Οταν η Αγκυρα προκλητικώς αποφαίνεται ότι «δεν υφίσταται Κυπριακή Δημοκρατία», δεν στοχεύει απλώς στην απομείωσή της ως κράτους, αλλά καλλιεργεί συστηματικά το έδαφος για επιθετικότερη παρέμβαση της ίδιας στη νομή των υδρογoνανθράκων. Η επαυξανόμενη οσμή των οποίων δημιουργεί άλλο στρατηγικό περιβάλλον σ’ αυτή την κρίσιμη γεωγραφία, με αυτόδηλες υποσχετικές όσον αφορά τα υπό ανάδυση οφέλη για τους συνωθούμενους παίκτες. Τόσο οικονομικά όσο και –κυρίως –στρατηγικά. Σε μια περιοχή που εφάπτεται γεωπολιτικών ζωνών, στις οποίες ενεργοποιούνται ακατάσχετες δυναμικές αλυσιδωτών ηφαιστειακών εκρήξεων. Οι οποίες: αφενός επαναγεωγραφούν κυριολεκτικά με ποταμούς αιμάτων τα σύνορα. Και αφετέρου διά πυρός και σιδήρου επιβάλλουν ανακατανομή επιρροών και αναδιάταξη περιφερειακών ρόλων. Χωρίς ο επίλογος αυτών των δρωμένων να είναι ορατός.
Η Αγκυρα γνωρίζει καλά το αποτέλεσμα των ολοκληρωμένων ήδη ερευνών και διαπιστώσεων, όσον αφορά τα νέα κοιτάσματα στα κυπριακά οικόπεδα, πέραν εκείνου της «Αφροδίτης». Των οποίων παρεμπιπτόντως η ονοματοθεσία ανάγει ευθέως στην ιστορική ρίζα των πρώτων κυπριακών βασιλείων. Κάτι που δεν πολυενδιαφέρει φυσικά την Τουρκία, η οποία επικεντρώνεται με αρκούντως έκδηλα βουλιμικά σύνδρομα στο «ψητό». Κι αυτό μπορεί να το περάσει στις σιαγόνες της μόνο μέσω της εμπεδώσεως του πολιτικού της προγεφυρώματος στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη. Κάτι που λειτουργικά σχετίζεται ακριβώς με την απόπειρα εξισώσεως του νόμιμου κυπριακού κράτους με το κατοχικό μόρφωμα, που επέβαλε διά της εισβολής και συντηρεί με τις λόγχες και τα κεφάλαιά της. Κι ενώ γίνεται απ’ όλους αποδεκτό το γεγονός ότι οπωσδήποτε μέρος των υδρογονανθράκων ανήκει αναλογικά και στους Τουρκοκυπρίους, εντούτοις αυτός ο μερισμός (που προϋποθέτει αυτονόητα λύση του Κυπριακού) αποκτά εντελώς άλλη σημασία και διάσταση, εάν οι ομοσπονδιακές δομές αποδυναμώσουν την κεντρική εξουσία και αντιθέτως ευρύνουν την ανεξαρτησία των «συνιστώντων μερών». Ή κρατιδίων. Καθώς με το μοντέλο που η Αγκυρα προσπαθεί να επιβάλει διά των κατοχικών της τοποτηρητών, η ίδια θ’ αποβεί δυνάμει κυρίαρχη στο ένα μέρος κι επικυρίαρχος εταίρος στο άλλο! Με λύση κατ’ όνομα μεν ομοσπονδίας, με διαρθρωτικές όμως δομές συνομοσπονδίας! Κι άλλωστε, από αυτό ακριβώς το δίλημμα όπως εγείρεται από πολλούς, απορρέουν το μόνιμο αδιέξοδο και η αδυναμία υπερβάσεως των διαφορών, προκειμένου να υπάρξει προοπτική επιλύσεως.
Γιατί: ενώ απαιτείται οπωσδήποτε αμφίδρομη βούληση για ιστορικό συμβιβασμό, για την ελληνική πλευρά –ως το ανίσχυρο σκέλος της καταθλιπτικής ανισοσθένειας –δεν μπορεί να μην προδιασφαλισθούν δυναμικές ιστορικής της συνέχειας στη φυσική της γεωγραφία. Κι αυτό είναι τελικά το καθαυτό ζητούμενο. Ως το sine qua non. Που απαιτεί όπως οι θεμελιώδεις παράμετροι αυτού του συμβιβασμού να είναι συμβατές με το διεθνές δίκαιο και ειδικότερα με το κοινοτικό κεκτημένο. Εφόσον μάλιστα η Κύπρος είναι πλήρως ενσωματωμένη στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Για να επανέλθουμε όμως στο «ψητό»: η Τουρκία προσδοκά (και σ’ αυτό κατευνοείται από τη γεωγραφία της) όχι απλώς να μετάσχει στη νομή του φυσικού αερίου, αλλά και ν’ αποβεί μονοδρομικός πυλώνας παροχετεύσεως αυτών των αποθεμάτων στην ευρωπαϊκή αγορά. Κάτι που αντιπαρατίθεται προς θεωρητικούς σχεδιασμούς ενδεχόμενου αγωγού από Ισραήλ προς Ελλάδα μέσω Κύπρου. Και για να δώσει μήνυμα ως προς το τι μπορεί να συμβεί: από τριών τώρα μηνών άρχισε τις βασικές εργασίες ποντίσεως υποθαλάσσιων υδραγωγών από τα νοτιοανατολικά της παράλια προς τις κατεχόμενες ακτές της Βόρειας Κύπρου! Με σκοπό (κι έναντι ευτελούς ποσού της τάξεως των 110 εκατομμυρίων) τη διοχέτευση τεράστιων ποσοτήτων νερού (75 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων κατ’ έτος και για τα επόμενα 50 χρόνια!) προκειμένου να ζωογονήσει την άνυδρη κυπριακή γη! Που επαπειλείται κυριολεκτικώς από ερημοποίηση λόγω χρόνιας λειψυδρίας. Μαζί ποντίζει και καλώδια για παροχή και ηλεκτρικής ενέργειας, εφόσον προκύψουν ανάγκες.
Το τι διαμηνύει και προς ποίους η Αγκυρα με αυτούς τους ειδικούς αγωγούς, είναι αρκούντως εύγλωττο. Είναι προφανές και όσον αφορά μεταφορά του φυσικού αερίου και σχετικά με τη διάθεσή της να υδροδοτήσει (αμφιδρόμως) άλλους. Και ως προς αυτό, βασικός αποδέκτης του τουρκικού μηνύματος είναι κυρίως το Ισραήλ. Παρά το γεγονός ότι σήμερα οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται στο ναδίρ. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες όμως να δραστηριοποιούνται στο έπακρο, προκειμένου να επιτύχουν επανασυγκόλληση κι επανανάταξη της παλαιότερης στρατηγικής τουρκοϊσραηλινής στρατηγικής ζεύξης. Ως μέρος των ατλαντικών σχεδιασμών για την τοποτηρητεία στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης κι Εγγύς Ανατολής.
Ο Α. Λυκαύγης είναι δημοσιογράφος – πολιτικός αναλυτής