«Το μαγικό βουνό» είχα τη μεγάλη τύχη να το διαβάσω μόλις τελείωσα το Λύκειο, ενώ ταυτοχρόνως άρχιζα τη γνωριμία μου με το έργο των φιλοσόφων του Διαφωτισμού. Για μένα όμως τότε η δικτατορία του προλεταριάτου και όχι ο Διαφωτισμός εξέφραζε την επαγγελία της προόδου. Στο παρουσιαζόμενο βιβλίο αυτήν την επαγγελία την εκπροσωπεί ένας ιησουίτης εβραϊκής καταγωγής, ένας εκπρόσωπος του δαιμονιακού στοιχείου, ένας εχθρός του χρήματος και του εμπορίου, ο Λέον Νάφτα. Για τον Νάφτα η θεοδικία ανάγεται στο ότι το καλό του Θεού δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το κακό του δαίμονα. Θεός και δαίμονας, αν όχι το ίδιο, τουλάχιστον μαζί. Από την άλλη στέκεται ο ιταλός συγγραφέας και ουμανιστής Σετεμπρίνι, ο οποίος εκφράζει τη λογοκεντρική αρχή του Διαφωτισμού. Ναι, εδώ έχουμε τους εκπροσώπους της αιώνιας σύγκρουσης ανάμεσα στη γερμανική κουλτούρα και τον γαλλικό πολιτισμό. Αλλά αυτό είναι μόνο η μία όψη του βιβλίου.
Προσπαθούσα τότε να ξεφύγω από τον μαρξισμό των σοβιετικών εγχειριδίων και έβλεπα με κάπως καλύτερο μάτι τον Διαφωτισμό, παρόλο που για μένα παρέμενε η θεωρία του αστισμού. Του οποίου και τώρα πιστεύω πως είναι, μόνο που τώρα αυτό για μένα είναι θετικό στοιχείο, ενώ τότε ήταν ένα βήμα πίσω από την «πλέρια» δημοκρατία της δικτατορίας του προλεταριάτου. Δεν κρύβω ότι «Το μαγικό βουνό» με μπέρδεψε. Ενας ιησουίτης κομμουνιστής; Αλλά ταυτοχρόνως με σημάδεψε και με σημαδεύει ακόμη και τώρα ως το βιβλίο που καθόρισε όχι τη σκέψη μου, αλλά ως το βιβλίο που καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να μεθοδεύσω και να οργανώσω τη σκέψη μου. Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Και σήμερα, αν γινόμουν πάλι 18 ετών, πάλι από αυτό το βιβλίο θα άρχιζα.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί «Το μαγικό βουνό» ως μυθιστόρημα χωρίς μύθο και ιστορία; Ενας φέρελπις αστός, τελειόφοιτος μηχανικός ναυπηγός, αποφασίζει να επισκεφθεί τον άρρωστο από μια μορφή φυματίωσης εξάδελφό του, τον στρατιωτικό Γιοάχιμ Τσίμσεν, στο ελβετικό σανατόριο Μπέργκχοφ στο Νταβός. Η επίσκεψη θα ήταν τριών εβδομάδων. Εκεί ανακαλύπτει ότι πάσχει και αυτός από την ίδια ασθένεια και παραμένει επτά χρόνια, μέχρι να επιστρέψει στα «πεδινά» με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Φαίνεται εκεί να συμβαίνουν λίγα πράγματα. Η μεγάλη μάχη με τον χρόνο, κάποιοι έρωτες, ανικανοποίητοι, κάποιες παρέες που στήνονται πρόχειρα, κάποια κουτσομπολιά, 28 συνταγές για σάλτσα ψαριών, πόρτες που κλείνουν με θόρυβο, χαρτοπαιξίες, πλήξη, ανθρώπινες κακίες, συκοφαντίες κ.λπ. Δεν είναι έτσι. Βεβαίως ο Μαν βάζει με μαστοριά δυο πολύ διαφορετικούς τύπους να εκφράσουν σε αυτήν του εδώ τη μυθιστορία τη μεγάλη αντίθεση κουλτούρας – πολιτισμού, αλλά και τη διαμάχη χρόνου και χώρου, φύσης και πολιτισμού. Μια αντίθεση που ταλανίζει τη γερμανική ιστορία αλλά και τη γερμανική κοσμοθεώρηση των πραγμάτων.
