Η βαθιά κρίση που διέρχεται η χώρα φέρνει στην επιφάνεια πληθώρα διαχρονικών παθογενειών, όχι μόνον του πολιτικού μας συστήματος αλλά και της κοινωνίας μας. Μιας κοινωνίας, που συχνά δυσκολεύεται να δει, με παρρησία και διάθεση αυτοκριτική, τις παραλείψεις της ιδίως στο επίπεδο της πολιτικής ηθικής, των βασικών καθηκόντων που έχουμε όλοι, ως πολίτες, έναντι της κοινωνίας και των συμπολιτών μας.
Αν αποτολμήσουμε μια τέτοια (αυτο)κριτική αποτίμηση του ρόλου μας ως πολιτικών όντων, θα διαπιστώσουμε ότι, περισσότερο ίσως απ’ όλα, τις τελευταίες δεκαετίες παραβλέψαμε στον τόπο μας ένα αίτημα θεμελιώδες για κάθε ευημερούσα και συνεκτική κοινωνία: το αίτημα για διαγενεακή δικαιοσύνη.
Σε αδρές γραμμές, το αίτημα αυτό –στη σύγχρονη εποχή αναγόμενο κατά βάση στον μεγάλο φιλόσοφο του δικαίου Τζον Ρολς –σημαίνει ότι η παρούσα-ζώσα γενεά θα πρέπει να φροντίζει για τις συνθήκες διαβίωσης και πολιτισμού στις οποίες θα ζήσει η επόμενη γενεά· θα πρέπει δηλαδή η πρώτη να συμπεριφέρεται κατά δίκαιο τρόπο έναντι της επομένης και να μη θεωρεί ότι το εκ της ιδέας τής δικαιοσύνης απορρέον καθήκον της εξαντλείται οριζοντίως, αλλά ότι αυτό προεκτείνεται στον χρόνο, τρόπον τινά καθέτως. Οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνών και των γενεών, στις ευημερούσες και ευνομούμενες κοινωνίες τουλάχιστον, δεν βασίζονται στην αρχή της ανταλλαγής (do, ut des), αλλά στην αρχή της συνέχειας: «σου μεταβιβάζω κάτι για να το μεταβιβάσεις περαιτέρω». Με τον τρόπο αυτό, στη θέση του αξιώματος «σου δίνω για να μου δώσεις» φαίνεται ότι υπεισέρχεται εδώ ο χριστιανικός κανόνας του «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε» (Κατά Ματθαίον 10, 8), που μας προτρέπει ακριβώς να δώσουμε επειδή μας δόθηκε.
Από πρακτικής έποψης, η αρχή της διαγενεακής δικαιοσύνης πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν προεχόντως κατά τον κρατικό δανεισμό, έτσι ώστε να αποφεύγεται η διόγκωση του δημόσιου χρέους εις βάρος των επόμενων γενεών, ή περαιτέρω λ.χ. κατά τη διαχείριση του περιβάλλοντος, του φυσικού και πολιτιστικού πλούτου της χώρας –σημειωτέον εδώ ότι η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, που θεμελίωσε με τη νομολογία του το ΣτΕ, ακριβώς εξειδίκευση της (υπερκείμενης) αρχής της διαγενεακής δικαιοσύνης συνιστά.
Δυστυχώς, η ελληνική κοινωνία αδυνατεί, σε σημαντικό βαθμό, να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα της αρχής της διαγενεακής δικαιοσύνης. Η κοντόφθαλμη δε ματιά της κοινωνίας προσδιόρισε, όλα αυτά τα χρόνια, και την ημερήσια διάταξη της πολιτικής. Επί δεκαετίες τώρα το ενδιαφέρον των πολιτικών επικεντρωνόταν κυρίως στο πώς θα κερδίζονταν οι επόμενες εκλογές· κατά τα λοιπά, «ο τόπος αντέχει», «ο Θεός της Ελλάδας είναι μεγάλος» και άλλα τινά χαριτωμένα «πιστεύω» καθόριζαν τον τρόπο του σκέπτεσθαι αρκετών πολιτικών, όπως επίσης και ενός μεγάλου μέρους των ελλήνων πολιτών-ψηφοφόρων.
Και προφανώς οι τελευταίοι δεν είναι άμοιροι ευθυνών, και μάλιστα σοβαρών. Δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις η εντελής ικανοποίηση του προσωπικού, ατομικού συμφέροντος στο σήμερα, με κάθε μέσο και κάθε κοινωνικό κόστος, επικράτησε, υποθηκεύοντας το μέλλον των επόμενων γενεών. Στο πλαίσιο αυτό λίγοι ήταν εκείνοι που διέβλεψαν ότι ο εύκολος πλουτισμός και η δανεική ευμάρεια θα καταδίκαζαν τις μελλοντικές γενεές σε οικονομικό μαρασμό. Η βαρύτατη εδώ αμέλεια ήταν, νομίζω, ασύνειδη: οι μηχανές ανίχνευσης καπνού απλώς είχαν τεθεί εκτός λειτουργίας και δεν εντόπιζαν στις οθόνες τους τα μελλοντικά θύματα της απληστίας, της πλεονεξίας και, εν τέλει, της ύβρεως –αν και για τον στενό οικογενειακό κύκλο υπήρχε η ψευδαίσθηση κάποιας προστατευτικής πρόνοιας.
Στη χώρα μας παραμελήσαμε, έτσι, βασικές συνιστώσες της εύρυθμης κοινωνικής συμβίωσης, διακατεχόμενοι ενίοτε από μια εγκληματική αδιαφορία για τις συνέπειες των πράξεών μας επί του κοινού μελλοντικού βίου. Η τύχη των επόμενων γενεών δεν έδειχνε να μας απασχολεί, διότι απλούστατα ζούσαμε μόνον για το τώρα. Η αφύπνιση δε της συλλογικής συνείδησης συχνά είχε προσχηματικό χαρακτήρα, αποβλέποντας στην κατοχύρωση ατομικών ή συντεχνιακών κεκτημένων, τα οποία κατ’ ευφημισμόν βαφτίζονταν ως «κοινωνικά», αφού η διατήρησή τους συχνά έβλαπτε σημαντικά τα συμφέροντα των κοινωνών εν συνόλω.
Το έλλειμμα διαγενεακής δικαιοσύνης αποκαλύπτει, εν τέλει, μια δραματικά κατακερματισμένη κοινωνία, την οποία δεν συνέχει κάποιο στέρεο όραμα για το αύριο. Αυτό που πάνω απ’ όλα φαίνεται ότι λείπει είναι ένα συγκεκριμένο και αυτοδύναμο σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας, ανεξάρτητα και πέρα από τις διεθνείς δεσμεύσεις της, με πρώτιστο στόχο την ευημερία και την προκοπή των επόμενων γενεών.
O Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών