Η κυρία Eστερ ενώ βάδιζε στη Λεωφόρο Βένκχαϊμ μιας μικρής ουγγρικής πόλης «σκεφτόταν ικανοποιημένη πως η μη αναστρέψιμη διαδικασία καταστροφής, χάους και διάλυσης, προχωρούσε κανονικά, σύμφωνα με τους δικούς της απαραβίαστους νόμους, και μέρα με τη μέρα έσφιγγε ο κλοιός…». Στο χάος και στη διάλυση συνηγορούσαν και άλλα φαινόμενα, εξωτερικά, κακοί οιωνοί που δεν ήταν παρά το «ακατέργαστο υλικό μιας νέας τάξης πραγμάτων».
Γεγονότα και δεισιδαιμονίες οδηγούν σε μια Αποκάλυψη που κορυφώνεται με την άφιξη ενός παράξενου τσίρκου με τη βαλσαμωμένη φάλαινα, στημένο στη μέση της πλατείας. Ανθρωποι και ποντίκια, η γη και ο υπόκοσμος μοιάζουν να περιμένουν μια τρομακτική αλλαγή με φόντο ένα μουντό τοπίο, το πλήθος ανυπόμονο και επιφυλακτικό, βυθισμένο στη σιωπή, καθώς στην πόλη εισβάλλει μια ομάδα ταραξιών που αποδιοργανώνει ό,τι έχει απομείνει στη θλίψη της, καίγοντας το σινεμά, γκρεμίζοντας αναίτια στο διάβα της, κακοποιώντας τους ανήμπορους.
Ανάμεσα σε ανθρώπους και υπανθρώπους κυκλοφορεί ο Βάλουσκα, ο τρελός της πόλης, ο ταπεινός προφήτης που αφουγκράζεται τα αστέρια, που αδιαφορεί για τους εφήμερους τρόμους και φέρνει σε αμηχανία την αυταρχική κυρία Εστερ, την κολλητή του αστυνόμου. Ο άντρας της, έγκλειστος στο σπίτι, αρνείται να καταγράψει τη διαταραγμένη κοινωνία, προσπαθώντας να κουρδίσει το πιάνο του σε νέες αρμονίες για να απαλλαχθεί από τον θόρυβο του περιβάλλοντος κόσμου. Η δική του αντίσταση είναι μουσική.
Ο κυρία Εστερ τελικά θα παραιτηθεί από κάθε προσφυγή στη λογική όπως και ο Βάλουσκα από τη γειωμένη του πορεία, καθώς βυθίζεται σε μια υπαρξιακή έκσταση. Η κυρία Εστερ επωφελείται αφού η αταξία θα επιφέρει στην πόλη μια νέα τάξη, ενός πιο ολοκληρωτικού συστήματος με την εισβολή των τανκ στην πλατεία.
Ομως και οι τρομοκράτες, άλογοι και ανελέητοι, έχουν εξαντλήσει πια όλες τις καταστροφικές τους ορμές και αντιλαμβάνονται ότι η φονική τους αποστολή έφτασε στο τέρμα. Η νέα αστυνομική τάξη ακριβώς αυτό περίμενε: το «χρήσιμο» πέρασμά τους. Ο Βάλουσκα θα καταλήξει σε ψυχιατρικό ίδρυμα ως κινηματίας, ενώ η μάνα του και αντίπαλος της Εστερ, η κυρία Πφλάουμ, με την οποία ανοίγει το μυθιστόρημα πάνω σε ένα τρένο, θα κηδευτεί ως ηρωίδα.
Οι λιγοστοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος βιώνουν τις αλλαγές μέσα τους και έξω με έναν βίαιο τρόπο ή σαν να επιδέχονται μια επιφοίτηση πέρα από το καλό και το κακό. Κεντρικός αφηγητής είναι η ροή της συνείδησής τους. Ο κάθε χαρακτήρας εστιάζει με τη δική του ματιά, κάτοικοι, τρομοκράτες, ακόμη και οι απρόσωποι «αποδομητικοί παράγοντες» στο φινάλε του βιβλίου όπου περιγράφεται με εργαστηριακή ακρίβεια η βιολογική αποσύνθεση ενός νεκρού σώματος, η απονεκρωμένη συνείδηση της έμβιας κοινωνίας.
