«Κόκκινες ουλές» επιγράφεται η συλλογή των δεκαεπτά μικρών ιστοριών με τις οποίες κάνει την πρώτη της εμφάνιση ως πεζογράφος η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ Μαίρη Μικέ. Πρόκειται για σημάδια πάνω σε πάσχοντα σώματα γυναικών αντιμέτωπων δραματικά και μοιραία με χαλεπές όψεις της Ιστορίας, ακοίμητες αγωνίες και βαθιές εσωτερικές πληγές. Καθρεφτίσματα του γυναικείου ψυχισμού με πολλαπλές εστιάσεις από την καθημερινότητα της λαϊκής γειτονιάς έως τις ευρύτερες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που προέκυψαν από τα μεγάλα γεγονότα και καλούν τις πρωταγωνίστριες των ιστοριών να υπερβούν δεινές προκλήσεις και κορυφαία διλήμματα. Είναι γυναίκες που ασφυκτιούν σε ρόλους που καταναγκαστικά επωμίστηκαν, ρόλους που επέβαλαν και επιβάλλουν η οικογένεια, οι αναχρονιστικές πλευρές της παράδοσης, ο περίγυρος, τα άτεγκτα στερεότυπα και οι αποκλεισμοί, οι βαθιά ριζωμένες προλήψεις, η ιστορική συγκυρία, η αντικειμενική ανάγκη, ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος που συνηθίζει να τον ασκεί με «ψιθύρους και λοξά βλέμματα» η περίκλειστη τοπική κοινωνία.
Πάνω στα αποκαΐδια
Ο ιστορικός χρόνος της κυρίαρχης τριτοπρόσωπης αφήγησης, πλάγια υποδηλούμενος, απλώνεται από τα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια –όταν κανόνας της καθημερινότητας ήταν το εκδικητικό μένος, τα πολιτικά πάθη, η οικονομική εξαθλίωση μιας ρημαγμένης υπαίθρου, η φυγή των ανθρώπων στο εξωτερικό –έως τα χρόνια της δικτατορίας και την εντελώς σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα που διηθείται επώδυνα στη γυναικεία ψυχή και συνείδηση. Την ίδια στιγμή οι ιστορίες λειτουργούν και ως πραγματεία για τα κοινωνικά ήθη είτε ενός κόσμου που άρχιζε να διαμορφώνεται πάνω στα αποκαΐδια που άφησαν οι μεγάλες ιστορικές δοκιμασίες είτε του σύγχρονου κόσμου που συνθλίβεται διαχρονικά κάτω από το βάρος της σκοπιμότητας, της ιδιοτέλειας και της υποκρισίας της κάθε μορφής θεατής και αθέατης εξουσίας. Μια έμμεση ίσως υπόμνηση ότι η υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης της γυναίκας παραμένει ανοιχτή. Μια άμεση αναγωγή του ανθρώπινου εν γένει σωματικού και ψυχικού πόνου στη θέση του μείζονος βαρόμετρου της ατομικής και συλλογικής συνθήκης.
Στην πρώτη ιστορία πρωταγωνιστούν γυναίκες εξόριστες για τα φρονήματά τους στα ξερονήσια της φυσικής και ηθικής δοκιμασίας, που αποφασίζουν να ανεβάσουν επί σκηνής την τραγωδία «Τρωάδες» για να παραστήσουν τη δική τους αιχμαλωσία μέσα από τα λόγια των ηρωίδων του Ευριπίδη, σε μια συμβολική αλλά και πραγματική συνομιλία ομόλογων ρόλων ανάμεσα στο παρόν και το απώτερο μυθικό παρελθόν: «Το αίμα του μύθου και της ιστορίας άρχισε να κυλάει αργά και βασανιστικά στις φλέβες μας. Φορτίο αιώνων από αφανισμούς, εξανδραποδισμούς και καταστροφές στοίχειωσε και περνούσε από μπροστά μας» (σ. 11). Βιωματική ενστάλαξη του πραγματικού πόνου μέσα στο κοστούμι του ρόλου που έγινε «κομμάτι από τις σάρκες τους».
Δραστικός ρεαλισμός
Στις ιστορίες που ακολουθούν εικονογραφούνται με δραστικό ρεαλισμό και πηγαία αισθαντικότητα στην αποτύπωση της σημαίνουσας λεπτομέρειας γυναίκες ταυτόσημες με την έννοια της καρτερικότητας, θυσιασμένες στη δούλεψη των άλλων και στους πληκτικούς ρυθμούς μιας συσκευασμένης και υποταγμένης ζωής. Γυναίκες εγκλωβισμένες σε ένα βαλτώδες κοινωνικό τοπίο που το καθορίζουν η σκληρή βιοπάλη και ο προαναγγελθείς θάνατος των ονείρων για ατομική καταξίωση. Γυναίκες που σαν τη Ζωή τέθηκαν στο κοινωνικό περιθώριο, αποδιωγμένες και αμελητέες παρουσίες, δοκιμασμένες από τη βία και την ταπείνωση, φορτωμένες με άδικες τύψεις ή ξένες ενοχές. Γυναίκες με φυσική μειονεξία σαν τη μουγκή Σταμάτα («όνειδος» για την ευπρεπισμένη υποκρισία του περίγυρου), ανεπιθύμητες παρείσακτες, εύκολοι στόχοι για τη γειτονιά που αρέσκεται να λοιδορεί επιδαψιλεύοντας μειωτικούς χαρακτηρισμούς. Γυναίκες σαν τη Νατάσα, σφαχτάρια στον πολτό της υποκοσμικής διαπλοκής και του πορνικού θεάματος. Γυναίκες λαθρόβιες υπάρξεις σαν τη μεγαλοκοπέλα Ελενίτσα ψάλλουν την ελεγεία των ανεκπλήρωτων προσδοκιών τους μέσα στη δίνη των απεγνωσμένων και οριακών σκέψεων για φυγή και απόδραση. Γυναίκες ξενιτεμένες σαν τη Νίκη βασανίζονται από την τυραννική θύμηση των παιδιών τους που αφήνουν στην κάρτα το περίγραμμα της παλάμης τους για να δει η μητέρα τους πόσο μεγάλωσαν. Γυναίκες που έμαθαν να κλαίνε χωρίς δάκρυα. «Οι αληθινές μορφές είναι τυραννισμένες» λέει ο στίχος της Ζωής Καρέλλη στο ποίημά της «Οι ουλές».
Ενας τραγικός χορός σημαδεμένων σωμάτων που θρηνούν με βουβή στωικότητα για την απώλεια των αγαπημένων προσώπων, αναζητούν ήχους, χρώματα και γεύσεις από το μακρινό παρελθόν «σε σκεβρωμένα συρτάρια του πατρικού σπιτιού», υμνούν την ισόβια εγκατοίκηση των ημιτελών ερώτων και των ανομολόγητων μυστικών στην ψυχή, περιγράφουν τους ηράκλειους αγώνες για επιβίωση σε συνθήκες μοναξιάς και ορφάνιας, αποκαλύπτουν απωθημένα και ενταφιασμένα «θέλω», πικρές στοιβαγμένες αλήθειες που δεν ειπώθηκαν και τραύματα που κακοφόρμισαν προκαλώντας τριγμούς στον διάκοσμο της προσποίησης, της συγκάλυψης και του ψεύδους.

