Φίλος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο με μακρά διδακτική πείρα και μελετητής της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, άνθρωπος δηλαδή που έχουν δει τα μάτια του πολλά και έχει νιώσει ο νους του περισσότερα από τα σκληρά και ερεβώδη του κοινού μας βίου, μου τηλεφώνησε το περασμένο Σάββατο. Σοκαρισμένος, έντρομος σχεδόν. Βρισκόταν στο Ναύπλιο, στην ωραία πλατεία της πόλης, την Πλατεία Συντάγματος, στη σκιά του Βουλευτικού, του κτιρίου που στέγασε το πρώτο Κοινοβούλιο του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Στην πλατεία έπαιζαν παιδιά, μια μεγάλη παρέα. Ηταν κάποιο πάρτι μάλλον ή κάποια γιορτή. Τα παιδιά ήταν των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, όχι πάνω από 7-8 ετών. Ετρεχαν, κυνηγιόνταν, έπαιζαν. Και κάποια στιγμή οι σκόρπιες φωνές ενώθηκαν σε μία. Ολα μαζί άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά –ποιος ξέρει γιατί; –«αίμα – τιμή – Χρυσή Αυγή». Ξανά και ξανά.
Ηταν σαν να φώναζαν Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός. Προφανώς χωρίς συνείδηση της σημασίας του συνθήματος που τραγουδούσαν. Μόνο που σε μια παρέα παιδιών, όπου θα ακουστεί το όνομα της μιας ομάδας, θα βρεθεί αμέσως μια φωνή που θα φωνάξει το όνομα της άλλης. Μα στην περίπτωση των παιδιών του Ναυπλίου άλλη φωνή δεν ακούστηκε. Αλλο σύνθημα δεν υπήρχε να το φωνάξει κάποιος. Ποιο στ’ αλήθεια θα μπορούσε να είναι το σύνθημα που να απαντά στη φρίκη; Πώς να αποτυπώσεις σε σύνθημα την έλλογη αποστροφή που προκαλεί η άλογη μισαλλοδοξία;
Ακουγα την αφήγηση από το τηλέφωνο, άκουγα στο βάθος τις χαρωπές φωνές των παιδιών να απαγγέλλουν ανέμελα το αποτρόπαιο και προσπαθούσα να διώξω από το μυαλό μου ασπρόμαυρες ψυχρές σκηνές από τη «Λευκή κορδέλα» του Χάνεκε, τόσο αταίριαστες με την πλατεία του Ναυπλίου που τη φανταζόμουν να λάμπει ηλιόλουστη.
Εχω ακούσει από δασκάλους δημοτικών σχολείων να μιλούν για τους μαιάνδρους – αγκυλωτούς σταυρούς που βρίσκουν ζωγραφισμένους στα τετράδια μικρών παιδιών, για αυθόρμητες, αντανακλαστικές σχεδόν, αντιδράσεις στη θέα ανθρώπων με σκούρο δέρμα και φτωχική εμφάνιση, για τον ρατσισμό και τη βία που φωλιάζει καμιά φορά στη σχολική αυλή ή για την αθωότητα με την οποία μικρά παιδιά παίζουν τους κασιδιάρηδες, όπως θα έπαιζαν κάποτε καουμπόηδες κι Ινδιάνους. Κι έχω επίσης ακούσει εκπαιδευτικούς να διηγούνται περιστατικά με γονείς που τους καλούν –διακριτικά –να τους ενημερώσουν για συμπεριφορές παιδιών που μεταφέρουν ένα χρυσαυγίτικο πρότυπο στη σχολική ζωή κι εκείνοι απαντούν μ’ ένα απότομο και απειλητικό: «Και εσένα τι σε νοιάζει;».
Δεν είμαι ειδικός, δεν είμαι σε θέση να εκτιμήσω την έκταση και τη σημασία του φαινομένου. Ούτε να το ερμηνεύσω μπορώ εύκολα ούτε, πολύ περισσότερο, να προτείνω λύσεις. Το καταγράφω απλώς. Και καταγράφω επίσης την παράξενη σιωπή που τυλίγει συνήθως τέτοια περιστατικά, την αμηχανία που καταλήγει να είναι ανοχή. Την αδυναμία αντίδρασης.
Δεν ξέρω να πω τι ακριβώς, μα κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ. Και πρέπει να αρχίζουμε να μιλάμε γι’ αυτό, να το σκεφτόμαστε και να ψάχνουμε απαντήσεις. Ή, τουλάχιστον, να θέτουμε τα ερωτήματα. Πώς το πρόβλημα υπερβαίνει τη δημοσκοπική καταγραφή ή την πολιτική και ποινική μεταχείριση των μπουφόνων με τα μαύρα. Πώς καθρεφτίζεται στον κόσμο των μικρών παιδιών ένα πρότυπο που φαίνεται να γίνεται μόδα και να γοητεύει εφήβους, το πρότυπο του γυμναστηρίου και της μαύρης μπλούζας, η ιδέα πως η βία μπορεί να είναι το τρέχον νόμισμα που κυβερνά τις σχέσεις, καθορίζει ιεραρχίες και λύνει διαφορές. Ή πώς καθρεφτίζεται στον κόσμο της σχολικής ζωής ένα κοινωνικό κλίμα όπου ο φόβος της πτώσης γίνεται κυρίαρχος και μεταφράζεται συχνά στην ενοχοποίηση του άλλου, του διαφορετικού, και όπου το κάποτε δημοφιλές σύνθημα «η χούντα δεν τελείωσε το ’73» εμπεδώνει μια απογοήτευση με τη δημοκρατία την ίδια, μια ραγδαία απαξίωση της ευρωπαϊκής, φιλελεύθερης δημοκρατίας, στον καιρό της κρίσης.
Δεν συμβαίνει μόνο σ’ εμάς. Στη Γαλλία, τις προάλλες, μια δημοσκόπηση βρήκε πως το 34% των Γάλλων συμφωνεί με τις βασικές ιδέες του Εθνικού Μετώπου. Μα ακριβώς γι’ αυτό είναι ανάγκη να καταλάβουμε καλύτερα αυτό που συμβαίνει σ’ εμάς.