακΚάρι. Στη συνέχεια, από τυχαίο συμβάν, ο Φρανκ θα γνωρίσει την Σοφί (Κιάρα Μαστρογιάνι) αδερφή της Σιλβί, θα την ερωτευτεί και την παντρεύεται.
Όταν όμως μαθαίνει πως η Σοφί είναι αδερφή της Σιλβί τα πράγματα περιπλέκονται.
Αν εξετάσει κανείς το σενάριο θα δει πως πρόκειται για ένα αρκετά συνηθισμένο μελόδραμα. Εκείνο όμως που το κάνει να ξεχωρίζει είναι η σκηνοθεσία του Ζακό.
Με εικόνες δουλεμένες έξοχα από εικαστικής πλευράς, με μια μουσική που σε προετοιμάζει για το δράμα που θ’ ακολουθήσει, με την κάμερα να στριμώχνει τα πρόσωπα για να βγάλει στην επιφάνεια τα κρυμμένα αισθήματά τους, με ηθοποιούς που δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ο Ζακό κατάφερε να φτιάξει μια εκπληκτικά όμορφη, συγκινητική, κινηματογραφικά συναρπαστική, ταινία.