Ο νόμος της ζωής

Οι επιθυμίες ανοίγουν πληγές

Η Μικέ θεματοποιεί και αισθητοποιεί τις κόκκινες ουλές γυναικών που δοκιμάστηκαν ιστορικά, ψυχικά και σωματικά. Η ουλή επιμένει να υπάρχει ως ορατή και ανεξάλειπτη υπόμνηση του παλιού λανθάνοντος τραύματος και μαζί της ζώσας οδύνης. Η Ζωή Καρέλλη στο ποίημά της «Οι ουλές» γράφει ότι οι επιθυμίες ανοίγουν πληγές «που μένουν ανοιχτές και δεν περνούν/πληγές που μας πονούν (…) Περνάει καιρός και κλείνουν, /γιατί πρέπει να ζήσουμε/ όμως σημάδια αφήνουνε/ουλές, που φαίνονται άσχημες, βαθιές». Και πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να αιμορραγήσει η παλιά πληγή αν τύχει και ξύσουν την ουλή η ανάλγητη κοινωνική σύμβαση και η κάθε μορφής βία. Στην κορυφαία πράξη του δράματος, όταν η αφηγήτρια καλεί όλες αυτές τις γυναίκες σε μυστικό νεκρόδειπνο, επισφραγίζεται σε κλίμα πεσιμισμού και ματαιότητας ο αμείλικτος νόμος της ζωής που συνοψίζεται απολογιστικά σε τέσσερα γράμματα: Λήθη. Η στυφή γεύση της πίκρας των συνδαιτυμόνων του νεκρόδειπνου για τις αδικαίωτες θυσίες είναι παραπάνω από αισθητή: «…πώς θα κλείσουν οι ουλές μας, ποιος να μας θυμηθεί! Χαρτιά οι ζωές μας σκίζονται, πέτρα μικρή ο θάνατός μας κατρακυλάει, βυθίζεται και λησμονιέται, κόκκοι της άμμου τα συναισθήματά μας χάνονται, ξερά πεσμένα φύλλα οι πράξεις μας εξανεμίζονται, στάχτη η λύπη μας σκορπίζει…». Μόνη όαση στην ξηρασία της λήθης προβάλλει η γραφή, ο εύφορος λειμώνας της μνήμης.

Μαίρη Μικέ

Κόκκινες ουλές

Εκδ. Ικαρος, 2016, σελ. 136

Τιμή: 13 ευρώ