Αριστοφάνη με «αδέκαστους όρους βιολογίας και ενδοκρινολογίας» υποσχόταν ο Μιχαήλ Μαρμαρινός για τη «Λυσιστράτη» του Εθνικού, το ‘πε και το ‘κανε. Με όχημα τη νέα μετάφραση του θεσσαλονικιού συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη, η οποία έφερε στο κοίλον του αρχαίου θεάτρου αμέτρητους ενδοκρινολογικούς όρους τού κάτω σώματος. Ενώ η σκηνοθεσία πρότεινε σε όλη την παράσταση, αλλά κυρίως στην παράβαση –όπως αναρτήθηκε στον ιστότοπο της πρώτης κρατικής σκηνής, με βάση τις προθέσεις του σκηνοθέτη –την «εμφάνιση γυμνών σωμάτων». Με δυο λόγια: γυμνό, έως ολόγυμνο.
Η τελευταία γρήγορα ξεπέρασε τις στυλιστικές προθέσεις, με το ρυθμικό λίκνισμα στην είσοδο των συν Λυσιστράτη γυναικών, πάνω στο πιανιστικό δίτονο / μονότονο του συνθέτη Δημήτρη Καμαρωτού (θυμίζοντας λίγο εκφάνσεις του Κοντσέρτου της Κολωνίας κατά Κιθ Τζάρετ), για να ελιχθεί πάνω σε μεταφρασμένες λέξεις, που άλλοτε συνδέονταν σε ευθύ και άλλοτε σε πλάγιο λόγο («είπε η Λυσιστράτη», «είπε ο Πρόβουλος»), δίχως εμφανή λογική ή σχέδιο. Με λεκτική σύνταξη και παράταξη που έκανε τον γράφοντα να γελάσει, όταν άκουσε θεατή, πίσω, να τις αποδίδει σε «απλό Google translate» (εξού και μεταφέρεται ως ανέκδοτο).
Οσοι θεατές είχαν έστω περιορισμένες –αρχαιολογικές –γνώσεις δεν άφησαν ασχολίαστο τον ισχυρισμό που ακούστηκε (Προσθήκη, άραγε; –πάντως, πληροφορίες λένε ότι ο συγγραφέας δεν εμφανιζόταν ευχαριστημένος με τις παρεμβάσεις και τις προσθήκες), ότι το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς –θαύμα του αρχαίου κόσμου –ήταν ορατό ώς το Σούνιο, ενώ, με βάση ιστορικές πηγές, πλοία που έπλεαν ανοιχτά του Σουνίου μπορούσαν να δουν το γιγαντιαίο χάλκινο άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς, στημένο ανάμεσα στο Ερέχθειο και τα Προπύλαια.
Οταν έσβησαν για κοντά ένα τέταρτο τα φώτα στο αρχαίο θέατρο για να ακουστούν, απρόσκοπτα, οι νυχτερινοί διάλογοι της «Λυσιστράτης» κατά Μαρμαρινό και Δημητριάδη, αποκαλύφθηκε μεν στην ουράνια μεγαλοσύνη του ο αστερισμός της Μεγάλης Αρκτου πάνω από την ορχήστρα, αποκλείστηκαν όμως οι αγγλικοί υπέρτιτλοι, κάνοντας πολλούς τουρίστες να διαμαρτυρηθούν. Το σκηνικό σκοτάδι συνδυάστηκε και με το μεγαλύτερο κύμα φυγής θεατών από το άνω διάζωμα, όχι δίχως διαμαρτυρίες επειδή δεν άκουγαν καλά στα ψηλά (έξω από την περισχοίνιση) και όχι δίχως ατάκες «Εκανε παράσταση για τις δέκα πρώτες σειρές;». Οπως έκανε τεχνικούς και φύλακες να επιδίδονται σε διαλόγους του στυλ «Κοίταξε τις ασφάλειες», «Μπα, είναι σκηνοθετικό».
Αν εξαιρέσουμε, ίσως, την Αγλαΐα Παππά (Βοιωτή, αλλά και «φωνή» του Πρόβουλου και και και, καθώς οι γυναίκες του Χορού δεν είχαν συγκεκριμένους ρόλους αλλά εναλλάσσονταν ή γίνονταν φερέφωνα ρόλων), που έχει επιδαύρια εμπειρία και γυμνασμένη φωνή, οι περισσότερες «πρωταγωνίστριες» δεν κατάφερναν να στείλουν τον λόγο ώς το άνω διάζωμα, ούτε μέσω των διακριτικά τοποθετημένων, περιμετρικά της ορχήστρας, μικροφώνων. Κάτι που δυσκόλευε και η εκφορά του λόγου, με εξαίρεση ίσως τη Μαρία Σκουλά και το κουαρτέτο των «γηραιών» ανδρών: Θέμη Πάνου, Γιάννη Βογιατζή, Γιώργου Μπινιάρη, Χάρη Τσιτσάκη. Ενώ η Λυσιστράτη / Λένα Κιτσοπούλου –που μαζί με τις πλέον εύσωμες του θιάσου και τους άνδρες δεν αποκάλυψε ούτε μία στιγμή ολόγυμνο το κορμί της, σε μια αισθητική(;) επιλογή του γυμνού –δεν ακουγόταν ούτε στα στημένα επί σκηνής μικρόφωνα. Πόσω μάλλον οι στίχοι τραγουδιών των Στράτου Διονυσίου και Γιάννη Πουλόπουλου, για «της γυναίκας την καρδιά (που) είναι μια άβυσσος» και το «Αγαλμα», με τα οποία εμφόρησε σε μια λαϊκή έξαρση –κι ας αντιτάχθηκε επανειλημμένα στην επιθεωρησιακή λογική επιδαύριων αριστοφανικών εγχειρημάτων –την παράσταση του Εθνικού ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.
