Τον Σεπτέμβριο του 2009, έπειτα από μια επιτυχημένη συλλογή υπογραφών με πρωτοβουλία του προγραμματιστή Τζον Γκράχαμ-Κάμινγκ, ο βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν απηύθυνε εκ μέρους της κυβέρνησης (χρησιμοποιώντας φράσεις όπως «λυπούμαστε, σου άξιζαν πολύ περισσότερα») μια επίσημη συγγνώμη προς τον Αλαν Τούρινγκ. Ο άγγλος μαθηματικός βέβαια, ήδη από το 1954, ήταν πολύ μακριά για να την ακούσει. Εστω κι έτσι, όμως, το γενικό ενδιαφέρον για την περίπτωσή του ανανεώθηκε.
Αν και το 2011 το βρετανικό υπουργείο Δικαιοσύνης αρνήθηκε νέο συλλογικό αίτημα για μεταθανάτια απονομή χάριτος, το 2013, έναν χρόνο μετά την επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννησή του (κι αφού είχε εκφραστεί υποστηρικτικά ο Στίβεν Χόκινγκ ή η Google), η υπόθεση έφτασε στο παλάτι. Η βασίλισσα απένειμε άφεση διά του Βασιλικού Προνομίου Χάριτος και σειρά είχαν οι τέχνες και τα γράμματα: το μυθιστόρημα «Speak» της Λουίζα Χολ περιελάμβανε φανταστικές επιστολές του ανδρός, ενώ «Το παιχνίδι της μίμησης» του Μόρτεν Τίλντουμ, με τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς στον πρωταγωνιστικό ρόλο, θα κέρδιζε μέχρι και Οσκαρ. Τα κόμικς δεν έλειψαν: το γαλλικό «Le cas Alan Turing» κυκλοφόρησε το 2015, ενώ προ μηνών ακολούθησε ένα γερμανικό, επίσης με το όνομα του πρωταγωνιστή στον τίτλο.
Το αμερικανικό «Το παιχνίδι της μίμησης – Ο Αλαν Τούριγνκ αποκωδικοποιείται», σε σενάριο του Τζιμ Οταβιάνι και σχέδια του Λίλαντ Πέρβις, ουδεμία σχέση έχει με την ταινία του Τίλντουμ. Σύμφωνα με τον Οταβιάνι, το αρχικό κείμενο γράφτηκε μεταξύ 2007 και 2010, με μια πρώτη εκδοχή να δημοσιεύεται τον Ιούνιο του 2014 στο διαδικτυακό περιοδικό επιστημονικής φαντασίας tor.com. Ο κοινός τίτλος του κόμικ και της ταινίας προήλθε από ένα πείραμα που ο Τούρινγκ ανέπτυξε, προκειμένου κανείς να διαπιστώνει αν μια μηχανή έχει αναπτύξει την ικανότητα να σκέφτεται και να εκφράζεται: ένας εξωτερικός παρατηρητής έθετε ερωτήματα σε έναν άνθρωπο και σε έναν υπολογιστή χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι τι, επομένως, αν δεν κατόρθωνε να τα διακρίνει, τότε η τεχνητή νοημοσύνη έχει επιτευχθεί.
Παρόλο που παρόμοια επιστημονικά προβλήματα ευδοκιμούν στο «Παιχνίδι της μίμησης» (κάνοντας μερικά καρέ να θυμίζουν σπαζοκεφαλιές), η εκλαϊκευτική προσέγγιση και οι άφθονες πληροφορίες για τη ζωή και το περιβάλλον του ανδρός εξισορροπούν τα πράγματα. Παρατίθενται με το στυλ ενός ντοκιμαντέρ, όπου οι «ομιλούσες κεφαλές» είναι η μητέρα του Τούρινγκ, Σάρα, ο αδελφός του, Τζον, ο καθηγητής και μέντοράς του, Μαξ Νιούμαν, ο συνεργάτης του, Ντον Μπέιλι, η παραλίγο σύζυγός του, Τζόαν Κλαρκ, και κάμποσοι ακόμα.
