Δύσκολο το δίλημμα που θέσατε σε εμάς τους πολίτες, κ. Τσίπρα. «Δεν είμαστε ψεύτες –είχαμε αυταπάτες». Τι είναι, άραγε, καλύτερα για εμάς; Ενας ψεύτης Πρωθυπουργός που μπορεί τουλάχιστον να έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή ένας αυταπατώμενος Πρωθυπουργός που ως εκ τούτου αγνοεί τις πραγματικότητες; Δεν αποκλείεται εξάλλου κάποιος να έχει και αυταπάτες, και να είναι ψεύτης. Σε αυτή την περίπτωση, προφανώς, η τύχη ημών των πολιτών περιπλέκεται.
Σε τι συνίστατο η «αυταπάτη» σας δεν το έχετε πει, αλλά είναι προφανές. Στην αυταπάτη ότι υπήρχε άλλος δρόμος από αυτόν που ακολουθούσαν οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της χρεοκοπίας. Τον ίδιο άλλωστε που ακολούθησαν και όλες οι άλλες χώρες που μπήκαν και βγήκαν από τα Μνημόνια. Αντιθέτως, η δική σας «αντιμνημονιακή πολιτική» διοχέτευσε την οργή και την προσπάθεια της κοινωνίας σε λάθος κανάλια, αιχμαλώτισε το φαντασιακό της σε ψεύτικες καταστάσεις. Το αντιμνημόνιο είναι αυτό που σήμερα αποκαλύπτεται ως αυταπάτη, απάτη και ψεύδος ταυτόχρονα. Αυταπάτη γιατί στηρίχτηκε σε λάθος ανάγνωση της πραγματικότητας, απάτη γιατί συνειδητά διαστρέβλωνε την πραγματικότητα, ψεύδος γιατί προωθήθηκε με μια ανενδοίαστη προπαγάνδα που συνεχίζεται ώς σήμερα.
Εχουν νόημα τέτοιες αναδρομές τώρα που επισφραγίστηκε η μνημονιακή κωλοτούμπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Εχουν. Χρειάζεται να μετρήσουμε το κόστος του ψεύδους και της αυταπάτης γιατί θα το βρούμε μπροστά μας. Το κόστος δεν είναι μόνο οικονομικό, παρότι ο απολογισμός που κάνουν οι ειδικοί είναι συντριπτικός για τον απλό πολίτη. Μεγαλύτερο είναι το εθνικό και πολιτικό κόστος, καθώς η χώρα βιώνει μια πρωτοφανή υποβάθμιση στη διεθνή και ευρωπαϊκή σκηνή. Διαπιστώσαμε πόσο «ψύχραιμα» αντιμετώπισαν τα διεθνή ΜΜΕ και οι ευρωπαϊκές ηγεσίες τη νέα «διαπραγμάτευση» και τις «απειλές» ότι η κυβέρνηση θα καταφύγει πάλι σε εκλογές. Η Ελλάδα των συριζανελιτών είναι γεωγραφικά, στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά μια χώρα σε καραντίνα. Ακίνδυνη πια, σαν εξουδετερωμένη βόμβα, σε έναν κόσμο, σε μια Ευρώπη που έχουν μεγαλύτερα προβλήματα για να ανησυχούν.
Η αυταπάτη και το ψεύδος ξεκίνησαν από την ίδια την ανάλυσης της ελληνικής κρίσης που προτείνατε, κ. Τσίπρα. Ηταν άλλη μια εκδοχή της γνωστής ιστορικής παραμυθίας «φταίνε (μόνο) οι ξένοι» με την οποία επανειλημμένα αποφεύγουμε ως Ελληνες την ανάληψη της ευθύνης του εαυτού μας από τον εαυτό μας. Αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να αναγνωρίσει το εμφανές, ότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση της ευρωζώνης είχαν φέρει στην επιφάνεια τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά όρια του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης, προέβαλε τη βαρουφάκεια φόρμουλα ότι επρόκειτο μόνο για «κρίση χρέους» και ότι η σωτηρία θα ερχόταν από τη διαγραφή του. Συμπληρώθηκε η διάγνωση με μια «νεοκεϊνσιανή», υποτίθεται, ρητορεία που θεωρούσε ότι το πρόβλημα ήταν η μειωμένη ζήτηση που προκλήθηκε από το Μνημόνιο. Βοήθησαν, είναι αλήθεια, σε αυτό κάποια ονόματα της διεθνούς οικονομίας όπως ο Κρούγκμαν, ο Στίγκλιτς ή ο Πικετί, οι οποίοι είχαν ως στόχο την αμερικανική ή τη γερμανική πολιτική και μια «στο περίπου» γνώση της Ελλάδας.