Τα εύκολα λεκτικά «αστεία», ειδικά όσα αφορούν το κάτω σώμα, τα οποία έχει θεωρήσει ότι κάποιοι χρησιμοποιούν ως φτηνά «επιθεωρησιακά» τεχνάσματα, δεν φρόντισε να τα αποφύγει στην πρώτη αναμέτρησή του με αριστοφανική κωμωδία, όπως σχολίασαν πολλοί. Συνεπικουρούμενος από τις εκτός κειμένου, όπως φάνηκε, στιγμές υστερίας της Λένας Κιτσοπούλου, υποκριτικά κλισέ της πολυπαιγμένα και πολυϊδωμένα, που μάλλον στόχο είχαν να αποκρύψουν τον –διόλου λυσιστράτειο –πόθο της και τη βιάση της να αρπάξει το ντέφι και το ρεμπέτικο μικρόφωνο σε χασαποταβέρνα της Σαντορίνης, μόνιμη καλοκαιρινή επωδό της τα τελευταία χρόνια.
Ο σκηνοθέτης πάντως δεν έκανε την τιμή στο κοινό, το οποίο και γέλασε με την –αριστοφανικής προέλευσης, είναι η αλήθεια –ενδοκρινολογική γενετήσια λεξιλαγνία του μεταφραστή και ανταποκρίθηκε στα εύκολα λεκτικά αστεία (όσοι τα άκουσαν, βεβαίως) και χειροκρότησε, να υποκλιθεί από σκηνής στην πρεμιέρα της «Λυσιστράτης» του. Που ήταν και η πρώτη της επαφή με κοινό, καθώς απέκλεισε εμμονικά την παρουσία θεατών στην πρόβα τζενεράλε της Πέμπτης (βέβαια, κάποιοι Λυγουριώτες σκαρφάλωσαν στα ψηλά, με κιάλια, για να απολαύσουν καλλιτεχνικό οφθαλμόλουτρο γύμνιας), ακόμη και μια παρέα θεατρολόγων που ήρθαν από το Ναύπλιο και παρακάλεσαν επίμονα για την είσοδό τους.
Η αιτία της αποχής του στην πρεμιέρα (όχι όμως και το Σάββατο, που έδωσαν το «παρών» πολλοί ηθοποιοί και κοσμικοί), παρότι τον αναζήτησαν επίμονα οι ηθοποιοί, δεν επιβεβαιώθηκε ότι σχετιζόταν με τη φημολογούμενη παραίνεση, μετά τη γενική πρόβα, του διευθυντή του Εθνικού «μην απαντήσετε αν σας γιουχάρουν» (ενθυμούμενος, ίσως, την αντίδραση «Ελεος!» του Ιάσονα / Νίκου Ψαρρά στην κατά Βασίλιεφ «Μήδεια» του 2008, που εξαγρίωσε το διαμαρτυρόμενο κοινό). Από κύκλους του Εθνικού αποδόθηκε σε «συστολή» ή σε «άποψη».
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Το καλλίπυγον κάποιων γυναικών στην πασαρέλα του γυμνού και δη των ωριμότερων, όπως η Αθηνά Μαξίμου και
η Αγλαΐα Παππά. Το γυμνό που δεν σοκάρισε όσοτο γυμνό της αδυναμίας της μετάφρασης. Τα κοστούμια (Μαγιού Τρικεριώτη). Ο βωβός Πρόβουλος / Αιμίλιος Χειλάκης. Το «πεφωτισμένο πέος» στο σκοτάδι της σκηνής (σε αντίστιξη προς τα «παλλόμενα πέη» του Γιαν Φαμπρ;).\
του Αριστοφάνη. Οι υστερίες και η φωνητική αδυναμία της Λυσιστράτης –Λένας Κιτσοπούλου. Η ευκολία των (επιθεωρησιακού τύπου / κάτω σώματος) «αστείων». Η διάρκεια:κάπου 140 λεπτά.