Το πρώτο κεφάλαιο καλύπτει τα μάλλον δύσκολα διαμορφωτικά χρόνια του Τούρινγκ, με τις εκκεντρικότητές του (ένα παιχνίδι που συνδύαζε το σκάκι και το τρέξιμο), τα πρώτα αισθηματικά ενδιαφέροντα (η απώλεια του Μόρκομ είναι ένα βάσανο που γίνεται κίνητρο) ή τις πρώτες κατακτήσεις στη μελέτη της λογικής (σε ένα περιβάλλον όπου σύχναζε ο Αϊνστάιν ή ο Φον Νόιμαν). Το δεύτερο παρακολουθεί τα κατορθώματά του ως κρυπτογράφου των Συμμάχων, όταν έσπαγε τον περιβόητο κώδικα «Enigma» των Ναζί, όταν έδενε την κούπα του στα καλοριφέρ για να μην κλαπεί ή όταν επιβραβευόταν, έστω μυστικά, από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Το τρίτο είναι το πιο οδυνηρό: ο πόλεμος έχει τελειώσει, ο Τούρινγκ πασχίζει να βρει το μυστικό των σκεπτόμενων μηχανών, ο ερωτικός του προσανατολισμός τού δημιουργεί προβλήματα, το τέλος πλησιάζει.
Η ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ. Ολα αυτά βέβαια θα ήταν πολύ διαφορετικά αν δεν επρόκειτο για ένα κόμικ που εκμεταλλεύεται μερικές από τις γοητευτικότερες δυνατότητες του μέσου. Αρκετά πάνελ του Λίλαντ Πέρβις απεικονίζουν τον Τούρινγκ κατά το ήμισυ εκτός κάδρου, έτοιμο να τρέξει φουριόζος προς το επόμενο προσωπικό στοίχημα, προς μία ακόμα ιδιοτροπία. Η ομοφυλοφιλία του, πριν διατυπωθεί ρητά, αποτυπώνεται μέσα από βλέμματα, από ατελή πλησιάσματα ή ακόμα και από δύο κλειστές, πλαϊνές πόρτες.
Το κείμενο του Οταβιάνι, ενός σεναριογράφου με θετικές σπουδές, είναι μια εξίσου σημαντική συνιστώσα: οι «ομιλούσες κεφαλές» διηγούνται τις εμπειρίες τους σε ροζ «μπαλονάκια», ο ίδιος ο Τούρινγκ σε κίτρινα και ο αναγνώστης καλείται να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, χωρίς περαιτέρω διηγήσεις. Προς το τέλος του κόμικ, με τη χρήση παρόμοιας τεχνικής στην εξήγηση του «Παιχνιδιού της μίμησης», του τεστ που καλείται να διακρίνει τη νοημοσύνη ενός υπολογιστή και ενός ανθρώπου, υπονοείται ότι ο παρατηρητής ενός πειράματος θυμίζει τον ακροατή μιας ιστορίας: όπως ο δεύτερος εμπιστεύεται τις διαπιστωμένες νοητικές και συναισθηματικές λειτουργίες του αφηγητή, έτσι και ο μελετητής της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να βασιστεί μόνο στην εμπειρική απόδειξή της.
Ισχύει η υπόθεση; Η απάντηση ανήκει στους ειδικούς. Ο Τούρινγκ πάντως, όταν κάποτε βρέθηκε ενώπιον του νόμου για να καταγγείλει μια διάρρηξη, εμπιστεύθηκε στους αρμοδίους την ομοφυλοφιλία του για χάρη της ανάκρισης, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι το νομικό σύστημα λειτουργούσε διαφορετικά: κατηγορήθηκε για προσβολή δημοσίας αιδούς και καταδικάστηκε σε ορμονοθεραπεία που του προκάλεσε ένα σωρό παρενέργειες. Εναν χρόνο αργότερα, στις 8 Ιουνίου 1954, ο άνθρωπος που αποκρυπτογραφώντας τα μηνύματα των Ναζί συνέβαλε στη νίκη των Συμμάχων, ο παθιασμένος και εκκεντρικός επιστήμονας που έβαλε κάτι παραπάνω από ένα λιθαράκι στον σύγχρονο, ψηφιακό κόσμο, βρέθηκε νεκρός από τον οικονόμο του. Η νεκροψία έδειξε δηλητηρίαση από κυάνιο, ενώ ένα μισοφαγωμένο μήλο που βρέθηκε δίπλα του θεωρήθηκε ότι περιείχε τη θανατηφόρα δόση. Η επίσημη έρευνα έκανε λόγο για αυτοκτονία. Οι προσεγγίσεις όμως ποικίλλουν.

Info

Το κόμικ «Το παιχνίδι της μίμησης – Ο Αλαν Τούρινγκ αποκωδικοποιείται» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική, σε μετάφραση Στάμου Τσιτσώνη