Οσο κι αν ακούστηκαν ως υπερβολή δυο στίχοι από ένα τραγούδι που λέει ο Γιώργος Νταλάρας, «Τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό / τα ελάφια όταν σκύβουν για νερό», ο άνθρωπος που τους επανέλαβε τον θεώρησε ως τον καλύτερο τρόπο για να εκφράσει το παράπονό του. Είχε μόλις βγει από ένα θέατρο σχετικά κοντά στο κέντρο της Αθήνας και είδε, μαζί με πολλούς άλλους, «στολισμένο» το παρμπρίζ του αυτοκινήτου του με το γνωστό χαρτάκι της κλήσης.

Αν είχε δίκιο, καθώς και όλοι οι άλλοι που εκφράστηκαν με έναν πολύ λιγότερο ποιητικό και αρκούντως υβριστικό τρόπο, ήταν κατά τούτο: τα απαγορευτικά για τη στάθμευση στον χώρο όπου είχαν παρκάρει τα αυτοκίνητα –δύο μόνο και σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους –ήταν σκεπασμένα από τα δέντρα, χώρια που το σκοτάδι της νύχτας, με την πλήρη έλλειψη ηλεκτροφωτισμού της περιοχής, τα έκανε ακόμη πιο δυσδιάκριτα –άφαντα είναι το σωστό.

Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε δύο ακόμα αντιδράσεις που δείχνουν πώς έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια –ή από πολύ παλαιότερα; –οι σχέσεις των πολιτών με το κράτος, αφού σίγουρα η Τροχαία μπορεί να λογαριαστεί ως κράτος, και μάλιστα πολύ βαθύ. Η πρώτη αντίδραση προερχόταν από έναν υπερήλικο που μετέβαλλε την αγανάκτησή του σε μια παρατήρηση μεγάλης ηθικής σημασίας, καθώς παρουσίαζε τους αρμούς της κοινωνικής συμβίωσης πρόρριζα άρρωστους, σάπιους: «Πηγαίνεις κάπου να ξεσκάσεις για δυο ώρες και κάποιος καιροφυλακτεί για να σου τις φαρμακώσει». Ενα κράτος που γίνεται αντιληπτό ως ένας ύπουλος εχθρός, προορισμένος να αφανίσει κάθε, εξοικονομημένο με χίλιες δυο στερήσεις, περιθώριο χαράς, έχει πάψει να υφίσταται ακόμη και θεωρητικά ως ένας υποτυπώδης, σύμφωνος με τις ανάγκες των ανθρώπων, μηχανισμός.

Η δεύτερη αντίδραση, όπως την εκδήλωσε μια νεαρή οδηγός, συγκροτούσε, παρά την ανεμελιά που τη χαρακτήριζε, μια ολέθρια απαξίωση όσον αφορά την πρόσληψη του κράτους ως μιας νομιμότητας, ή έστω νομιμοφάνειας, για καθετί που συνδέεται μαζί του. «Οταν το κράτος χρειάζεται χρήματα, θα σου τα πάρει με όποιον τρόπο μπορεί, ασχέτως αν οι ευθύνες για τις παρανομίες των πολιτών βαραίνουν αποκλειστικά το ίδιο». Οταν έναν υπαίθριο χώρο, αφώτιστο χωράφι περισσότερο παρά μια γεωμετρημένη, εύτακτη περιοχή, όπου κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να στραμπουλίξεις ή να σπάσεις το πόδι σου, το κράτος, δηλαδή η Τροχαία, τον θεωρεί ως τον ιδεωδέστερο για να ελέγξει τη διάθεση για νομιμότητα των πολιτών, το ίδιο έχει αποτύχει παταγωδώς στις αντίστοιχες εξετάσεις.

Μια αποτυχία που χωρίς να τη μαλακώνει το φως της μέρας, αφού δεν εμποδίζει την επαφή με τους δημόσιους οργανισμούς να συνειδητοποιείται ως εφιάλτης, η προέκταση της αποτυχίας αυτής μέσα στη νύχτα μεταβάλλει το κράτος από υπόλογο και ένοχο σε κάτι πολύ πιο τρομακτικό: σε μια σατανικά τεχνουργημένη παγίδα απ’ όπου αποκλείεται να ξεφύγεις, αισθανόμενος, αν και αθώος, πως έχεις φταίξει χωρίς να το γνωρίζεις.