Είναι ίσως από τις μεγαλύτερες χαρές, έναν ώριμο σήμερα καλλιτέχνη να τον έχεισ γνωρίσει ενώ ήταν ακόμη παιδί. Και ο υποψήφιος νεαρός της Δραματικής Σχολής να έχει εξελιχθεί σε μια ολοκληρωμένη θεατρική προσωπικότητα. Ο λόγος για τον Δημήτρη Τάρλοου, εγγονό του Μ. Καραγάτση και της Νίκης Καραγάτση, γιο της πολυτάλαντης Μαρίνας Καραγάτση και του ζωγράφου Φίλιππου Τάρλοου, ο οποιοσ συνιστά έναν πολύτιμο κρίκο σε μια αλυσίδα που η σφυρηλατησή της ξεκίνησε πριν απο εκατό χρόνια.

Ο Νίκος Παλαιοκρασσάς ήταν ένας από εκείνους τους ανθρώπους που σχεδόν κανείς δεν ξέρει με το πραγματικό του όνομα. Ηταν για τους πάντες «ο Κουτσουλιάς». Ενας σαλός. Μια γνώριμη όσο κι αγαπητή φιγούρα της Ανδρου.

«Γεια σου ρε Νικολό», «Γειααα» ακουγόταν πάντοτε μακρόσυρτη η απάντηση. Εντυσε την εφηβεία μου και τα καλοκαίρια μου με αστείρευτο γέλιο. Αμούστακα και σκληρά παιδιά καθόμασταν και λέγαμε πολύτιμες ασημαντότητες χαζογελώντας τρεις η ώρα τα ξημερώματα, όταν εμφανιζόταν ο Κουτσουλιάς. «Κάτσε Νικολό». Καθόταν κι άρχιζε την ακατάληπτη, κρυπτική όσο και σουρεαλιστική λογοδιάρροια: «Ητανε καλή αυτή, δεν ήτανε πουτάνα, ήταν καλήηη», τα τρία ήτα αντηχούσαν στην άδεια από κόσμο Πλατεία Καΐρη, μαζί με τα λαγαρά μας γέλια. «Αλλά τότε ήρθε αυτός κι έγινε το πρόβλημα γιατί ήτανε η λεκάνη η αερικιά», «η ποια;», «Η αερικιά η λεκάνη». Νέα ασυγκράτητα γέλια.
Υπήρξε άραγε ο Νικολός θύμα των γυναικών; Ισως. Πάντως, η αγαπημένη του ασχολία ήταν –πάντοτε αγέλαστος, πάντοτε σκυθρωπός, βαριά συλλογισμένος, με τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του, με τη μάλλινη ζακέτα του και τη χωρίστρα προσεκτικά τακτοποιημένη, ίσως από τη μητέρα του –να οργώνει πέρα δώθε τις παραλίες για ν’ απολαύσει ένα ψίχουλο γυναικείας ομορφιάς.
Ξαπλωμένες ντόπιες και τουρίστριες κοιτούσαν σχεδόν με τρόμο τον Κουτσουλιά να περιδιαβαίνει με ύφος φυσιοδίφη που επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τα μυστήρια του κόσμου τούτου. Κάποτε πλησίασε τόσο το πρόσωπό του στα υπέροχα λευκά στήθη μιας τουρίστριας που είχαν αποκαλυφθεί (ήταν της μόδας το τόπλες τότε), ώστε αυτή ανοίγοντας τα μάτια άφησε μια κωμική κραυγή κι ο γκόμενός της, υγιής μπρατσαράς με τατουάζ, βγήκε έξαλλος από τη θάλασσα για να καθαρίσει: «Τι κοιτάς ρε;», «Εσύ τα βλέπεις κάθε μέρα, άσε μας κι εμάς να δούμε λίγο», ήρθε αποστομωτική η απάντηση.
Ο Κουτσουλιάς ήταν από τις Στενιές, το πιο γνωστό ναυτοχώρι της Ανδρου, που βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων από τη Χώρα. Στα νιάτα του, αν δεν κάνω λάθος, είχε μπαρκάρει στα καράβια της γραμμής λοστρόμος, αλλά η κατάστασή του με τα χρόνια χειροτέρεψε κι έτσι ο Νικολός περπατούσε καθημερινά τη διαδρομή Στενιές – Χώρα αρκετές φορές την ημέρα. Πάντοτε με την μπεζ – γκρι ζακέτα του, πάντοτε σκυθρωπός.
