Δεν έχει μόνο η χώρα μας το δυσάρεστο προνόμιο να υποβαθμίζει τους θεσμούς της μπροστά στην εξυπηρέτηση επιδιώξεων της στιγμής. Ακόμα κι η πατρίδα των θεσμικών αντίβαρων μπορεί να δώσει το κακό παράδειγμα.

Στις ΗΠΑ το Ανώτατο Δικαστήριο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και σχεδόν ανοιχτά πολιτικό όργανο. Οι εννέα δικαστές προτείνονται από τον πρόεδρο και επικυρώνονται από τη Γερουσία, υπηρετούν εφ’ όρου ζωής και «λύνουν», σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, όλα τα μείζονα ζητήματα της δημόσιας ζωής. Από μία απόφαση, και συχνά από μία ψήφο, εξαρτάται όχι μόνο η ερμηνεία του Συντάγματος αλλά και το ποιος θα είναι πρόεδρος (υπόθεση Μπους εναντίον Γκορ του 2000), καθώς και ποιες δυνατότητες έχει επιρροής έχει ο εκάστοτε πρόεδρος: υπό την παρούσα σύνθεσή του και σχεδόν πάντα με πλειοψηφία 5-4, το Δικαστήριο έταμε ζητήματα όπως η χρηματοδότηση των εκλογικών αναμετρήσεων, η επέκταση της δημόσιας ασφαλιστικής κάλυψης («Ομπάμακεαρ»), το επιτρεπτό και τα όρια των αμβλώσεων και των γάμων μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου. Στα θέματα αυτά, στο αμέσως επόμενο διάστημα, θα προστεθεί η τήρηση των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων του αμερικανού προέδρου αλλά και της πρόσφατης παγκόσμιας συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα. Από το τι θα «πει» το Ανώτατο Δικαστήριο εξαρτάται η αμερικανική και σε κάποιον βαθμό και η παγκόσμια πολιτική.

Ετσι εξηγείται, αλλά δεν δικαιολογείται, η αντίδραση των Ρεπουμπλικανών στην άμεση κάλυψη της θέσης ενός ανώτατου δικαστή που πέθανε αυτές τις μέρες. Πατώντας πάνω στην κρισιμότητα των ανοιχτών θεμάτων και την πολιτική σημασία του Δικαστηρίου –εντός του οποίου ο εκλιπών αποτελούσε, επί 30 χρόνια, τη σημαίνουσα φωνή της συντηρητικής Αμερικής -, στην οριακή ισορροπία «φιλελεύθερων» και «συντηρητικών» δικαστών καθώς βεβαίως και στο γεγονός ότι η χρονιά που διανύουμε είναι εκλογική, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ομπάμα αμφισβητούν –και μάλιστα όχι μόνο στα λόγια, αφού διαθέτουν την πλειοψηφία στη Γερουσία –το δικαίωμά του να κινήσει εκείνος τη διαδικασία και την υποχρέωση η εκκρεμότητα να κλείσει το συντομότερο δυνατό. Πράττοντας έτσι παραβιάζουν μια σειρά από νομικούς και πολιτικούς κανόνες: οι θεσμοί έχουν αδιάλειπτη συνέχεια σε ένα κράτος δικαίου, η πλήρωση κρίσιμων θέσεων δεν (μπορεί να) εξαρτάται από τη συγκυρία, οι δικαστές, ακόμα και στο αμερικανικό σύστημα, από τη στιγμή που θα διοριστούν είναι δικαστές και όχι πολιτικοί, ενώ δεν επιτρέπεται να προκαταλαμβάνεται, πόσω μάλλον να εκβιάζεται, η άσκηση νόμιμων αρμοδιοτήτων.

Στο πολύ στενότερο ελληνικό πλαίσιο, σε παρόμοια σφάλματα υποπίπτει η κυβέρνηση με τη στάση της έναντι των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, ρυθμίζοντας η ίδια, και μάλιστα με βραχυπρόθεσμη στόχευση, ένα συνταγματικό αγαθό που ανήκει σε μια ανεξάρτητη Αρχή και έχει τεθεί υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Το ίδιο δίνει σημάδια ότι ετοιμάζεται να κάνει και για τον εκλογικό νόμο, επιλέγοντας το προσφορότερο ενόψει των νέων πολιτικών συσχετισμών και όχι το καλύτερο για τη λειτουργία των θεσμών σύστημα. Κι εδώ, όπως και στην αμερικανική περίπτωση, πρόκειται για θέματα αρχών που απαιτούν να δοθεί μια –ανυποχώρητη –μάχη αρχών.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος