Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο σκηνοθέτης Ροβήρος Μανθούλης ακούει προσεκτικά τις «συμβουλές» ενός έλληνα παραγωγού τις εποχής: «Αν αναρωτιέσαι τι θέλει ο έλληνας θεατής, θα σου πω το εξής: Μπαίνει ένας εργάτης σ’ ένα πατσατζίδικο και παραγγέλνει μια μερίδα πατσά. Και αντί για πατσά του σερβίρουν φιλέτο. Ξέρεις τι θα κάνει; Θα τους το πετάξει στα μούτρα. Λοιπόν, ο θεατής θέλει πατσά, κι αν πας να τον δουλέψεις χάθηκες κι εσύ, χάθηκα κι εγώ!». Οι δημιουργοί των φρικτών ελληνικών βιντεοταινιών της δεκαετίας του ’80 δεν χρειάστηκε να ψάξουν πολύ για να βρουν ένα αφηγηματικό μοντέλο που θα ταίριαζε στο μέσο: πήραν ατόφιο αυτό της λεγόμενης Χρυσής Εποχής του ελληνικού κινηματογράφου.
Και αν οι ελληνικές τηλεοράσεις εντάσσουν σήμερα στο πρόγραμμά τους ένα μίνιμουμ εκείνης της παραγωγής (οι ίδιες και οι ίδιες ταινίες του Φίνου και των Καραγιάννη – Καρατζόπουλου) ας θυμηθούμε ότι τα χρόνια εκείνα τουλάχιστον εκατό ελληνικές ταινίες έκαναν, κάθε χρόνο, παρέλαση από τις μεγάλες αίθουσες. Μιλάμε για τη δεκαετία εκείνη που η Ελλάδα –και πολύ περισσότερο η Αθήνα –έδειξε να αναπτύσσεται ραγδαία και σχεδόν τρομακτικά. Ρυθμοί στους οποίους όφειλε να συντονιστεί και η κινηματογραφική αγορά. Και επειδή ένα τεράστιο, ακόμη, ποσοστό των υποψηφίων θεατών απέφευγε τους υπότιτλους (ευτυχώς, κάποιες πρώιμες απόπειρες ελληνικής μεταγλώττισης ξένων παραγωγών «έκλεισαν κάστρα»), οι ταινίες αυτές όφειλαν να είναι ελληνικές και με χαρακτήρα, αποκλειστικά «ψυχαγωγικό».
Η ελληνική βιντεοταινία, τώρα, μεσουράνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όπως και ολόκληρη η αγορά του VHS. Κανείς φυσικά δεν αρνείται ότι αυτά τα φιλμ ήταν, από κάθε άποψη, άθλια, θλιβερά υποπροϊόντα, γυρισμένα με εξόφθαλμη προχειρότητα και σερβιρισμένα όπως όπως σε μια αγορά που όσο διογκωνόταν τόσο μεγάλωνε και η «όρεξή» της. Και επειδή οι ταινίες τής ήδη υπάρχουσας ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής δεν ήταν αρκετές, νεόκοποι χρηματοδότες, αλλά και βετεράνοι σκηνοθέτες, επιστρατεύτηκαν για να γεμίσουν τα ράφια των βιντεοκλάμπ που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Τόσο η βιντεοταινία, πάντως, όσο και η αγορά του βίντεο «ξεψύχησαν» αγκαλιασμένα, με την άφιξη της ιδιωτικής τηλεόρασης που διεύρυνε το φάσμα των επιλογών του Νεοέλληνα δίχως να τον επιβαρύνει οικονομικά (ακόμη και σήμερα τα ιδιωτικά κανάλια φροντίζουν να προγραμματίζουν κάθε χρόνο έναν γενναίο αριθμό ελληνικών βιντεοταινιών γι’ αυτό το πολύ συγκεκριμένο ακροατήριο).
Με τον καιρό, η λατρεία για κάθε τι ρετρό και παρωχημένο «παρέσυρε» και τα συγκεκριμένα φιλμ, που από σκουπίδια μετατράπηκαν σε «καλτ», τροφοδοτώντας, για πάνω από δέκα χρόνια, το Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου στον συναυλιακό χώρο Gagarin. Εκεί οι διοργανωτές υπόσχονταν «ταινίες για όλα τα μεγέθη, σε μια συνάντηση απενοχοποιημένη» και «μια αντιπρόταση που ήρθε να ταράξει τα νερά με μια ντανταϊστική, πανκ προσέγγιση του σύγχρονου κινηματογραφικού τοπίου», τονίζοντας παράλληλα ότι πρόθεσή τους ήταν να σοκάρουν «τους κομφορμιστές, από όπου και αν αυτοί προέρχονται». Στην εν λόγω διοργάνωση, μάλιστα, έχουν τιμηθεί για την «προσφορά» τους εμβληματικές φιγούρες όπως ο Στιβ Ντούζος, ο Απόστολος Σουγκλάκος, η Ελένη Φιλίνη, ο Κώστας Γκουσγκούνης και η… Τσιτσιολίνα.
Ξεκινώ έτσι το κείμενο για να τονίσω το μεγάλο κενό που έρχεται να καλύψει το βιβλίο της Ορσαλίας – Ελένης Κασσαβέτη «Η ελληνική βιντεοταινία (1985-1990) –Ειδολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις». Γιατί είναι μια έρευνα που ούτε για μια στιγμή δεν εκπίπτει στον αγοραίο χαβαλέ –δεν θα μπορούσε, άλλωστε, καθώς ο τελευταίος ριζώνει στην άγνοια (μια ματιά στο Διαδίκτυο θα σας πείσει). Εδώ, αντιθέτως, έχεις να κάνεις με μια έρευνα που διαχωρίζει την αισθητική από την κοινωνική πλευρά του αντικειμένου μελέτης της. Σκέφτομαι ότι η συγγραφέας είδε ολόκληρες (δεν μπορώ να τονίζω αυτή τη λέξη αρκετά) και τις 700 ταινίες που αναφέρονται στη βιντεογραφία των τελευταίων σελίδων. Από μόνο του αυτό φαντάζει με άθλο.