Ισως ήρθε ο καιρός ο κ. Τσίπρας να βάλει γραβάτα. Οχι για να συνομιλήσει με το «κίνημα της γραβάτας» αλλά για να συνειδητοποιήσει ο ίδιος πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα για το κόμμα του. Η συμμετοχή του στο γνωστό πάνελ του Νταβός έκανε εξόφθαλμη την αλλαγή. Η ενδυματολογική σημειολογία του κ. Τσίπρα, μόνος χωρίς γραβάτα, έχει πάψει να εκπέμπει την αντισυμβατικότητα ενός νεαρού ριζοσπάστη ηγέτη. Εχει πάψει να συμβολίζει τον νέο πρωτοπόρο που μάχεται στην Ευρώπη «κατά της λιτότητας». Αντιθέτως, μοιάζει πια σαν μελαγχολική υπόμνηση μιας διαψευσμένης υπόσχεσης. Με αισθητικό παιδισμό και επαρχιωτισμό, εικονογραφεί μια Ελλάδα που μετά τις ψεύτικες υποσχέσεις και τις «μαγικές λύσεις» ξανασυστήνεται σαν εθνική παθογένεια, με ένα φθαρμένο πια επίχρισμα μπαγιάτικου προοδευτισμού.
Αυτός ο μπαγιάτικος προοδευτισμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να επιβιώσει μετά τη μνημονιακή στροφή, παρά μόνο σαν αυτοχλευαζόμενη φάρσα. Η απόσταση αυτών που κάνει από αυτά που λέει και αυτά που λέει ότι κάνει μεγαλώνει διαρκώς και γίνεται πολιτικά μη υποστηρίξιμη. Ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει ένα δύσκολο πρόβλημα ταυτότητας. Καλείται να διαμορφώσει μια συνεπέστερη πολιτική φυσιογνωμία και ένα «νέο αφήγημα», όπως είναι η φράση του συρμού, αλλά για να τα φτιάξει πρέπει να σταθεί με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και λιγότερη αυθάδεια απέναντι στον λαό, και κυρίως απέναντι στον εαυτό του. Από αυτή την άποψη, ο φλύαρος λόγος του κ. Τσίπρα στην επέτειο της πρώτης εκλογικής νίκης του κόμματος ήταν απογοητευτικός. Κάθε λέξη προσέκρουε μετωπικά με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης που προέκυψε μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη του Σεπτεμβρίου. Το μόνο που προσπάθησε να κάνει ήταν να προτείνει και πάλι τα βασικά συριζαίικα λαϊκιστικά μοτίβα της αντιπολιτευτικής περιόδου, με μικρές παραλλαγές.
Ομως αυτή η προσέγγιση δεν υπολείπεται απλώς από την ανάγκη αναμόρφωσης της πολιτικής φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ. Γίνεται και αυτοϋπονομευτική. Αν υπάρχει ένα αναντίρρητο δεδομένο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με τη «σκληρή διαπραγμάτευση» του 2015 έδεσε τη χώρα για άλλα τρία χρόνια με Μνημόνιο, και ταυτόχρονα δέθηκε και αυτός. Οσο και αν αποκηρύσσει την «ιδιοκτησία», στην πραγματικότητα εξαρτά την τύχη του από αυτό. Η μόνη ρεαλιστική πολιτική επιλογή του κ. Τσίπρα, την οποία επανέλαβε στον πανηγυρικό τής επετείου, είναι να περάσει την αξιολόγηση με την ελπίδα ότι αυτή θα αποτελέσει εισιτήριο για την ανάκαμψη. Εχοντας έρθει στην εξουσία ως φορέας ενός ριζοσπαστικού συντηρητισμού, δηλαδή ενός επιθετικού αντιμνημονιακού λαϊκιστικού λόγου που στην ουσία απέρριπτε κάθε αλλαγή, δεν έχει δικό του μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα πέρα από αναπαλαιώσεις της δεκαετίας του 1980 (το παράδειγμα της εκπαίδευσης είναι χαρακτηριστικό). Η προγραμματική καθήλωση κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει μεγαλύτερη ανάγκη το ΟΚ των δανειστών ως διαπιστευτήριο για τις διεθνείς αγορές, από όσο το είχαν οι προηγούμενοι. Αλλιώς, με μια πολιτική φυσιογνωμία που διώχνει επενδύσεις, σε τι ανάκαμψη μπορεί να ελπίζει;
Την ίδια όμως στιγμή, προσπαθεί να αναθερμάνει έναν πολωτικό λαϊκιστικό λόγο ως νομιμοποιητικό περίβλημα της αλλαγμένης κυβερνητικής πολιτικής, παρότι γίνεται όλο και λιγότερο πειστικός. Ισως γιατί αυτή είναι η θεμελιακή πολιτική κουλτούρα του κόμματος και του ηγέτη. Ισως γιατί το έκανε ως αντιπολίτευση και του βγήκε. Ισως γιατί δεν ξέρει προς το παρόν τι άλλο να κάνει. Ετσι στον επετειακό λόγο ξανακούσαμε γνωστά μοτίβα, παρότι ηχούσαν πλέον ξέπνοα. Το μοτίβο του εθνικολαϊκισμού: η έγκληση του λαού ως έθνους το οποίο «αντιστέκεται στους ξένους», στον Σόιμπλε, στους Γερμανούς, και ταυτόχρονα καταγγέλλει τους εγχώριους πολιτικούς αντιπάλους σαν «υπηρέτες των ξένων» και επομένως εθνικά αποσυνάγωγους. Με άλλα λόγια, συνεχίζεται η αθλιότητα της αριστερής εκδοχής «εθνικοφροσύνης», με μικρότερο βέβαια θράσος γιατί όπως και να το κάνουμε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τώρα ο διεκπεραιωτής του Μνημονίου. Ακούσαμε επιπλέον το μοτίβο του κοινωνικού λαϊκισμού: η έγκληση του λαού ως το σύνολο των «κάτω» που αντιπαρατίθενται στους «πάνω», στην «ολιγαρχία», στο κεφάλαιο κ.