Σαν βρεμένη πατσαβούρα στη μούρη μας ήρθε η (νέα) τραγωδία της Κύπρου. Οχι πως δεν τα περιμέναμε τα μαύρα τα μαντάτα. Από πέρυσι όλο και δυνάμωναν οι φωνές, όλο και κατσούφιαζαν τα πρόσωπα, όλο και σκοτείνιαζαν τα βλέμματα… Αλλά κανείς δεν φανταζόταν το τσουνάμι που μας πήρε και μας σήκωσε. Λέω «μας» γιατί Κύπρια είμαι κι εγώ… Κι ας γεννήθηκα στην Ελλάδα…
Αν και Μορφίτισσα, λοιπόν –σήμερα θα αποφύγω τα μελοδραματικά και τα δακρύβρεχτα. Οχι γιατί δεν τα νιώθω. Οχι γιατί δεν τα κουβαλάω μέσα μου. Μια παιδική ηλικία με καλοκαίρια στις παραλίες της Κερύνειας… Μια εφηβεία στα σπίτια των θείων στη Λευκωσία…
Και όταν «άνοιξαν» τα σύνορα, μεγάλη γυναίκα πια, περπατάω τα στενά δρομάκια στη Μόρφου. Εξω από την εκκλησία του Αγιου Μάμαντος, βγάζω από την τσάντα μου ένα πλαστικό σακουλάκι. Παίρνω μια χούφτα χώμα, το ρίχνω μέσα και κλείνω το σακουλάκι προσεχτικά. Προορισμός της γενέθλιας γης ο τάφος του πατέρα μου στην Αθήνα. Οι φίλοι που είναι μαζί μου, ο Χαρίλαος και η Σούλα μού κάνουν νεύμα κρυφά:
Κάνε γρήγορα, σε βλέπουν!
Δύο κρεμανταλάδες «της άλλης πλευράς» αγριοκοιτάνε κι εμένα και το χώμα στο σακουλάκι μου. Η συγκίνηση μετατρέπεται σε οργή. Φεύγω. Αθήνα. Σκορπίζω το χώμα στον τάφο και ορκίζομαι πως δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου στη Μόρφου αν δεν μπορώ να περάσω ελεύθερα.
Αυτά τα ολίγα σε προσωπικό επίπεδο. Ούτε κορόνες ούτε μελό ούτε χρυσοπράσινα φύλλα ριγμένα στο πέλαγο –όσο κι αν μου αρέσει το τραγούδι. Τέρμα. End of story.
Πίσω στα δικά μας –που λένε και στα δελτία ειδήσεων. Και σε εκείνο το περίφημο σύνθημα «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ», που αντήχησε μετά την εισβολή στην Κύπρο και μετά το πήρε και το σήκωσε. Οσα παίρνει ο άνεμος ήρθε κι έγινε η ιστορική μνήμη. Οι Κύπριοι έπρεπε να συνεχίσουν τη ζωή τους. Και οι Ελληνες δεν διαθέτουν και μνήμη ελέφαντα. Εδώ νομίζουμε πως ο Απόστολος Γκλέτσος κατέβασε τη σημαία από την Ακρόπολη και ο Καραϊσκάκης είπε το ηρωικό ΟΧΙ –την Κύπρο θα θυμόμαστε;
Α, και μιλώντας για το κυπριακό ΟΧΙ, μην πικραθούμε άλλο, αρκετό φαρμάκι ήπιαμε. Το ΟΧΙ το λες όταν έχεις αντιπρόταση. Το ΟΧΙ το λες όταν έχεις plan B. Αυτοί δεν είχαν plan B, αυτοί ζούσαν στον planet B που λέει και η φίλη μου η Γιάννα.
Εφυγε ο δικός τους «Καραμανλής», βλέπε «Χριστόφιας», παρέδωσε την καυτή πατάτα στον Αναστασιάδη, ε, πολύ θέλει; Κάτι αυτοί οι δύο γίγαντες της πολιτικής, κάτι ένα τραπεζικό σύστημα-γραβιέρα –όχι, να τα λέμε αυτά –οι Κύπριοι ξύπνησαν στις ουρές για το γάλα και τη βενζίνη.