Κάτι όμως δεν μου πήγαινε εδώ. Αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Σετεμπρίνι αποτύπωνε πλευρές του ίδιου του συγγραφέα, κάπου διέβλεπα ότι ο Μαν με το υποδόριο χιούμορ του υπέσκαπτε και παρωδούσε τόσο τον Σετεμπρίνι όσο και τον Διαφωτισμό του. Διαβάζοντας πολύ αργότερα τους «Στοχασμούς ενός απολιτικού» (στα ελληνικά από την Ινδικτο, μτφ. Μαντώ Πουλή), οι οποίοι δημοσιεύονται το 1918, τη χρονιά της γερμανικής συνθηκολόγησης, όσο ακόμα ο Μαν συνεχίζει να γράφει «Το μαγικό βουνό», το οποίο άρχισε να το γράφει το 1912-13 και το ολοκλήρωσε 12 χρόνια αργότερα, το 1924, έκλινα προς την άποψη ότι εδώ στην περσόνα του Σετεμπρίνι ο Μαν διακωμωδεί τον εκπρόσωπο της «γαλλικής εκλέπτυνσης» στη Γερμανία και αδελφό του, τον Χάινριχ Μαν, τον κατά Τόμας Μαν «πνεύμα της ελπιδοφόρας ηττοπάθειας». Διαβάζοντας πάλι τώρα «Το μαγικό βουνό», κλίνω προς την άποψη που υποστηρίζει ότι και οι δύο στοχαστές και ο μαθητής τους, ο Χανς Κάστορπ, παρόλο που υποστηρίζουν τόσο διαφορετικά πράγματα, συνθέτουν μια περσόνα, αυτή του ίδιου του συγγραφέα.
Ενας τεράστιος συγγραφέας και νομπελίστας (1929), ο οποίος κινείται σε όλα του τα έργα, αλλά ιδιαιτέρως εδώ, μεταξύ ενός ρομαντικού αντικαπιταλισμού και αντιαστισμού και ενός ρομαντικού επαναστατικού αστικού βολονταρισμού. Η αέναη πάλη μεταξύ του νεκρού και του ξανακερδισμένου χρόνου σε φιλοσοφική ενδυμασία. Ο Μαν τάσσεται κατά της προερχόμενης από την επιστήμη αλλοτρίωσης, αλλά συνάμα γνωρίζει πολύ καλά ότι χωρίς την επιστήμη ο ίδιος δεν θα υπήρχε. Δεν είναι τυχαίο που προς το τέλος βάζει τον ήρωά του Χανς Κάστορπ να συμμετέχει σε αυτό που ονομάζει «ύποπτα πράγματα» και συνίσταται σε μια συνεδρία κλήσης των πνευμάτων των νεκρών. Την ώρα λοιπόν που κάνει την εμφάνιση στο σκοτεινό δωμάτιο ο νεκρός ήδη εξάδελφος Γιοάχιμ, ο Κάστορπ ανάβει τα φώτα για να φύγει η«οπτασία». Η επιστημονική πλευρά του μηχανικού Κάστορπ δεν αντέχει τη μυστικιστική του πλευρά. Κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, ο Κάστορπ είναι μια «άγραφη σελίδα», ένας μέτριος νεαρός, τον οποίο όμως η διαμάχη μεταξύ Σετεμπρίνι και Νάφτα, η διαμάχη μεταξύ του άρρωστου εκπροσώπου της υγείας και του επίσης άρρωστου εκπροσώπου της ασθένειας, η διαμάχη δυο «παιδαγωγών», μετατρέπει σε ιδιαίτερα αξιόλογο μαθητή και άνθρωπο.
Ο Χανς Κάστορπ αρχικά μοιάζει σαν αυτόν τον θεατή αγώνα τένις που είναι υποχρεωμένος για να παρακολουθεί τον αγώνα να στρέφει το κεφάλι του μια από τη μία πλευρά του γηπέδου και μια από την άλλη. Αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο Μαν γράφει ότι ο Κάστορπ ακούει, αλλά τελικά στρέφει το κεφάλι του σε άλλη κατεύθυνση, τη δική του. Με άλλα λόγια, η διαμάχη των δυο στοχαστών μετατρέπει τον «μέτριο νεαρό» σε αυτόνομη και ανεξάρτητη ατομικότητα. Τον μετατρέπει, σε τελική ανάλυση όπως θα έλεγε και ένας μαρξιστής, σε αυτόνομο άτομο του κόσμου του Διαφωτισμού.