λπ. Αρκετά όμως τροποποιημένο. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς δεδομένου ότι όλο και περισσότερες κοινωνικές ομάδες διαδηλώνουν, με αυξανόμενη οργή, κατά της κυβέρνησης. Ετσι, ο συριζαίικος λόγος άρχισε να κόβει τους «κάτω» σε μικρότερες φέτες. Οι «μικρομεσαίοι» αναγορεύονται σε προνομιούχους και ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αυτοσυστηθεί, κατ’ αντιδιαστολή, σαν η παράταξη «των φτωχών». Οι συντάξεις των μεσαίων και των μικρομεσαίων περικόπτονται από την ανάγκη δημοσιονομικής περιστολής ενός μη βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος, για το οποίο ευθύνονται όλα τα μεταπολιτευτικά κόμματα, της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς, όπως επίσης ευθύνεται και η καταστροφική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Για άλλη μια φορά επίσης, η αναγκαστική περιστολή δεν συνοδεύεται από ουσιαστική μεταρρύθμιση του συστήματος. Αλλάζουν όμως οι λέξεις. Η περαιτέρω φτωχοποίηση των μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων αποκαλείται «αναδιανομή», για να χρυσώσει ιδεολογικά το χάπι στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Λες και η Ελλάδα έχει κοινωνικό διχασμό μεταξύ μεσαίων και φτωχών στρωμάτων τύπου ΗΠΑ και Βρετανίας ή ότι μεταξύ Περάματος και Εκάλης δεν υπάρχουν το Περιστέρι, η Ν. Σμύρνη, η Δάφνη και η Καισαριανή.
Η εμμονή του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ στα προηγούμενα λαϊκιστικά μοτίβα είναι πλέον αντιφατική και υποσκάπτει την προοπτική της ανάκαμψης από την οποία εξαρτάται η επιβίωση της κυβέρνησης. Κατά τούτο, είναι ένας λαϊκισμός που χάνει επαφή με την κυβερνητική αποτελεσματικότητα και την ομαλοποίηση της σχέσης της Ελλάδας με την Ευρώπη και τη διεθνή σκηνή. Η εθνικολαϊκιστική δημαγωγία εγκλωβίζει τη χώρα στο καθεστώς κράτους-παρία, την ίδια στιγμή που το Μεταναστευτικό παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Στο εσωτερικό πάλι, έχοντας εκ των πραγμάτων στερηθεί την ευκολία του αντιμνημονιακού λόγου, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί συστηματικά να οξύνει τον διχασμό. Αδυνατώντας να επαναπροσδιορίσει το κομματικό «εμείς», χρειάζεται να κατασκευάζει συνεχώς «εχθρούς». Ενώ οι κοινωνικές ομάδες στοιχίζονται η μία μετά την άλλη κατά της κυβέρνησης, ο κ. Τσίπρας επιμένει σε έναν λαϊκισμό που αδειάζει από λαό. Τη συνέχεια την ξέρουμε. Οταν ο πραγματικός λαός βλέπει να αποδιοργανώνεται ο «λαός» που επικαλούνται οι λαϊκιστές, τότε και ο ίδιος αποσύρει τη συναίνεσή του με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ κινούνται σε ένα πεδίο στο οποίο η εμμονή στον επιθετικό λαϊκισμό συγκρούεται με την ομαλή εξέλιξη της χώρας. Αυτή η αντίφαση δίνει μία και μόνη συνισταμένη. Τη στασιμότητα –η οποία μάλιστα στη σημερινή δραματική αστάθεια του ευρωπαϊκού τοπίου μπορεί να μας οδηγήσει και πάλι σε περιπέτειες. Είναι επίσης πολύ πιθανό να συνεπιφέρει τον διασυρμό της αριστερής παράδοσης και τη διάχυση ενός μαζικού πολιτικού κυνισμού χωρίς προηγούμενο.
Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δυνατότητες να σκεφθεί διαφορετικά τον εαυτό του και να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του. Το πιθανότερο είναι να συνεχίσει, όσο οι εκλογικοί συσχετισμοί του επιτρέπουν, στην ίδια πορεία και να μετακυλήσει το κόστος στη χώρα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου