«Τίποτε δεν έχει αλλάξει, και τίποτε δεν είναι όπως παλιά», τραγουδούσαμε στα χρόνια της αθωότητας. Στα χρόνια που δεν υπήρχε ο κορωνοϊός, η κοινωνική αποστασιοποίηση, η δυστοπία μιας εποχής που φέρνει απομόνωση, φόβο, οργή αλλά και βαθιά ψυχολογικά τραύματα.
Καθώς ζούμε πλέον τη νέα κανονικότητα, την… ελευθερία έπειτα από 2,5 μήνες στην καραντίνα, ο κόσμος μας μοιάζει να είναι ίδιος.
Στις ίδιες γειτονιές, τις ίδιες δουλειές, τα μπαράκια και τα εστιατόρια που άνοιξαν, οι ίδιοι συγγενείς και οι παρέες, ακόμη και οι καθημερινές συνήθειες μοιάζουν να μην έχουν κάτι διαφορετικό.
Κι όμως, η πανδημία του κορωνοϊού έχει φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή μας, κυρίως στον συγχρωτισμό με τους άλλους και στη συμπεριφορά μας.
Εχει δημιουργήσει διάφορες «φυλές» ανθρώπων που δεν υπήρχαν πριν από τον Μάρτιο. Σα να πέρασε ένας σίφουνας και να ανέτρεψε τα πάντα, παρότι αυτά φαίνονται ίδια.
Ψεκασμένοι, συνωμοσιολάτρες, φοβισμένοι με το παραμικρό, χαλαροί, οργισμένοι, ψυχολογικά πιεσμένοι, κουρασμένοι της καραντίνας αλλά και όσοι ζουν πλέον στα άκρα σα να μην υπάρχει αύριο.
Είναι οι «φυλές» της νέας κανονικότητας, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, του διπλανού γραφείου, οι συγγενείς και οι φίλοι που ο κορωνοϊός άλλαξε τη ζωή τους.
Ας δούμε ορισμένες από αυτές τις κοινωνικές ομάδες που «γέννησε» η πανδημία.
Οι φοβισμένοι: Είναι αυτοί που βγήκαν από την καραντίνα αλλά φοβούνται τα πάντα. Κατεβαίνουν από το πεζοδρόμιο για να μη συναντηθούν με άλλον, έχουν καταργήσει το ασανσέρ και δεν μιλούν παρά μόνο σε απόσταση ενός μέτρου και πλέον.
Κυκλοφορούν πάντα με μάσκα, ακόμη κι όταν είναι μόνοι στο αυτοκίνητο ενώ το βασικό τους αξεσουάρ είναι το μπουκάλι με αντισηπτικό.
Βρίζουν όποιον φταρνίζεται στο σουπερμάρκετ και τηλεφωνούν στην αστυνομία αν δουν ότι χαλάρωσαν τα μέτρα. Είναι οι πολίτες που δύσκολα θα ξεπεράσουν το σοκ των εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών παγκοσμίως και που φοβούνται ότι είναι το επόμενο θύμα.
Οι χαλαροί: Είναι όσοι ανακουφισμένοι συνεχίζουν τη ζωή τους, αλλά προσέχουν για να έχουν. Πλένονται τακτικά, αποφεύγουν τον πολύ κόσμο, έκοψαν τα πάρτι, τα χέρια τους τρύπησαν από τα αντισηπτικά, θα αργήσουν πολύ να πάνε θέατρο, σινεμά ή συναυλία. Ομως, είναι κι αυτοί που μπαίνουν με περισσότερη όρεξη στην καθημερινότητα και διαμορφώνουν έναν νέο κόσμο, αποστειρωμένο τόσο όσο.