Η βολική απλούστευση των αιτίων της κρίσης δεν εμπόδισε τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να εξαπολύσουν μια πλήρως αποδομητική επίθεση κατά της μεταπολιτευτικής Ελλάδας η οποία αναγορεύτηκε σε συνώνυμο της χρεοκοπίας, αντίληψη που έχει δυστυχώς περάσει ευρέως στις νεότερες γενιές. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε υπεύθυνο γενικά και αφηρημένα τον «δικομματισμό», γεγονός που δεν τον εμπόδισε ούτε τον εμποδίζει να τον αναπαράγει, επιδιώκοντας να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ, μαζεύοντας τα περιτρίμματα του παλαιού πολιτικού προσωπικού, υιοθετώντας όλες τις γνωστές επικοινωνιακές και πελατειακές πρακτικές που κάποτε η Αριστερά καταδίκαζε.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε μια ακραία πολωτική δημαγωγία, στα όρια ενός άοπλου εμφυλίου, ενθαρρύνοντας τη βία, καλλιεργώντας μια απεχθή αριστερή εθνικοφροσύνη που αναγόρευε τους αντιπάλους σε προδότες. Εφτιαξε μάλιστα αυτό το συμμαχικό εκτόπλασμα των συριζανελιτών που δείχνει εντυπωσιακά φαινόμενα ώσμωσης. Ενώ επικαλούνταν τη δημοκρατία, συνέδραμε ώστε η δημοκρατική ωριμότητα την οποία με κόπο κατακτούσε η Ελλάδα να κάνει βήματα πίσω. Οι πολιτικές του επιλογές και η δημαγωγική του πρακτική, από κοινού με τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, συνέργησαν ώστε να σημειώνεται ολόγυρά μας μια επιταχυνόμενη υποβάθμιση της θεσμικής κουλτούρας της χώρας. Το βλέπουμε στο δικαστικό σώμα, στα ΜΜΕ, στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Μπορεί κάποιος να πει ότι είναι αναμενόμενο, ότι έτσι συμβαίνει στην αρχική φάση που μια λαϊκιστική παράταξη ανεβαίνει στην εξουσία. Λάθος. Δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Τώρα δεν έχουμε τη «βέβηλη» αλλά ενδεχομένως αναγεννητική πνοή που δίνει «η είσοδος των λαϊκών μαζών στους θεσμούς». Εδώ έχουμε τη σύμπλεξη του κομματισμού και της πόλωσης που εκπορεύονται από την κυβέρνηση, με την αυτοτελή εσωτερική κρίση βασικών κρατικών θεσμών και την έκπτωση των αντίστοιχων κρατικών ελίτ που τους στελεχώνουν. Η Δικαιοσύνη είναι και πάλι το πιο κραυγαλέο παράδειγμα.
Τώρα ο Τσίπρας διέβη τον Ρουβίκωνα και μαζί πήρε όλον τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι 53 και προσωπικά ο Τσακαλώτος αυτοακυρώθηκαν ως «αριστεροί ψάλτες» μιας δήθεν εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Το πολύ πολύ να μείνουν σαν λόμπι εξουσίας. Στην πραγματικότητα ο Τσίπρας έγινε ο πιο μνημονιακός Πρωθυπουργός και ο ΣΥΡΙΖΑ το πιο μνημονιακό κόμμα, γιατί ουσιαστικά αυτό διαπραγματεύτηκε με τους δανειστές: ότι μπορεί να ενσωματώσει το αντιμνημονιακό ρεύμα στο Μνημόνιο.
Πολλά γράφονται αυτές τις μέρες για τα πιθανά πολιτικά σενάρια, τις οικονομικές επιπτώσεις και περισσότερα θα γραφτούν προσεχώς. Αναμφίβολα θα υπάρξει μια κάποια πολιτική σταθεροποίηση, αν και η οικονομία δύσκολα θα βγει από την παρατεταμένη στασιμότητα. Ας κρατήσουμε όμως ότι όποιες και αν είναι οι εξελίξεις, θα παραμείνει στη συλλογική συνείδηση ή στο συλλογικό υποσυνείδητο ένα ανοιχτό ηθικό ζήτημα, με αυτοτελείς και αυτόνομες πολιτικές επιπτώσεις. Γιατί μπορεί όλα τα μεταπολιτευτικά κόμματα να έδιναν υποσχέσεις ως αντιπολίτευση και να τις ξεχνούσαν όταν γίνονταν κυβέρνηση, αλλά κανένα δεν εξαπάτησε με τόσο απροκάλυπτο τρόπο τον «κοσμάκη» όπως οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με τον αντιμνημονιακό λόγο και τη μεγαλοπρεπή μνημονιακή κωλοτούμπα. Δεν κάνουμε αφελή ηθικολογία. Υπάρχει ένα ηθικό ζήτημα που εκτρέφει και θα γιγαντώσει τον πολιτικό κυνισμό. Και της εξουσίας και των πολιτών. Ο πολιτικός κυνισμός της εξουσίας καταλήγει πάντα σε διαφθορά, διαπλοκή και σκάνδαλα. Οι πολίτες σωπαίνουν όταν ωφελούνται προσωπικά, αλλά εκρήγνυνται βίαια όταν βλάπτονται. Οσο μένει ανοιχτό αυτό το ηθικό ζήτημα, η χώρα δεν θα επιστρέψει στην κανονικότητα. Ποιος θα είναι ο τρόπος της πολιτικής κάθαρσης και της υπέρβασης του διχασμού της κοινωνίας μένει να φανεί. Σίγουρα η υπέρβαση αφορά όλα τα κόμματα, αλλά πρωτίστως εσάς, κ. Τσίπρα, και τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ας μην προσπεράσετε το ζήτημα με τη σκέψη ότι ο λαός σάς ψήφισε και ότι οι νικητές, όπως και οι νεκροί, δεδικαίωνται. Μπορεί να αποδειχτεί και αυτό μια αυταπάτη.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου