Με αφορμή τον θάνατο των δύο φοιτητών στη Λάρισα που αποκοιμήθηκαν πλάι σε αναμμένο μαγκάλι, κυριάρχησαν και πάλι στον δημόσιο λόγο τα πολιτικά επιχειρήματα της αμετροέπειας: Βουλευτές και δημοσιογράφοι, επενδύοντας στην εύκολη συγκίνηση, δεν προσέγγισαν το γεγονός ως δυστύχημα αλλά ως συνέπεια της κρίσης, του Μνημονίου, των περικοπών. Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά ο λαϊκισμός μονοπωλεί την πολιτική ατζέντα.
Αρχικά, η πολιτική εκμετάλλευση θανάτων εκφράστηκε στις μέρες μας κυρίως μέσα από τις αυτοκτονίες. Οι αυτόχειρες παρουσιάζονται από ΜΜΕ και πολιτικούς ως θύματα επιδημίας στην Ελλάδα της κρίσης, ακόμη κι αν το επιχειρηματικό τους ιστορικό δεν παραπέμπει σε χρεοκοπία.
Τον περασμένο Ιούνιο είχα παρουσιάσει στα «ΝΕΑ» την περίπτωση ενός συνταξιούχου οικοδόμου από τον Κρουσώνα Ηρακλείου που στα 66 του χρόνια έστρεψε την κάννη της κυνηγετικής του καραμπίνας καταπρόσωπο. Ο τοπικός Τύπος παρουσίασε την είδηση ως μία ακόμη οικονομική αυτοκτονία. Το κουβάρι της απόγνωσης όμως του αυτόχειρα δεν κατέληγε σε δάνεια, χρέη ή ακάλυπτες επιταγές, αλλά σε βαρύ ψυχιατρικό ιστορικό. Ο Αλέξανδρος Βγόντζας, διευθυντής της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου βεβαίωνε ότι ο 66χρονος υπέφερε για χρόνια από βαριά κατάθλιψη και παρακολουθούταν από το προσωπικό της κλινικής. Έρευνα ιατροδικαστών και ψυχιάτρων στην Κρήτη έδειξε ότι από τις 11 αυτοκτονίες στο νησί τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο, μόνο τρεις σχετίζονταν με οικονομικά ζητήματα.
Τα τοπικά και εθνικής εμβέλειας ΜΜΕ επέμεναν να γράφουν για «επιδημία αυτοκτονιών». Έρευνα όμως της ψυχολόγου Αναστασίας Καστανάκη αποδεικνύει το αντίθετο. Οι αυτόχειρες στην Κρήτη ήταν 46 το 2009, 36 το 2010 και 48 το 2011. Το 2000 όμως, στην περίοδο του Χρηματιστηρίου είχαν φτάσει τους 61 – αριθμός ρεκόρ για το νησί την τελευταία δωδεκαετία. Το 2005 ήταν 47 και το 2008, πριν ξεδιπλωθεί η κρίση στην Ελλάδα, 46. Εκείνα τα χρόνια όμως οι αυτοκτονίες δεν προβάλλονταν.
Αντίστοιχα, θάνατοι από μονοξείδιο του άνθρακα είχαν γίνει πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες και σε άλλες εποχές. Οικογένειες κλείνονταν στα υπνοδωμάτιά τους για να γλιτώσουν από το κρύο. Έφραζαν τις χαραμάδες. Τοποθετούσαν ανάμεσά τους μαγκάλια με τα κάρβουνα να καίνε και να ρουφούν το οξυγόνο. Ενδεικτικά, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 τα «ΝΕΑ» είχαν δημοσιεύσει τέσσερα περιστατικά. Τότε βέβαια οι θάνατοι αντιμετωπίζονταν ως ατυχήματα. Δεν υπήρχε το αντίστοιχο οικονομικό πλαίσιο για να τους καπηλευτεί κάποιος πολιτικά.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1980 «ΤΑ ΝΕΑ» γράφουν για «την τραγωδία της Νέας Μάκρης». Μια τετραμελής οικογένεια πέθανε από αναμμένο μαγκάλι. Ο ξυλουργός, Στάθης Γαρεφαλάκης είχε κλείσει ερμητικά τις πόρτες για να κρατήσει το σπίτι ζεστό. Ο αέρας δεν ανανεωνόταν. «Υπολογίζουμε, κύριοι, ότι πεθάνανε από το μονοξείδιο του άνθρακα», είχαν πει οι Αρχές στους δημοσιογράφους. «Την τελευταία στιγμή φαίνεται πως κάτι κατάλαβε ο πατέρας και προσπάθησε να κινηθεί. Στην προσπάθειά του αυτή παρέσυρε το μαγκάλι. Έπεσε νεκρός, αλλά τα κάρβουνα από το μαγκάλι είχανε σκορπίσει στο μεταξύ. Κάποιο κάρβουνο μετέδωσε φωτιά στα κλινοσκεπάσματα και στη συνέχεια στα στρώματα. Τα παιδιά και η γυναίκα που βρισκόταν στο κρεβάτι, προφανώς ήδη νεκροί, άρχισαν να σιγοψήνονται. Ξέρετε είναι άτιμο αυτό το μονοξείδιο. Στην αρχή ναρκώνεσαι και σιγά- σιγά πεθαίνεις από ασφυξία».
Στις 29 Ιανουαρίου 1973 «ΤΑ ΝΕΑ» γράφουν για «άλλα δύο θύματα από μαγκάλι». Ο Ιωάννης Μπαϊρακτάρης, 70 ετών, και η γυναίκα του Χρυσούλα, 68 ετών, πέθαναν από ασφυξία στο διαμέρισμά τους στην οδό Σάθα 12 στα Πατήσια. Στο δωμάτιό τους βρέθηκε μαγκάλι με σβησμένα κάρβουνα. Ο ιατροδικαστής, σύμφωνα με την εφημερίδα, «διαπίστωσε ότι ο θάνατός τους προήλθε από μονοξείδιο του άνθρακος».
Παρόμοιες ιστορίες καταγράφονται και σε άλλες γειτονιές τη δεκαετία του ’70. Ο εργάτης Βάιος Μπάλτσης πέθανε σε ηλικία 43 ετών στο δωμάτιό του στη Φιλοδασική Ένωση Καισαριανής. Είχε τοποθετήσει πλάι του ένα μαγκάλι με αναμμένα κάρβουνα. Από την ίδια αιτία βρέθηκε νεκρός και ο οικοδόμος Γ. Δημούδας στο σπίτι του, στην οδό Καραπαναγιώτη 4 (περιοχή Γκύζη). Ήταν 18 ετών.