Οι «ψεκασμένοι»: Πάντα υπήρχαν τέτοιοι, άλλωστε το 30% των Ελλήνων πιστεύει ότι όντως μας ψεκάζουν. Τώρα το κακό παράγινε. Στην ουρά της τράπεζας η κυρία φωνάζει για την παγκόσμια συνωμοσία να καταρρεύσει η οικονομία και να κερδίσουν οι πλούσιοι. Στο Facebook οι «ξερόλες» ισχυρίζονται ότι ο «Βασίλης ο Πύλης», κατά κόσμον Μπιλ Γκέιτς, διέσπειρε τον ιό για να βάλει ηλεκτρονικά τσιπάκια στους ανθρώπους. Κι ο κάθε λογής ερασιτέχνης λοιμωξιολόγος που είναι σίγουρος ότι «πρόκειται για απλή γρίπη» που η παγκόσμια τάξη δημιούργησε σε κάποιο εργαστήριο για να σκοτώσει τους ηλικιωμένους και να σωθούν τα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι αλλόφρονες γονείς: Είναι εκείνοι που διχάζονται για το αν πρέπει να στείλουν το παιδί σχολείο, και τελικά το κρατάνε σπίτι. Οσοι εκτιμούν ότι θα κολλήσει ο κανακάρης τους τον ιό από το θρανίο, τον πίνακα, τις πλάκες στο διάλειμμα. Βεβαίως είναι και οι άλλοι γονείς που έστειλαν τα παιδιά σχολείο γιατί ο εγκλεισμός τα έκανε… ζόμπι των ηλεκτρονικών συσκευών. Αλλά και οι έξαλλοι γονείς που παίρνουν τον σαραντάρη γιο τους και του λένε «κάτσε σπίτι μην κολλήσεις».
Οι «σα να μην υπάρχει αύριο»: Μια μεγάλη μερίδα πολιτών που βγήκε από την πρώτη μέρα και λειτουργεί εκτός ορίων και κανόνων. Ο ένας πάνω στον άλλον, στην πλατεία, το μπαράκι, το εστιατόριο, αδιαφορώντας για την αρρώστια διότι όπως λένε «καλύτερα να πάμε χορτάτοι και χωρίς απωθημένα». Και πίνουν μπύρες και ποτά σα να μην ξημερώνει άλλη μέρα.
Η γενιά της πανδημίας: Είναι τα παιδιά από 10 ετών και πάνω που πέρασαν… ζάχαρη τις πρώτες 45 μέρες αλλά μετά τους έλειψαν όλα. Η παρέα στο σχολείο, η τάξη, η δασκάλα, η βόλτα στην πλατεία. Τέτοια χαρά για την έναρξη της σχολικής χρονιάς… ούτε να τους χάριζαν πενταήμερη στη Μύκονο.
Οι αγέλαστοι: Οσοι έμειναν με ψυχικά τραύματα και το δείχνουν στη νέα κανονικότητα. Δεν μιλάνε πολύ, δεν χαμογελούν, με δυσκολία ανοίγουν κουβέντα για οτιδήποτε και δείχνουν ξεκάθαρα ότι χρήζουν ψυχολογικής υποστήριξης. Τσακώνονται με ευκολία, μπορεί και να άνοιξαν το κουτί της Πανδώρας και να βγήκαν όλα τα κακά. Από το διαζύγιο μέχρι την ενδοοικογενειακή βία ή τη ρήξη με την παρέα και τους συναδέλφους.
Οι αισιόδοξοι: Είναι τέλος η φυλή που βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο. Αφήνουν πίσω την πανδημία, προετοιμάζονται για το επόμενο κύμα, αλλά δείχνουν μια γλυκύτητα στο βλέμμα. «Αλλαξα σαν άνθρωπος. Είδα πόσο μικρός είμαι στον κόσμο και αποφάσισα να κάνω μόνο καλό. Δεν έχω χρόνο για χάσιμο». Υπάρχουν κι αυτοί που ο κορωνοϊός τους έκανε καλύτερους, πιο χαλαρούς στην καθημερινότητα, πιο δεκτικούς στις προκλήσεις.
Στη μετά lockdown εποχή θα δούμε πολλές εκδοχές μιας κοινωνίας που αφομοιώνει τη νέα πραγματικότητα. Αυτή που δημιούργησε ένα παγκόσμιο φαινόμενο φόβου.
Αλλά όπως λέει κι ένα απόφθεγμα: «Μόλις σε πλησιάσει ο φόβος, κάνε επίθεση και κατάστρεψέ τον».