«Αφτερλωβ»: Καλοκαίρι στην Αθήνα και ο Νίκος κλειδώνει τη Σοφία στο χλιδάτο σπίτι ενός φίλου, κάπου στα βόρεια προάστια, με σκοπό να της εκμαιεύσει μια ομολογία: «Γιατί χωρίσαμε;». Η εξέλιξη θα εκπλήξει τόσο τους ίδιους όσο και τους θεατές. Γιατί, στις καλές ρομαντικές κωμωδίες, το πραγματικό ζήτημα δεν είναι η αγάπη, αλλά η δύναμή της. Μιλάμε δηλαδή για ένα σινεμά όπου η αγάπη δεν είναι απλώς η αφετηρία της δράσης, αλλά ο απόλυτος διαμορφωτής του δραματουργικού τόξου μιας ιστορίας. Και τι διαχωρίζει μια κακή από μια καλή ρομαντική κωμωδία; Στις κακές, το μελλοντικό «έτερον ήμισυ» της δράσης παρουσιάζεται ως η Νέμεση του κεντρικού χαρακτήρα. Στις καλές, η Νέμεση αυτή είναι η ίδια η αγάπη, που πότε εξαναγκάζει έναν χαρακτήρα να ωριμάσει, άλλοτε τον σπρώχνει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση (την πλήρη αντίσταση δηλαδή στην ωριμότητα –από εκεί προκύπτει και η «κωμωδία»), αλλά σε κάθε περίπτωση είναι η επίδρασή της στον ήρωα εκείνη που οδηγεί την ιστορία.
Το «Αφτερλωβ» του Στέργιου Πάσχου αποτελεί το ντεμπούτο του σκηνοθέτη στο «τερέν» της ταινίας μεγάλου μήκους, η φιλμογραφία του όμως έχει να επιδείξει και άλλες επτά «μικρομηκάδικες» που όλες τους περιστρέφονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γύρω από τα ερωτικά πάθη των ηρώων τους. Το ζήτημα δηλαδή μοιάζει να τον απασχολεί.
Δεν ξέρω αν το «Αφτερλωβ» είναι, όπως συχνά γράφεται, μια «νεανική ταινία», παρά τα Βραβεία Νεότητας που της έχουν απονεμηθεί σε δύο διεθνή φεστιβάλ, κυρίως επειδή δεν αντιλαμβάνομαι τον όρο, αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, το «Αφτερλωβ» δικαιολογεί πλήρως τον «νεανικό» του τίτλο απέναντι σε ένα ελληνικό σινεμά που –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων –μοιάζει να μη γνωρίζει πώς ακριβώς να κινηματογραφήσει δύο νέους ανθρώπους. Ο Πάσχος δεν έχει τέτοια προβλήματα, και αυτό από μόνο του είναι πολύ σημαντικό.
Στήνει όμως μια ταινία που «παγιδεύει» τον θεατή της, τόσο σεναριακά (ο εναρκτήριος εύθυμος τόνος δίνει τη θέση του σε ένα πιο «βαρύ» και στιβαρό δεύτερο μέρος) όσο και στυλιστικά (τα έντονα χρώματα και οι «ανοιχτές» συνθέσεις ακολουθούν ανάλογη, «σκοτεινή» πορεία). Αυτό το τελευταίο ίσως και να κλονίσει την εμπιστοσύνη σας, ενώ κάποιοι αυτοσχεδιασμοί του πρωταγωνιστικού ζεύγους (Χάρης Φραγκούλης και Ηρώ Μπέζου –παραπάνω από αξιόλογοι) παραπέμπουν περισσότερο σε παιχνίδια ηθοποιών παρά σε συγκρούσεις χαρακτήρων, στον πυρήνα του όμως το «Αφτερλωβ» είναι μια ταινία που, όπως οι ήρωές της (αλλά και η γενιά που μοιάζει να αφουγκράζεται), αναζητά και η ίδια μια γλώσσα, και το κάνει με γνήσια, όσο και τρυφερή αυθάδεια. Και επίσης αποτελεί σπάνιο παράδειγμα ρομαντικής κομεντί όπου η δύναμη της αγάπης μοιάζει να ξεπερνά τις δυνάμεις των ηρώων της. Με άλλα λόγια, είναι από τις καλές.
Βαθμοί: 6