Επειτα από δεκάδες βιβλία, εκατοντάδες δοκίμια και άλλες τόσες ιστορίες, ύστερα από μυθιστορήματα με πρωταγωνιστές άλλοτε τον Ντέιβιντ Κέπες («Ο καθηγητής του πόθου», «Το ζώο που ξεψυχά», «Το βυζί») και άλλοτε τον Νέιθαν Ζούκερμαν (η περίφημη τριλογία «Ζούκερμαν Δεσμώτης»), έπειτα από κωμωδίες και τραγωδίες, ύστερα από μια μακρά πορεία διαρκούς ενδοσκόπησης και παρατήρησης της ζωής, έπειτα από πενήντα χρόνια «μάχης με τη συγγραφή» –μέσω της οποίας έθιξε ζητήματα όπως το πνεύμα και το σώμα, οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, ο γάμος, το σεξ, η πολιτική, η εβραϊκότητα η απομόνωση, η απόγνωση, η οικειότητα και ο διαρκώς εύθραυστος εαυτός –ο Φίλιπ Ροθ πλέον απολαμβάνει τα όσα απλά και καθημερινά στερήθηκε για δεκαετίες.
Καθώς ο δημοσιογράφος προσπαθεί να καταλάβει –«αυτό σημαίνει ότι σταματήσατε να κοιτάτε τη ζωή και να σκέφτεστε ότι υπάρχει κάτι για το οποίο αξίζει να γράψετε;» –ο συγγραφέας δεν διστάζει να εξομολογηθεί πως «ναι, σημαίνει αυτό ακριβώς. Κάποιος μου λέει μια ιστορία και τις παλιές ημέρες αμέσως θα άρχιζα να σκέφτομαι αν ήταν μια ενδιαφέρουσα ιστορία […] και θα πήγαινα στο σπίτι και θα κρατούσα σημειώσεις και θα την περιεργαζόμουν, θα έπαιζα μαζί της. Και επρόκειτο για μια διαρκή πνευματική δραστηριότητα. Ενώ τώρα απλώς την ακούω και είναι πολύ ωραία. Επιστρέφω στο σπίτι και πέφτω να κοιμηθώ».
Εχοντας απαλλαχθεί από ένα πολύ βαρύ φορτίο –«δεν μπορώ πλέον να φανταστώ να περνάω τις ημέρες μου γράφοντας πέντε σελίδες, τις οποίες στη συνέχεια τις πετώ», είχε δηλώσει σε μια άλλη από τις τελευταίες του συνεντεύξεις –ο Ροθ, πέρα από το να περνά ένα δίωρο την ημέρα, κάθε ημέρα, μιλώντας για τη ζωή του στον βιογράφο του, απολαμβάνει τον ύπνο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του μεσημεριού. Οταν ήταν ακόμα παιδί, ο πατέρας του τού μιλούσε διαρκώς για τα πράγματα που πρέπει να κάνει ώστε να είναι ένας πραγματικός «άνδρας». Ενα από αυτά ήταν και η διαδικασία του μεσημεριανού ύπνου. «Οποτε παίρνεις έναν υπνάκο», τον συμβούλευε ο πατέρας του, «να βγάζεις πάντοτε τα ρούχα σου και να σκεπάζεσαι για να κοιμάσαι καλύτερα». Εβδομήντα χρόνια μετά, ο Φίλιπ Ροθ αναγνωρίζει πως ο πατέρας είχε, «όπως πάντα», δίκιο και ακολουθεί πιστά τη συμβουλή του. Αφότου επιστρέψει από το κολυμβητήριο, φάει το μεσημεριανό του και διαβάσει την εφημερίδα του, απολαμβάνει «αυτό το υπέροχο πράγμα που αποκαλείται “υπνάκος”». Και η καλύτερη στιγμή για τον συγγραφέα είναι όταν ξυπνά. «Για τα πρώτα 15 δευτερόλεπτα δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το πού βρίσκεσαι. Είσαι απλά ζωντανός. Αυτό είναι το μοναδικό που γνωρίζεις και αποτελεί μια ευλογία. Είναι η απόλυτη ευτυχία».
Οσον αφορά το μέλλον, το δικό του και του έργου του, ο Ροθ εμφανίζεται απλά στωικός. Ο θάνατος ασφαλώς και τον τρομάζει –«κοιτώντας την ατζέντα σου είναι σαν να διασχίζεις ένα νεκροταφείο» –αλλά δεν τον εξοργίζει και προσπαθεί να τον κατανοήσει με την οπτική ενός ανθρώπου η ζωή του οποίου πλησιάζει αναπόφευκτα στο τέλος της. Και οι επόμενες γενιές; Η συγγραφική του κληρονομιά; Καθώς πρόκειται για καταστάσεις που τον ξεπερνούν και τις οποίες δεν θα μπορεί να ελέγξει, ο Ροθ απαντά «ας πάνε στον διάβολο».
Σάκης Μαλαβάκης