Μπορούμε πράγματι να ισχυριστούμε ότι ζούμε την επέλαση της ροζ λογοτεχνίας; Για τη συγγραφέα και ψυχοθεραπεύτρια Εύα Στάμου που υπογράφει το βιβλίο με τίτλο Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας (εκδ. Gutenberg, 2014), δεν υπάρχει αμφιβολία. Για την ακρίβεια, η Στάμου υποστηρίζει ότι ζούμε την επέλαση ενός ροζ πολιτισμού, σε παγκόσμιο επίπεδο. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο ωστόσο, τον οποίο η συγγραφέας γνωρίζει καλά, καθώς σπούδασε Φιλοσοφία στη Βρετανία και ολοκλήρωσε εκεί και τη διδακτορική της διατριβή ενώ δίδαξε και Ψυχιατρική Ηθική στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, ο ροζ πολιτισμός κάνει θραύση. Υπάρχει πάντως και αρκετός χώρος για το κοινό που τον απορρίπτει. Στην Ελλάδα όμως, χώρα με περιορισμένη αναγνωστική παιδεία και χώρα με «έλλειψη ορίων» όπου όλα αφήνονται στην τύχη τους, τα πράγματα είναι μάλλον πιο ανησυχητικά. Η Εύα Στάμου εξηγεί γιατί.
Πώς σας γεννήθηκε η ιδέα
της συγγραφής του βιβλίου;
Ηταν ένα θέμα που με απασχολούσε πάρα πολλά χρόνια, από την εποχή που ζούσα στην Αγγλία –στην Ελλάδα επέστρεψα την περίοδο 2007-2008. Είχα αρχίσει να παρατηρώ ότι φίλες μου, γυναίκες μορφωμένες που δούλευαν στο πανεπιστήμιο, γιατροί, δικηγόροι, διάβαζαν τέτοιου είδους βιβλία. Τα ίδια δηλαδή βιβλία που διάβαζαν και όλες οι άλλες γυναίκες ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Αρχισα λοιπόν να σκέφτομαι τι είναι αυτό που ωθεί έξυπνες, δυναμικές και μορφωμένες γυναίκες, οι οποίες έχουν μια ενδιαφέρουσα ζωή, σε αυτά τα αναγνώσματα. Ξεκίνησα να διαβάζω κείμενα για αυτό το φαινόμενο και να το ψάχνω περισσότερο. Το 2010 έγραψα ένα σχετικό άρθρο στο bookpress, το οποίο συζητήθηκε αρκετά. Αργότερα, ταξίδεψα στην Αμερική όπου διαπίστωσα κάτι που με σόκαρε: στο βιβλιοπωλείο COOP, όπου παρουσιάζονται βιβλία καθηγητών του ΜΙΤ και του Χάρβαρντ, είδα στη βιτρίνα τις «50 αποχρώσεις του γκρι»! Ενα βιβλίο το οποίο διάβασα και που ακόμη και για τα δεδομένα της παραλογοτεχνίας και της υπολογοτεχνίας είναι κακό.
Συνειδητοποίησα ότι δεν μιλάμε πλέον μόνο για ροζ λογοτεχνία αλλά για ροζ πολιτισμό. Είτε πρόκειται για βιβλία, για περιοδικά ποικίλης ύλης, τηλεοπτικές σειρές, ταινίες που αποκαλούνται αισθηματικές κομεντί. Είναι δημιουργήματα γυναικών που απευθύνονται σε γυναίκες και τα οποία παρουσιάζουν τη θηλυκότητα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, εντελώς στερεοτυπικό, που μόνο κακό μπορεί να κάνει
στις γυναίκες.
Οταν ρωτήσατε τις φίλες σας γιατί διαβάζουν αυτά τα βιβλία, τι απάντηση λάβατε;
Κατ’ αρχάς, δεν συνειδητοποιούσαν ότι αυτό που διαβάζουν δεν είναι λογοτεχνία. Το θεωρούσαν φυσικό να διαβάζουν βιβλία για αισθηματικές περιπέτειες. Γιατί δεν ήταν βιβλία, όπως παλιότερα τα Αρλεκιν, που πωλούνταν στα περίπτερα. Είναι βιβλία που πωλούνται σε βιβλιοπωλεία, με πολύ ωραία εξώφυλλα, σε φροντισμένες εκδόσεις, που δίνουν την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για κάτι φθηνό. Και όμως έχουν πολύ κακή γλώσσα, αδούλευτη, αφρόντιστη, είναι γεμάτα διαλόγους και στερεοτυπικούς χαρακτήρες και έχουν τελείως γραμμική αφήγηση στην οποία οι ήρωες παραμένουν ίδιοι από την αρχή μέχρι το τέλος –η κακιά αντίζηλος, ο γόης -, χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ τα κίνητρά τους.