Ο Κάστορπ ακούει τις κατά Σετεμπρίνι δυο αρχές που αντιμάχονται για την κυριαρχία στον κόσμο: «η εξουσία και το δίκιο, η τυραννία και η ελευθερία, η δεισιδαιμονία και η γνώση, η αρχή της στασιμότητας και η αρχή της αέναης κίνησης, της προόδου». Οι πρώτες αρχές εκπροσωπούνται από την ασιατική πλευρά (εδώ συμπεριλαμβάνει την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία, ίσως και τη Γερμανία) και οι δεύτερες αρχές από την Ευρώπη. Γι’ αυτόν όμως τον ουμανιστή ο κόσμος και η πρόοδος δεν είναι μόνο φιλοσοφία. Είναι και λογοτεχνία. Μάλλον ακριβέστερα λογοτεχνία είναι «η συνένωση του ουμανισμού με την πολιτική». Αϊντε να το πεις αυτό σε μερικούς σημερινούς πολιτικούς που για να ανοίξουν ένα βιβλίο πρέπει να τους υποσχεθείς τουλάχιστον επανεκλογή, αν όχι υπουργοποίηση ή και πρωθυπουργοποίηση. Με τα γνωστά αποτελέσματα.
Ο «σκοταδιστής» Νάφτα είναι υπέρμαχος μιας «χριστιανικής;» δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτός γνωρίζει πολύ καλά εκ των έσω ότι ο χριστιανισμός και όχι μόνο το Ισλάμ, όπως νομίζουν κάποιοι σημερινοί συγγραφείς, στηρίχθηκε στο ξίφος. Αναφέρει τη ρήση του Γρηγορίου του Μεγάλου, του κατά Νάφτα ιδρυτή του κράτους του Θεού, σύμφωνα με την οποία είναι «καταραμένος ο άνθρωπος που συγκρατεί το ξίφος του από το αίμα». Κατά τον Νάφτα, ο εκπρόσωπος του ξίφους στην εποχή του είναι το προλεταριάτο, το σύγχρονο κίνημα του κομμουνισμού. Κάποιοι διαβάζουν εδώ την αντίληψη για έναν χριστιανικό κομμουνισμό. Αντιθέτως, πιστεύω ότι ο ιησουίτης Νάφτα γνωρίζει σαν άλλος Νίτσε ότι ο χριστιανικός Θεός έχει πεθάνει. Γι’ αυτόν χριστιανισμός είναι πλέον ο κομμουνισμός και το προλεταριάτο είναι ο σύγχρονος Χριστός. «Το χρήμα θα γίνει Καίσαρ» και γι’ αυτό το «αίτημα της εποχής μας δεν είναι η χειραφέτηση και η ανάπτυξη του εγώ. Αυτό που χρειάζεται, αυτό που απαιτεί, αυτό που θα δημιουργήσει, είναι… ο τρόμος». Ο τρόμος είτε με την εκκλησιαστική του μορφή (χριστιανισμός) είτε με την πολιτική του (κομμουνισμός) είναι αφέντης αυτού του κόσμου. Επίσης για τον Νάφτα αφέντης είναι η αρρώστια που εκλεπτύνει το σώμα, ενώ για τον Σετεμπρίνι η μεγαλύτερη πληγή για τον άνθρωπο είναι η αρρώστια και η φύση της.
Τι επιλέγει ο Κάστορπ; Πρέπει να επιλέξει «ανάμεσα στον ευφραδή ουμανισμό και στην αναλφάβητη βαρβαρότητα»; Οχι, αυτός συμφιλιωτικά επιλέγει να βρίσκεται στην πλευρά του ανθρώπινου. Δεν το λέει όμως σε κανέναν «για να μην εκνευρίσει τα δυο πνεύματα». Ο «μεσαίος χώρος» που φυσικά γελοιοποιεί ένα πνεύμα σαν του Τόμας Μαν.