Ολα μπορεί να τα αντέξει ο βασανισμένος ο άνθρωπος. Ο αραχτός που σου δίνει συμβουλές δεν αντέχεται με τί-πο-τα. Να έχεις τον καημό σου, να έχεις εδώ και τη χαρά της ντιρεκτίβας.
Μέχρι που βγήκε το παλικάρι της χαράς. Ο Γερούν Ντεϊσελμπλούμ (δεν υπάρχει περίπτωση να τον γράψω σωστά αυτόν αν δεν τον γκουγκλάρω). Και είπε:
–Ωραία η πρόβα τζενεράλε με το κούρεμα στην Κύπρο! Ποιος έχει σειρά για μια κουπ ντεγκραντέ, να περάσει ο επόμενος παρακαλώ;
Κι ύστερα το μαζέψανε το ντεϊσελμπλούμ «παιδάκι είναι, θα μάθει» κι ύστερα μέσω της κυριούλας της πωστησλένε ήρθε επιβεβαίωση –κι ύστερα κι ύστερα, μα δεν υπάρχει ύστερα. Μπρος πίσω ναυτία πάθαμε. (Και μη μου τον λες εμένα τον Ντεϊσελμπλούμ «μαϊμού-Γιούνκερ»: και η Τσίτα του Ταρζάν μαϊμού ήταν κι όμως έγινε πρώτη φίρμα.)
Η επόμενη μέρα στην Κύπρο ξημέρωσε με τους περιορισμούς να βάζουν θηλιά στον λαιμό των πολιτών. Μόνο που δεν τους ανάγκασαν να κρεμάσουν μαύρες κόλλες στα παράθυρα για τη συσκότιση.
Στο μεταξύ οι Ρώσοι είπαν «σιγά μη χαλάσω εγώ το τακίμι με τον Γερμαναρά για το νησάκι». Το Ισραήλ κάνει φλερτ με την Τουρκία, με προξενήτρα τον Ομπάμα. Ο Νότος, αλλού βαρούν τα όργανα κι αλλού χορεύει η νύφη. Και οι Γερμανοί θριαμβολογούν!
Οσο για τη διαπραγμάτευση; Πώς είναι εκείνο το εκπληκτικό που είπε κάποιος επί του θέματος; Σαν να παίζουν δύο σκάκι και ο ένας παίκτης ξαφνικά –αντί να κινήσει το πιόνι του –παίρνει τη σκακιέρα και φεύγει.
Και ΦΥΣΙΚΑ, ΚΛΑΣΙΚΑ, τα μεγάλα κεφάλαια την έχουν κάνει ήδη με ελαφρά από τη χώρα… Κάπου λιάζονται τώρα ρουφώντας νωχελικά μια μαργκερίτα με ομπρελάκι.
Πριν από περίπου ένα χρόνο, όσοι από μας βρεθήκαμε στην Κύπρο εισπράτταμε τη σιωπή πριν από την καταιγίδα. «Μόνο μην την πάθουμε σαν τους “αδελφούς” Ελληνες», μουρμούριζαν μερικοί. Και ό,τι έπαθαν οι «αδελφοί» Ελληνες σε τρία χρόνια, το έπαθαν οι «αδελφοί» Κύπριοι σε τρεις ημέρες. Και μη ρωτήσετε γιατί βάζω το «αδελφοί» σε εισαγωγικά: και ο Κάιν με τον Αβελ αδέλφια ήταν. Ας μη συνεχίσω και το χοντρύνω… Εξυπνους αναγνώστες έχουμε, ο νοών νοείτω.
Γράφει ο πατέρας μου Λουκής Ακρίτας, νεαρός δημοσιογράφος τότε που πολεμάει στο αλβανικό μέτωπο:
«Μονάχα ύστερα που αρχίζει να νυχτώνει, όλοι μας θυμόμαστε τα σπίτια μας και κουβεντιάζουμε μαζί τους. Μια τέτοια ώρα, σας φέρνω με τη σειρά όλους στη σκέψη μου κι είναι σαν να μην βρίσκομαι μακριά σας. Με πλημμυρίζει η υπερηφάνεια ότι σαν Κύπριος κάνω, αυτή τη στιγμή, δυο φορές το καθήκον μου!»
Τότε… Τότε που υπήρχε ακόμα ο Κάμπος σου, μπαμπά!