Αν οι γυναίκες δεν έχουν αναγνωστική παιδεία, αν δεν έχουν μάθει από μικρές να ξεχωρίζουν και να αγαπούν τα καλά βιβλία, δεν συνειδητοποιούν ότι αυτό που διαβάζουν δεν είναι καλό, διότι δεν έχουν μέτρο σύγκρισης.
Στο επιχείρημα ότι καταναλώνουν υποπροϊόντα που τις υποτιμούν, τι αντιπαραβάλλουν οι γυναίκες; Είναι τόσο απενοχοποιημένες, έχουν περάσει όντως στη «μεταφεμινιστική» εποχή;
Επιμένω ότι είναι καθοριστικός ο τρόπος που παρουσιάζονται αυτά τα αναγνώσματα. Είναι τέτοιος ώστε όχι μόνον οι γυναίκες να μην αισθάνονται άσχημα, αλλά να νιώθουν κιόλας ότι κάνουν επανάσταση. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, έχουμε την κουλτούρα του «lad», του άνετου τύπου, ο οποίος θα πιει, θα βγει με τους φίλους του, θα κουβεντιάσει για γυναίκες, θα κάνει ευκαιριακό σεξ γιατί νιώθει ελεύθερος. Τώρα πλέον έχουμε τη θηλυκή εκδοχή του «lad», τη «ladette», μια γυναίκα που για να θεωρηθεί χειραφετημένη πρέπει να περάσει μέσα από τη διαδικασία να μιμηθεί όλα αυτά που κάνουν οι άνδρες εδώ και χρόνια. Να βγει, να πιει πολύ, να κουβεντιάσει με τις φίλες της για άνδρες, να τους ειρωνευτεί –αυτά τα βιβλία είναι επίσης πολύ υπονομευτικά για το πώς παρουσιάζουν τον σημερινό άνδρα: πρέπει να είναι όμορφος, ευχάριστος, δυναμικός, με χιούμορ, δεινός εραστής και ασφαλώς ευκατάστατος! Στο όνομα της ελευθερίας και της αυτονομίας, η γυναίκα έχει πλέον δικαίωμα να δοκιμάσει όλες αυτές τις εμπειρίες αλλά με έναν τρόπο καταναλωτικό. Θα καταναλώσει πολλές σεξουαλικές εμπειρίες όπως θα καταναλώσει και πολλά ζευγάρια παπούτσια.
Υποστηρίζετε ότι το πρότυπο γυναίκας που προβάλλεται σε αυτά τα αναγνώσματα είναι τελικώς πολύ συντηρητικό. Ουδεμία προφανώς σχέση έχει αυτός ο καταναλωτισμός με τα ιδεώδη του τέλους της δεκαετίας του 1960 και τη σεξουαλική απελευθέρωση των γυναικών…
Πρόκειται πράγματι για ένα απολύτως συντηρητικό πρότυπο: η απελευθερωμένη γυναίκα που καταφέρνει με την εργασία και το χρήμα της να αποκτήσει υπέροχα ρούχα, να βγει σε πολυτελή μέρη και να γνωρίσει πολλούς άνδρες –μέχρι εδώ πολύ καλά -, έχει ως απώτερο σκοπό τον γάμο. Δεν ξεφεύγει δηλαδή από τα παλιότερα πρότυπα της πτωχής πλην τίμιας κοπέλας που περίμενε το βασιλόπουλο για να τη σώσει από τη βαρετή ζωή της.
Πού οφείλεται η εξάπλωση του ροζ πολιτισμού; Επισημαίνετε ότι έχει κατακτήσει και την Κίνα μετά τις οικονομικές αλλαγές των τελευταίων ετών.
Είναι ζήτημα καταναλωτισμού. Κάποιοι αμπαλάρουν αυτά τα προϊόντα με στόχο να πουλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Οφείλεται επίσης στην έλλειψη αναγνωστικής παιδείας. Και στη χώρα μας αυτό ισχύει απολύτως. Δεν έχουμε βιβλιοθήκες και αν στο γυμνάσιο και στο λύκειο μας δίδασκαν με διαφορετικό τρόπο να διαβάζουμε, το φαινόμενο δεν θα ήταν τόσο έντονο. Η καλύτερη λειτουργία των βιβλιοθηκών είναι το σημαντικότερο. Το να μπορεί κάποιος να μπει σε μια βιβλιοθήκη ήδη από την παιδική του ηλικία και να υπάρχουν άνθρωποι που θα τον καθοδηγήσουν για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να διαβάσει.
