Τον παλιό καλό καιρό, τότε που οι ταμίες φορούσαν μαύρες μανσέτες και μέτραγαν δραχμές, μια επιγραφή προειδοποιούσε την αξιότιμη πελατεία πως «μετά την απομάκρυνσιν εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται». Τι γίνεται, όμως, όταν το Ταμείο αναγνωρίζει μεν το λάθος του, αλλά η διόρθωση του λάθους απομακρύνεται στον ορίζοντα;
Ας πάρουμε, ξανά, την ιστορία από την αρχή.
Στα τέλη του καλοκαιριού, ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, παρουσίασε μια μελέτη, σύμφωνα με την οποία η βασική υπόθεση κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων λιτότητας στην ευρωζώνη, η υπόθεση δηλαδή πως για κάθε 1 ευρώ δημοσιονομικής συρρίκνωσης θα προέκυπτε 0,5 ευρώ μείωση του ΑΕΠ, αποδείχθηκε εσφαλμένη. Ο πολλαπλασιαστής, στην πράξη, δεν ήταν 0,5 αλλά μεγαλύτερος –έως και 1,7. Κι έτσι άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση –που συνεχίζεται ακόμη.

Ερώτημα πρώτο. Εκαναν λάθος; Οχι ακριβώς. Και στο εσωτερικό του Ταμείου και στον διεθνή Τύπο, από την πρώτη στιγμή είχε επισημανθεί ότι το σενάριο του ελληνικού (και στη συνέχεια του ιρλανδικού και του πορτογαλικού) προγράμματος ήταν αβάσιμα αισιόδοξο. Πως υποτιμούσε την κλιμάκωση της ύφεσης και υπερεκτιμούσε την προσδοκώμενη μείωση του χρέους. Πολλοί προειδοποιούσαν ότι τα προγράμματα αυτά, ακόμη κι αν πετύχαιναν τη ραγδαία μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων και απέφευγαν μιαν ανεξέλεγκτη κοινωνική έκρηξη α λα αρζεντίνα, θα είχαν ως συνέπεια τη μεγέθυνση του χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ακριβώς επειδή το ΑΕΠ θα συρρικνωνόταν με ταχύτερο ρυθμό (μεγαλύτερο πολλαπλασιαστή) από τη μείωση των ελλειμμάτων.
Ερώτημα δεύτερο. Γιατί, λοιπόν, προχώρησαν σε έναν τέτοιο, εν επιγνώσει λανθασμένο, υπολογισμό; Επειδή, απλούστατα, αν το Ταμείο δεχόταν ότι η συρρίκνωση του ΑΕΠ θα ήταν τόσο μεγάλη, θα υποχρεωνόταν να δεχθεί και ότι τα προγράμματα λιτότητας δεν οδηγούσαν σε «βιώσιμα» επίπεδα χρέους. Και, συνεπώς, θα υποχρεωνόταν είτε να απαιτήσει ένα διαφορετικό πρόγραμμα (με μακρύτερο χρόνο προσαρμογής και εξαρχής κούρεμα χρέους) είτε να αρνηθεί τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα. Ως γνωστόν, το Βερολίνο δεν άντεχε πολιτικά το πρώτο και το Ταμείο δεν άντεχε πολιτικά το δεύτερο. Κι έτσι οδηγηθήκαμε σε ένα πρόγραμμα που, ως χρονικό προαναγγελθέντος δυστυχήματος, οδήγησε στη ραγδαία μείωση του ελληνικού ΑΕΠ και, συνεπώς, στη μεγέθυνση του ελληνικού χρέους (ως ποσοστό του ΑΕΠ) προς εφιαλτικά επίπεδα.
Ερώτημα τρίτο. Αν δεν ήταν ακριβώς λάθος, το «λάθος» του Ταμείου, γιατί αναγνωρίστηκε τώρα; Επειδή, προφανώς, η αναγνώριση του «λάθους» επέτρεπε στο Ταμείο να προβάλει πειστικά το αίτημά του για νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους και άμβλυνση των πολιτικών λιτότητας στην Ευρώπη –αίτημα που το Ταμείο, για προφανείς λόγους, υποστηρίζει.
Ερώτημα τέταρτο. Φταίει λοιπόν για τα βάσανά μας, για την κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας και την εκτόξευση της ανεργίας, το «λάθος» του Ταμείου; Εν μέρει, ναι. Αν το χρέος είχε εξαρχής κουρευτεί κι αν το πρόγραμμα είχε μακρύτερη διάρκεια και ηπιότερο ρυθμό, ο πόνος θα ήταν λιγότερος. Αλλά μένει ανοιχτό το ερώτημα: γιατί, αφού το λάθος αφορά και τους άλλους δύο του Μνημονίου, στην Ελλάδα είχε τόσο βαριές, πολυ-πολλαπλάσιες συνέπειες ο λάθος πολλαπλασιαστής; Γιατί η ελληνική ύφεση είναι σχεδόν πενταπλάσια της πορτογαλικής; Η απάντηση στο ερώτημα μας απομακρύνει από το «λάθος» του Ταμείου και μας οδηγεί κατευθείαν στις ευθύνες, στις ανεπάρκειες και στα λάθη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Αλλά αυτή είναι μια άλλη, πονεμένη συζήτηση…
Και υπάρχει κι ένα πέμπτο και τελευταίο ερώτημα. Λάθος ή όχι, ηθελημένο ή αθέλητο, πώς διορθώνεται; Το Ταμείο υποστηρίζει ότι το λάθος διορθώθηκε ήδη. Το πρόγραμμα επιμηκύνθηκε, η χρηματοδότηση αυξήθηκε, τα επιτόκια μειώθηκαν και το χρέος υπέστη ήδη ένα κούρεμα. Αλλά τα στοιχεία για την ελληνική οικονομία, με το ΑΕΠ να έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2001 και την ανεργία να καλπάζει προς το 30%, με τις επενδύσεις να έχουν καταρρεύσει και την ιδιωτική κατανάλωση σε συνεχή ελεύθερη πτώση, διαψεύδουν τις καθησυχαστικές δηλώσεις. Το «λάθος» δεν διορθώθηκε ακόμη, οι συνέπειές του δεν έχουν αναταχθεί, μια μεγάλη πολιτική μάχη στην Ευρώπη βρίσκεται εν εξελίξει.