Τι απομένει; Μια μικρής έκτασης εξέγερση, μια αδικαιολόγητη εισβολή, η επιβαλλόμενη «τάξη» με φόντο μια πόλη τη δεκαετία του ’80, στην Ουγγαρία. Η συμβολική αναφορά στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν της χώρας θα ήταν επιπόλαιη αλλά δεν μπορείς να την παρακάμψεις (το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1989). Ας αναλογιστούμε όμως ταυτόχρονα την προβολή του στη σημερινή Ουγγαρία των εθνικιστικών αναταραχών χωρίς να υπολείπονται άλλες ευρωπαϊκές και υπερατλαντικές υπερδυνάμεις.
Το μυθιστόρημα του Λάζλο Κρασναχορκάι είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, μια μαύρη κωμωδία, ασπρόμαυρα μεταφερμένη και στον κινηματογράφο από τον Μπέλα Ταρ με τίτλο «Αρμονίες του Βερκμάιστερ» (από το ομώνυμο δεύτερο κεφάλαιο του μυθιστορήματος).
Τονίστηκε ότι το βιβλίο παραπέμπει στον Μέλβιλ λόγω της αποσυντιθέμενης φάλαινας που εμφανίζεται ανεξήγητα και έτσι παραμένει, ένας δούρειος ίππος του αλλόκοτου και του λογοτεχνικού αλλά θα προσθέταμε και λόγω μιας λοξής «αφηγηματικής επικότητας» που ενδυναμώνεται σταδιακά. Θυμίζει σκηνικά τον Κάφκα αλλά χωρίς την απροσδιοριστία του. Εχει την ασυδοσία και το ακαταλόγιστο των ηρώων του Μπέρνχαρντ.
Ομως θυμίζει και τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογέφσκι στη μικρή ρωσική πόλη, τους παράφορους μηδενιστές, τη ματαιότητα της εξέγερσής τους. Ακόμη και τους στερεοτυπικούς χαρακτήρες, «νομάρχης», «αστυνόμος», εκεί θα τους βρεις όπως και στην ατμόσφαιρα του κωμικοτραγικού, του μαύρου εφιάλτη.
Ποιος είναι
«Ενας τεχνίτης της αποκάλυψης»
Ο Λάζλο Κρασναχορκάι γεννήθηκε το 1954 στην πόλη Γκιούλα της Ουγγαρίας. Σπούδασε Νομικά και Φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Ζέγκεντ και της Βουδαπέστης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ούγγρους συγγραφείς. Εχει τιμηθεί με πολλά βραβεία (ανάμεσά τους το βραβείο Kossuth, που αποτελεί την πιο σημαντική διάκριση της Ουγγαρίας, και το γερμανικό βραβείο Bestenliste-Prize). Η Σούζαν Σόνταγκ τον έχει περιγράψει ως «τον σύγχρονο ούγγρο τεχνίτη της αποκάλυψης που έλκει τη σύγκριση με τον Γκόγκολ και τον Μέλβιλ». Ο Β.Γκ. (Μαξ) Ζέμπαλντ έχει γράψει πως «η παγκοσμιότητα του οράματός του συναγωνίζεται εκείνη των νεκρών ψυχών του Γκόγκολ και ξεπερνά κατά πολύ όλα τα ελάσσονα ενδιαφέροντα της σύγχρονης συγγραφικής παραγωγής». Το 2015 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ. Ηταν ο πρώτος Ούγγρος που το κέρδισε. Δύο βιβλία του, «Το τανγκό του Σατανά» και η «Μελαγχολία της αντίστασης», έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον φίλο του σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, για τον οποίο έχει γράψει επίσης πρωτότυπα σενάρια.
Laszlo Krasznahorkai
Η μελαγχολία
της αντίστασης
Μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου,
εκδ. Πόλις 2016,
σελ. 416
Τιμή: 18 ευρώ