Υποστηρίζετε ότι και οι σοβαροί πεζογράφοι φέρουν ένα μερίδιο ευθύνης για την εξάπλωση του φαινομένου. Γιατί;
Συχνά, πεζογράφοι επηρεάζονται από τη μεγάλη εμπορική αξία αυτών των βιβλίων, οπότε κάνουν και εκείνοι εκπτώσεις στη γλώσσα και στο ύφος που υιοθετούν. Ή το αντίστροφο –εκπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο πραγματεύονται τα θέματά τους. Βιβλία με γραμμική αφήγηση και στερεοτυπικούς ήρωες αλλά με φροντισμένη γλώσσα. Αυτά τα περίεργα κατασκευάσματα μπερδεύουν το κοινό που δεν μπορεί να αντιληφθεί σε ποια κατηγορία ανήκουν αυτά τα βιβλία. Υπό αυτή την έννοια, ευθύνονται οι πεζογράφοι αλλά κάπου ευθυνόμαστε όλοι μας. Γι’ αυτό θέλησα να γράψω αυτό το βιβλίο, για να ξεκινήσει ένας ουσιαστικότερος διάλογος για αυτό το ζήτημα. Το οποίο πρέπει να πάρουμε πιο σοβαρά. Γιατί η Ελλάδα είναι η χώρα της έλλειψης ορίων, δεν έχουμε όρια, αφήνουμε τα πράγματα στην τύχη τους όπως έγινε και με τη Χρυσή Αυγή. Θεωρούμε ότι το πρόβλημα θα λυθεί κάπως μαγικά ή με το να βγαίνουμε ένας ένας, χωρίς οργάνωση, και να καταδικάζουμε τη Χρυσή Αυγή.
Το ίδιο ισχύει και με τη λογοτεχνία, θα πρέπει να γίνει κάτι πιο συστηματικό, αν θέλουμε να την προστατεύσουμε. Οπως γίνεται στις αγγλόφωνες χώρες, έτσι και εδώ, θα πρέπει, για παράδειγμα, οι κριτικοί να μιλήσουν ξεκάθαρα. Να πουν ότι υπάρχουν βιβλία που είναι λογοτεχνία και άλλα που δεν είναι. Με αυτή τη στάση δεν αναγκάζουν κάποιον να μην τα αγοράζει. Η τελική απόφαση είναι πάντα του αναγνώστη. Εμείς όμως οφείλουμε να ενημερώσουμε το κοινό, να το επιμορφώσουμε να ξέρει τι επιλογές έχει και να συνεχίσει ή όχι να τις κάνει.
Τι αντιτάσσετε στο επιχείρημα ότι ενίοτε η ροζ λογοτεχνία είναι μια μορφή απόδρασης;
Πράγματι υπάρχει το «διαβάζω για να ξεχαστώ», μια μορφή «escapism», απόδραση από μια βαρετή ζωή. Αυτό ισχύει στο εξωτερικό. Εκεί υπάρχουν γυναίκες που διαβάζουν ροζ λογοτεχνία αλλά διαβάζουν παράλληλα και καλή λογοτεχνία, κλασική, βλέπουν σαχλές ταινίες αλλά και σοβαρές. Εδώ όμως στην Ελλάδα είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι που διαβάζουν δοκίμιο, ποίηση, πεζογραφία, οι υπόλοιποι από τι ακριβώς θέλουν να ξεφύγουν; Από την καθημερινότητα υποθέτω, από την οποία ξεφεύγουν βλέποντας και ένα τουρκικό σίριαλ.
Ζήτημα κοινωνικοποίησης
Υπάρχουν και γυναίκες που διαβάζουν σοβαρή λογοτεχνία. Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι και αυτές προτιμούν, σε μεγάλο βαθμό, τις γυναίκες συγγραφείς και όχι τους άνδρες συγγραφείς ή τους συγγραφείς που θεωρούνται πιο πολιτικοί;
Ισως οι γυναίκες θεωρούν ότι μπορούν να ταυτιστούν καλύτερα με άλλες γυναίκες που θα τις βοηθήσουν να κατανοήσουν καλύτερα τα προβλήματα της καθημερινότητάς τους. Είναι όμως πρωτίστως ζήτημα κοινωνικοποίησης. Οπως από μικρές, πολλές γυναίκες μαθαίνουν να παίζουν με κούκλες και όχι με παζλ, μεγαλώνοντας θεωρούν ότι ορισμένα πράγματα, άρα και ορισμένοι συγγραφείς, δεν είναι μέρος της γυναικείας κουλτούρας. Ή επίσης γιατί μπερδεύουν τη γυναικεία γραφή με τη ροζ λογοτεχνία. Είναι περίπλοκο το ζήτημα. Δεν έχει να κάνει με τη διάνοια ούτε με τη μόρφωση ούτε με την αντίληψη των γυναικών, αλλά με μια μακρόχρονη διαδικασία κοινωνικοποίησης που τους λέει με τι πρέπει να ασχολούνται και με τι όχι.