Δύο αναγνώσεις

«Είναι σαν μια συμφωνία, ένα έργο αντίστιξης»

Ανέφερα παραπάνω ότι δεν συμβαίνουν και πολλά πράγματα στο βιβλίο. Μάλλον το σωστό θα ήταν να πω ότι συμβαίνουν πολλά καθημερινά πράγματα, αλλά η φιλοσοφική χροιά τα κάνει να φαίνονται δευτερεύοντα. Και όμως, ο ανολοκλήρωτος έρωτας του Κάστορπ με την παντρεμένη ρωσίδα αριστοκράτισσα Κλάβντια Σοσά μάς κρατάει την ανάσα, όχι για το τι πρόκειται να γίνει.

Τίποτα δεν θα γίνει, αυτό είναι ξεκάθαρο από την αρχή. Αλλά για τη συζήτηση που κάνει μόνο μία φορά στα γαλλικά, τα οποία δεν γνωρίζει πολύ καλά ο Κάστορπ, θεωρεί όμως πως έτσι θα μπορέσει να εκφράσει με καλύτερο τρόπο, σε μια λιγότερο οικεία του γλώσσα, τα αισθήματά του.
Η συζήτησή τους για τον έρωτα αποτελεί κάτι το εκπληκτικό.
Το κεφάλαιο «Το χιόνι» είναι το μόνο στο οποίο φαίνεται να προκαλεί λίγο την αγωνία του αναγνώστη. Εκεί ο Κάστορπ χάνεται στο βουνό λόγω μιας χιονοθύελλας. Απελπισμένος ότι δεν θα επιστρέψει, ακουμπά σ’ έναν τοίχο μέσα στο πουθενά. Και τότε ονειρεύεται τα πιο τρελά όνειρα που έχω διαβάσει στη λογοτεχνία. Ολο αυτό κρατά λιγότερο από μισή ώρα, αλλά φαίνεται να κρατά μια ζωή. Ο ήρωάς μας ξυπνά, η χιονοθύελλα καταλαγιάζει και επιστρέφει στο σανατόριο.
Συγκλονιστικό είναι και το κεφάλαιο «Ο χορός των νεκρών», όπου τα δυο εξαδέλφια επισκέπτονται το λεγόμενο «νεκροταφείο των νέων».
Παρόλο που ο Νάφτα μπαίνει στο βιβλίο από το μέσο και ύστερα, φαίνεται οι διάλογοί του με τον Σετεμπρίνι να επικαθορίζουν τα πάντα. Αν όμως κανείς προσεγγίσει αυτό το βιβλίο έτσι, θα χάσει πολλά από την αξία του. Ισως φαίνεται ότι όλο το έργο κινείται γύρω από τη μεταξύ τους διαμάχη, αλλά και ο προαναφερθείς Πέπερκορν, ο αυλικός σύμβουλος και επικεφαλής του σανατορίου Μπέρενς και ο δόκτωρ Κροκόφσκι που κάνει διαλέξεις για τον έρωτα και την ασθένεια, δραστηριότητα η οποία στο διαφημιστικό φυλλάδιο του σανατορίου επισημαίνεται ως «ψυχικός διαμελισμός των ασθενών», είναι πολύ δυνατές προσωπικότητες.
Δεν ήξερα την προτροπή του Τόμας Μαν να διαβάσουμε δυο φορές αυτό το έργο. Προτροπή που υπάρχει στην παρούσα έκδοση (που πάντως κρατάει τη μετάφραση της πρώτης, στον Εξάντα) και αφορά άρθρο του με τίτλο «Πώς γράφτηκε “Το μαγικό βουνό”». Ο Μαν υποστηρίζει ότι «ο τρόπος με τον οποίο έχει συντεθεί το βιβλίο έχει ως αποτέλεσμα η απόλαυση του αναγνώστη από τη δεύτερη ανάγνωση να είναι βαθύτερη. Ακριβώς όπως και στη μουσική χρειάζεται κανείς να γνωρίζει ένα κομμάτι για να το ευχαριστηθεί όπως πρέπει».
«Το μαγικό βουνό» είναι κατά τον Μαν «σαν μια συμφωνία, ένα έργο αντίστιξης, ένα θεματικό οικοδόμημα∙ η ιδέα του μουσικού μοτίβου παίζει σημαντικότατο ρόλο σε αυτό». Πόσο δίκιο έχει! Πραγματικά στη δεύτερη ανάγνωσή μου αυτού του βιβλίου, τριάντα χρόνια μετά την πρώτη, ήταν σαν να άκουγα όλες τις Συμφωνίες του Μπετόβεν πάνω σε ένα Μαγικό Βουνό. Αισθητική και φιλοσοφική απόλαυση. Μια μουσική σύνδεση του απαυγάσματος της φιλοσοφικής σύγκρουσης ιδεών. Της μόνης σύγκρουσης η οποία στον κοινότοπο πολιτικό κόσμο που είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε, αφήνει μια γλυκιά γεύση του μόνου κόκκινου που ακόμη ζει, του αίματος της ρέουσας ζωής στον αγώνα της κατά του θανάτου που εκπροσωπούν οι πάσης φύσεως φανατικοί.
Τέλος, φτάνουμε στη μονομαχία των Σετεμπρίνι – Νάφτα και στην αυτοκτονία ενός εκ των δύο. Δεν θα σας αναφέρω ποιανού γιατί έτσι θα σας πω και ποιανού τις ιδέες επέλεξε ο Κάστορπ, αυτό το κατά Σετεμπρίνι «βασανοπαίδι της ζωής».
Το βιβλίο κλείνει με τον Κάστορπ στα πεδία των μαχών. Κανείς δεν ξέρει αν επέζησε ή όχι. «Τράβα στο καλό –είτε ζήσεις είτε πέσεις» κλείνει το βιβλίο του ο Μαν. Αλλά αυτό που μένει είναι η θέση αυτού του βασανοπαιδιού της ζωής, ότι «είναι ηθικότερο να χάνεσαι και να αυτοκαταστρέφεσαι, παρά να φυλάγεσαι».
Ιδιαίτερα κατατοπιστική η σύντομη εισαγωγή της Τίνας Μανδηλαρά, ενώ ούτως ή άλλως υπήρξε άθλος η φιλοσοφημένη μετάφραση του Θόδωρου Παρασκευόπουλου.

Thomas Mann

Το μαγικό βουνό

Μτφ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος

Εκδ. Μεταίχμιο, 2017, Σελ. 947

Τιμή 22 ευρώ