Οσο περνούσαν τα χρόνια, όμως, οι γνωστές διαδρομές του Κουτσουλιά άρχισαν να μετατρέπονται σε δικές μου εσωτερικές διαδρομές. Ωσάν ο Κουτσουλιάς να μετατράπηκε σταδιακά σε ένα είδος μετρονόμου, που με το πέρασμα του χρόνου και των εποχών χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα. Χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο αίφνης έγιναν μια εναλλαγή πολύ γρήγορη. Στο πρόσωπό του που γερνούσε έβλεπα τα νιάτα μου να φεύγουν. Είχε γίνει ένας καθρέφτης για την εσωτερική μου ωρίμαση κι ευαισθησία. Η αθώα και σοβαρή μορφή του έσμιξε κι έγινε ένα με την ανδριώτικη φύση. Στο βλέμμα του σαν να ανακάλυπτα πια μια ανείπωτη σοφία. Αυτός που κάποτε μ’ έκανε να γελώ τώρα μου έφερνε δάκρυα στα μάτια! Πόσο παράξενη αυτή η ζωή.
Πριν από λίγα χρόνια, επισκεπτόμενος το νησί εκτός σεζόν, τον πέτυχα μεσημέρι στην παραλία στα Γυάλια, έπειτα από μια ήρεμη βόλτα στους δροσερούς μπαξέδες που εκτείνονται εύφοροι πίσω από την αμμουδιά. Φυσούσε δαιμονισμένα. Σοροκάδα, μια πρόωρη φθινοπωρινή κακοκαιρία ίσως, κι αυτός στεκόταν μόνος κι ακίνητος στον αμαξωτό δρόμο, κρατώντας ανά χείρας μια μεγάλη κλειστή, θαυμάσια πολύχρωμη ομπρέλα. Ο άνεμος είχε χαλάσει την πάντοτε περιποιημένη χωρίστρα του. Τραβήχτηκε μια φωτογραφία τότε, όπου ενώ εκείνος κοιτάζει ένα συγκεκριμένο σημείο, εκεί όπου κοιτάζει δεν υπάρχει τίποτα. Δεν κοίταζε εμένα, αλλά μ’ έναν τρόπο τον ένιωθα πάνω μου. Αυτή η μελαγχολική ακινησία του κι η εσωτερική του γαλήνη με τρόμαξαν. Ο θυελλώδης σορόκος μου χάλασε κι εμένα τα μαλλιά καθώς πλησίαζα αργά τον Νικολό· έστρεψα το κεφάλι προς το σημείο που κοίταζε και χωρίς κανέναν προφανή λόγο ανατρίχιασα. Σαν να είδα εκείνο που έρχεται κατά πάνω μας, σαν νταλίκα με σπασμένα φρένα. Εκείνος όμως στεκόταν και το περίμενε στωικά. Εκείνη τη στιγμή ήξερα διαισθητικά ότι δεν θα ξανάβλεπα ποτέ τον Κουτσουλιά. Ηταν ένας αποχαιρετισμός. Και δεν έπεσα έξω: λίγους μήνες αργότερα άκουσα ότι ο Νικολός εξαφανίστηκε. Οι εικασίες πήγαιναν κι έρχονταν. Φόνος, αυτοκινητικό δυστύχημα, τον άρπαξαν οι ανεράιδες και άλλα πολλά. Εκατό και πλέον άνθρωποι έψαχναν νυχθημερόν και στα πιο απομακρυσμένα ή απόκρημνα σημεία της Ανδρου για πάνω από δύο εβδομάδες, όμως ο Κουτσουλιάς άφαντος. Ουδέποτε βρέθηκε οποιοδήποτε ίχνος του. Εγώ πάντως είμαι βέβαιος για το πού βρίσκεται. Κάπου προς τα ‘κεί που κοιτούσε σε εκείνη τη φωτογραφία.