«Από το 1992 και εξής, οπότε σταδιακά υπονομεύτηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 που βάσει επιστημονικών γλωσσολογικών και παιδαγωγικών κριτηρίων θέσπιζε την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο, οι ώρες διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής από το πρωτότυπο συνεχώς αυξάνονται με παράλληλη μείωση των ωρών διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» ανέφεραν οι προτείνοντες και εξήγησαν: «Σήμερα η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα από το πρωτότυπο διδάσκεται 3 ώρες εβδομαδιαίως ανά τάξη και 2 ώρες τα Αρχαία από μετάφραση, ενώ η Νέα Ελληνική Γλώσσα (μαζί με την παραγωγή κειμένων) μόνο 2 ώρες! Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι αποθαρρυντικά για τη γλώσσα και την εκπαίδευση γενικότερα των παιδιών μας. Δεν καλλιεργείται επαρκώς η νέα ελληνική γλώσσα με το ισχύον ωρολόγιο πρόγραμμα, ενώ παράλληλα νοθεύεται το γλωσσικό αίσθημα των παιδιών που κάνουν διαρκώς αυθαίρετες αναγωγές και συγκρίσεις με την αρχαία και μάλιστα με την αττική γλώσσα, που είναι τόσο απομακρυσμένη από τη σύγχρονη γλώσσα. Αυτό πλήττει ακόμη περισσότερο τους πολλούς αλλόγλωσσους μαθητές που φοιτούν στο ελληνικό σχολείο και δεν έχουν γλωσσικό αίσθημα όσον αφορά τη νεοελληνική, αλλά και μαθητές που προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Οπως είναι γνωστό, η γλώσσα μαθαίνεται με τη χρήση της και όχι με τη γνώση της ιστορίας της και της ετυμολογίας των λέξεων. Και η συστηματική χρήση και η μελέτη της νεοελληνικής περιορίστηκαν δραματικά στο σημερινό σχολείο, όταν πλέον είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η καλή γνώση και η χρήση της γλώσσας συμβάλλουν στην καλλιέργεια όλων των γνωστικών αντικειμένων. (…) Τα αποτελέσματα του περιορισμού της διδασκαλίας της νεοελληνικής καταδεικνύονται στα αποθαρρυντικά αποτελέσματα των ελληνικών σχολείων στους διαγωνισμούς του προγράμματος PISA».
Για τους λόγους αυτούς πρότειναν την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο και την αντικατάσταση των ωρών αυτών από διδασκαλία των Νέων Ελληνικών καθώς και Αρχαίων Ελληνικών από μετάφραση. Το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο θα μπορούσε να προσφέρεται ως μάθημα επιλογής στην Γ’ Γυμνασίου για όσα παιδιά ενδιαφέρονται πραγματικά να το παρακολουθήσουν.
Αμέσως ξεκίνησε συζήτηση. Αλλοι φιλόλογοι συμφώνησαν με τους 56 κι άλλοι όχι. Η Πανελλήνια Ενωση Φιλολόγων (ΠΕΦ) έκανε λόγο για πρωτοφανή εξωθεσμική πρωτοβουλία, η οποία παρακάμπτει τα εκλεγμένα επιστημονικά όργανα των φιλολόγων και θέτει ένα σοβαρό εκπαιδευτικό ζήτημα στην πρόχειρη κρίση μιας συχνά τυχαίας υπογραφής. «Λυπούμαστε διπλά που η κίνηση αυτή γίνεται σε εποχή κατά την οποία τα ανθρωπιστικά μαθήματα δέχονται ολόπλευρη επίθεση από το υπουργείο Παιδείας (κατάργηση της διδασκαλίας του «Επιταφίου» στο λύκειο, μείωση των ωρών διδασκαλίας της Λογοτεχνίας, αφαίρεση της διδασκαλίας της Τοπικής Ιστορίας από τους καθ’ ύλην αρμόδιους φιλολόγους)» τόνισε.
ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ. Δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που ξεκίνησε debate για τα Αρχαία Ελληνικά. Η συζήτηση είχε ξαναγίνει το 2013, με αφορμή δηλώσεις της βουλευτού, τότε, της ΔΗΜΑΡ Μαρίας Ρεπούση περί «νεκρής γλώσσας». Την περίοδο εκείνη μάλιστα «ΤΑ ΝΕΑ» είχαν πάρει μια από τις τελευταίες σύντομες συνεντεύξεις μιας εμβληματικής μορφής των ελληνικών γραμμάτων, του Εμμανουήλ Κριαρά, που πέθανε τον επόμενο χρόνο. Ο μεγάλος φιλόλογος πίστευε επίσης ότι τα Αρχαία από πρωτότυπο δεν θα έπρεπε να διδάσκονται στο γυμνάσιο επειδή τα παιδιά φτάνουν απροετοίμαστα από το δημοτικό. Κατά τον Κριαρά, τα Αρχαία θα έπρεπε να διδάσκονται από το πρωτότυπο σε όλες τις κατευθύνσεις του λυκείου, αλλά σε περιορισμένο αριθμό ωρών για όσους δεν κατευθύνονται σε φιλολογικές σπουδές. Την άποψη αυτή διατύπωνε από το 1986, όταν ο τότε υπουργός Παιδείας Αντώνης Τρίτσης έθεσε ζήτημα επαναφοράς των Αρχαίων στο γυμνάσιο, που τελικά πραγματοποιήθηκε το 1992 επί Γιώργου Σουφλιά. Και ο Εμμανουήλ Κριαράς κατέληξε μιλώντας τότε στα «ΝΕΑ»: «Για τον μαθητή του γυμνασίου χρήσιμο θα ήταν να τον βοηθήσουμε να κατακτήσει τη σύγχρονη γλώσσα, ώστε να μπορέσει στο λύκειο να προσεγγίσει τα μυστικά της αρχαίας. Με την παράλληλη διδασκαλία δύο γλωσσικών μορφών, επειδή η συγγένεια μεταξύ τους είναι στενή, τον οδηγούμε σε σύγχυση».