Την ώρα που οι κανονικοί πόλεμοι αυξάνονται στην περιοχή μας, ένας οικονομικός «πόλεμος» που έχει ξεσπάσει εντός των ευρωπαϊκών συνόρων απειλεί με νέο μεγάλο χτύπημα τη μεγαλύτερη οικονομία της ηπείρου. Είναι γνωστή η ιταλική τραπεζική επίθεση στην καρδιά του γερμανικού οικονομικού κατεστημένου. Ολοι αναρωτιούνται πώς την έφεραν οι Ιταλοί της Unicredit στους Γερμανούς της Commerzbank. Πώς κατάφερε να αποκτήσει τον μετοχικό έλεγχο της δεύτερης μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας, μια τράπεζα από τον ευρωπαϊκό Νότο. Αυτή είναι η μία διάσταση του θέματος, μια τράπεζα από τον μέχρι πριν από μερικά χρόνια «φτωχό» ευρωπαϊκό Νότο αποκτά τον έλεγχο μιας τράπεζας του πλούσιου βιομηχανικού Βορρά.
Η άλλη διάσταση, η πιο σημαντική, είναι το τι θα σημάνει για τη γερμανική οικονομία η συγκεκριμένη κίνηση. Ως γνωστόν, το γερμανικό οικονομικό θαύμα των δύο τελευταίων δεκαετιών είχε βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στη φθηνή ρωσική ενέργεια. Βλέπουμε δε πόσο κλυδωνίζεται τώρα που έχει χάσει αυτή τον βασικό συντελεστή του κόστους παραγωγής. Το ρωσικό φυσικό αέριο μας τελείωσε και οι επιπτώσεις από την απώλειά του κάνουν την εμφάνισή τους στη γερμανική βιομηχανία.
Η γερμανική οικονομία στηρίχθηκε ωστόσο και σε κάτι ακόμα. Στα χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού από όλες τις ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Προφανώς τα τρία άλφα της αξιολόγησης των οίκων που έχει η γερμανική οικονομία επέτρεπαν να έχουν τα χαμηλότερα. Το θέμα ήταν ότι η διαφορά ήταν χαώδης από την υπόλοιπη Ευρώπη, δημιουργώντας την αίσθηση ότι επρόκειτο για σχεδόν επιδοτούμενα επιτόκια, με αποτέλεσμα το συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των γερμανικών εταιρειών έναντι ομοειδών από άλλες ευρωπαϊκές χώρες να είναι τεράστιο. Ολο αυτό το πλεονέκτημα χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τράπεζες γίγαντες σαν την Commerzbank, αλλά και άλλες που τύγχαναν επίσης της κρατικής στήριξης, οι οποίες πρόσφεραν άφθονο και πάμφθηνο δανεισμό στους «εθνικούς πρωταθλητές» της Γερμανίας, τις πανίσχυρες βιομηχανίες τους, χωρίς μάλιστα η «βοήθεια» αυτή να επιβαρύνει τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Το επιχειρηματικό μοντέλο των συγκεκριμένων τραπεζών ήταν η πολύ μικρή κερδοφορία, καθώς επί της ουσίας αποτελούσαν εργαλεία του κράτους, χρηματοδότησης με φθηνό χρήμα των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Η συνθήκη αυτή πλέον απειλείται. Το κατάφερε ένας άνθρωπος, ο διευθύνων σύμβουλος της Unicredit Αντρέα Ορτσελ. Για να γίνει κατανοητός ο εκνευρισμός από τον αιφνιδιασμό που έχουν υποστεί οι Γερμανοί, καθώς ήδη οι Ιταλοί έχουν αγοράσει το 21% των μετοχών της τράπεζας, στην πρώτη τηλεδιάσκεψη που έγινε την Παρασκευή με τον νέο μέτοχο η διευθύνουσα σύμβουλος Μπετίνα Ορλόπ τόνισε την ανάγκη να συνεχίσει η τράπεζα όπως διοικούνταν μέχρι σήμερα, να μην αλλάξει τίποτα ο νέος μέτοχος. Ο πρόεδρος της τράπεζας, πρώην πανίσχυρος επικεφαλής της Budesbank Γιεν Βάιντμαν, γνωστός από τους χειρισμούς του στην υπόθεση του ελληνικού χρέους (ο πιο σκληρός όλων την περίοδο Ντράγκι), το είπε ξεκάθαρα: η Commerzbank πρέπει να διατηρήσει την ανεξαρτησία της, τονίζοντας τον κρίσιμο ρόλο που παίζει στη χρηματοδότηση των εταιρειών της χώρας.
Την ίδια στιγμή που το γερμανικό κατεστημένο προσπαθεί να συνέλθει, η κίνηση των Ιταλών έχει εκτοξεύσει την τιμή της μετοχής της γερμανικής τράπεζας, καθώς οι επενδυτές διαβλέπουν ότι ο νέος μέτοχος αργά ή γρήγορα θα ανεβάσει τα επιτόκια δανεισμού που προσφέρει αυξάνοντας την κερδοφορία. Τα μέλη της ιταλικής κυβέρνησης σε δημόσιες δηλώσεις τους διαβλέπουν και κάτι άλλο, χαμηλά γερμανικά επιτόκια προς την υπόλοιπη Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου και του μέχρι πρότινος αποκλεισμένου ευρωπαϊκού Νότου και μην ξεχνάμε ότι η Unicredit είναι μέτοχος και της ελληνικής Alpha Bank.