Η εργασιακή ασφάλεια των δημοσίων υπαλλήλων τίθεται, για πρώτη ίσως φορά στην ελληνική μεταπολιτευτική ιστορία, εν αμφιβόλω. O tempora o mores: έπρεπε να βρεθεί η χώρα στο χείλος του δημοσιονομικού γκρεμού για να συζητηθεί ρεαλιστικά έστω το ενδεχόμενο συστηματικών απολύσεων στο Δημόσιο. Ακόμα και σήμερα, και παρά τις διαφορές τους, σε ένα ζήτημα συμπλέουν τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης: τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποχωριστούν έστω και έναν δημόσιο υπάλληλο. Εστω έναν από εκείνους που χαρακτηρίστηκαν «επίορκοι». Εστω προκειμένου να αντικατασταθούν με άτομα υψηλότερης εξειδίκευσης ή υπευθυνότητας. Κι όμως, τις απολύσεις αυτές τις επιτάσσουν λόγοι δικαιοσύνης.
Με τουλάχιστον 800.000 θέσεις εργασίας να έχουν χαθεί από το 2008 στον ιδιωτικό τομέα, φαίνεται εκ πρώτης όψεως δίκαιο οι δημόσιοι υπάλληλοι να μοιραστούν κάποια από τα βάρη της κρίσης, με πρώτους υποψήφιους για αποχώρηση όσους δεν προσφέρουν έργο. Οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο μπορούν να χωριστούν χονδρικά σε τρεις κατηγορίες. Πρώτον, τους εργαζομένους που παράγουν έργο όσο καλύτερα επιτρέπει η θέση τους. Δεύτερον, εκείνους που καταφανώς δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της θέσης. Τρίτον, εκείνους των οποίων η ίδια η θέση δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Μια αναδιάρθρωση του Δημοσίου με την απομάκρυνση εργαζομένων των δύο τελευταίων κατηγοριών έχει προφανή οφέλη. Για την μεν δεύτερη κατηγορία, η απόλυση επιτρέπει την αντικατάσταση με ικανότερους εργαζομένους. Μια τέτοια κίνηση όχι μόνο βελτιώνει την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει το κράτος αλλά συμβάλλει και στην αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Επί δεκαετίες, τόσο οι αναξιοκρατικές μέθοδοι πρόσληψης στο Δημόσιο όσο και η φοβική απροθυμία αξιολόγησης (και αξιοποίησης) του ανθρώπινου δυναμικού συντηρούν μια από τις βαθύτερες κοινωνικές αδικίες.
Παράλληλα, οι απολύσεις σε αρκετές περιπτώσεις θα ήταν οικονομικά αποτελεσματικές –δεν θα ήταν, με άλλα λόγια, μια μάταιη θυσία. Για την τρίτη κατηγορία υπαλλήλων, εκείνους που απασχολούνται σε θέσεις που πρέπει να καταργηθούν, η απόλυση οδηγεί σε μείωση του αριθμού εργαζομένων. Αυτό μειώνει απευθείας τη δαπάνη μισθοδοσίας, τα έμμεσα κόστη του Δημοσίου (π.χ. έξοδα στέγασης των υπηρεσιών) αλλά και τα έξοδα που προκύπτουν από την πολυπλοκότητα της γραφειοκρατίας σε οργανισμούς με πληθώρα υπαλλήλων. Σε τούτη την περίοδο αυστηρής λιτότητας είναι αδιανόητο να μισθοδοτούνται άνθρωποι δίχως ουσιαστικό αντικείμενο εργασίας από ένα δημόσιο ταμείο που συντηρείται υπερφορολογώντας αδιάκριτα και έως εξαντλήσεως τον ιδιωτικό τομέα.
Αν όμως η δικαιοσύνη επιβάλλει την κατά το δυνατόν ισοκατανομή των βαρών που γεννά η οικονομική κρίση, υπό την προϋπόθεση ότι η επιβολή τους είναι αποτελεσματική και όχι απλώς «ισότητα στη δυστυχία», μήπως υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για την προνομιακή προστασία των δημοσίων υπαλλήλων; Το πιο σημαντικό αντεπιχείρημα βασίζεται στις δικαιολογημένες προσδοκίες τους για, ούτε λίγο ούτε πολύ, σίγουρη διά βίου απασχόληση. Οι προσδοκίες γεννήθηκαν και εδραιώθηκαν από δεκαετίες αμετάβλητης κρατικής πολιτικής προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει όμως να έχουμε πάντα κατά νου δύο εξίσου σημαντικές όψεις του ζητήματος.
Πρώτον, το άδικο δίκαιο ου ποιεί: η αποκατάσταση μιας αδικίας είναι ηθικά υπέρτερη της ικανοποίησης των προσδοκιών. Ισως ο μεγαλοαγρότης της Βιρτζίνια του 1860 ευλόγως περίμενε από το κράτος να συνεχίσει να του επιτρέπει να παράγει βαμβάκι με τους παραδεδομένους τρόπους της εποχής. Η δουλεία όμως ήταν απείρως σημαντικότερο να καταργηθεί. Η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται αναλογικά και σε ηπιότερες μορφές αδικίας.
Δεύτερον, οι εποχές αλλάζουν και μαζί τους οι συνθήκες. Μπορεί πριν από μερικές δεκαετίες η πρόβλεψη για ιδιωτικό χώρο στάθμευσης στις πόλεις να έμοιαζε περιττή πολυτέλεια, σήμερα όμως είναι απολύτως απαραίτητη. Από τον συνδυασμό των δύο αυτών επιχειρημάτων προκύπτει ότι σε εποχές επιδείνωσης των κοινωνικών συνθηκών –όπως η σημερινή –είναι άδικο να επικαλείται κανείς τις προσδοκίες του προκειμένου να εξαιρεθεί από την ισοκατανομή των βαρών.
Υπάρχουν λοιπόν καλοί και πειστικοί λόγοι που μας καλούν να εγκαταλείψουμε τη συντηρητική νοοτροπία που αντιμετωπίζει την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων ως ταμπού. Πρόκειται για λόγους που πηγάζουν από τη δικαιοσύνη και που αρκούν για την έναρξη μιας ουσιαστικής διαβούλευσης επί του ζητήματος. Είναι σημαντικό να απομακρυνθούμε οριστικά από τη στρεβλή αντίληψη που αντιμετωπίζει τον δημόσιο τομέα ως αστείρευτη πηγή απασχόλησης, χωρίς αρχές και, κατά τα φαινόμενα, τέλος.
Ο Σωτήρης Γεωργανάς είναι Senior Lecturer στο Πανεπιστήμιο Λονδίνου – Royal Holloway. Ο Κωνσταντίνος Καλλίρης είναι δικηγόρος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.