Βιάστηκαν πολλοί, αναλυτές και μη, να μιλήσουν για ένα νέο «Μαρακανάζο» συγκρίνοντας την συντριβή της Βραζιλίας από τη Γερμανία με 7-1, με την τραγωδία του χαμένου αγώνα με την Ουρουγουάη το 1950 που στοίχισε και τον παγκοσμιο τίτλο στη Σελεσάο.
Καμία σχέση όμως δεν έχει το «Μινεϊράσο» (που βγαίνει από το όνομα του σταδίου «Μινεϊράο» του Μπέλο Οριζόντε) με την τραγωδία του 1950.
Και είναι πολύ απλό το γιατί.
Τότε, μιλάμε για μια υπερομάδα που «πέταγε φωτιές» σε κάθε παιχνίδι, με μια τρομερή επιθετική γραμμή προεξέχοντος του Αντεμίρ, αλλά και του Φριάκα καθώς και του Τσίκο και του Ζαϊρ. Είχαν μέσο όρο πάνω από τέσσερα γκολ και στην τελική φάση είχαν φιλοδωρήσει με 7-1 την Ισπανία και 6-1 τη Σουηδία (με τις οποίες είχε…αγκομαχήσει η Ουρουγουάη, φέρνοντας ισοπαλία 2-2 με την Ισπανία και νικώντας 3-2 τη Σουηδία).
Χρειάζονταν μόνο το βαθμό της ισοπαλίας μπροστά σε 200.000 φίλους τους στο αχανές Μαρακανά του Ρίο για να πάρουν το πρώτο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.
Η κατάκτηση του Κυπέλλου έμοιαζε ως η καλύτερη ευκαιρία για ένα έθνος που είχε προσφάτως επανακτήσει τη δημοκρατία του ύστερα από δεκαπέντε χρόνια δικτατορίας, να ορθώσει ξανά το ανάστημα του και να νοιώσει περήφανο για το ποδόσφαιρο που το λατρεύει σαν θρησκεία.
Παρά το γεγονός ότι προηγήθηκαν στο δεύτερο ημίχρονο με τον Φριάκα, δεν κατάφεραν να κρατήσουν το βαθμό και μετά την ισοφάριση του Σκιαφίνο, ο Γκίτζια έγινε ο τρίτος άνθρωπος στον κόσμο, μετά τον Πάπα και τον ΦράνκΣινάτρα που έκανε το Μαρακανά να σιγήσει.
Προκαλώντας δυστυχώς και αυτοκτονίες.
Η κατάκτηση του κυπέλλου θα ήταν ουσιαστικά τόνωση του ηθικού μιας ταλαιπωρημένης – τότε- χώρας ότι μπορεί να στηριχτεί στις δυνάμεις της. Αντίθετα παρέμεινε ο φόβος και η ανασφάλεια.
«Σήμερα, ο πόνος της τότε Βραζιλίας, ερμηνεύεται ως αναπόφευκτο βήμα στην ενηλικίωση του έθνους» έγραψε πολύ εύστοχα στο βιβλίο του “Futebol: A Brazilian way of life” ο Άλεξ Μπέλος.
Το τρόπαιο Ζυλ Ριμέ, θα κάλυπτε τότε, την φτώχεια, την εξαθλίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, έστω για λίγες μέρες. Μιας χώρας χτυπημένης από τον ρατσισμό και δεν είναι τυχαίο που οι τρεις μαύροι εκείνης της Βραζιλίας (με αποκορύφωμα τον άτυχο τερματοφύλακα Μπαρμπόσα) θεωρήθηκαν οι βασικοί υπαίτιοι της ήττας.
Ο διασυρμός και συνάμα αποκλεισμός από τη Γερμανία το 2014, δεν έχει καμία σχέση με το 1950 καθώς ακόμα και οι ίδιοι οι ποδοσφαιρόφιλοι Βραζιλιάνοι έβλεπαν ότι το τρένο θα…εκτροχιαστεί. Το έσωσε ο Ιάπωνας ρέφερι στην πρεμιέρα με την Κροατία, ο Ζούλιο Σέζαρ και κυρίως το δοκάρι του στο 120’ της παράτασης στον αγώνα με τη Χιλή που κρίθηκε στα πέναλτι και ο φόβος της Κολομβίας στο πρώτο ημίωρο του προημιτελικού.
Όμάδα δεν είχε η Βραζιλία στηρίζοντας τις ελπίδες της σε έναν 22χρονο σταρ όαση για το σύνολο του Σκολάρι. Όμως ο Νεϊμάρ τραυματίστηκε.
Ακόμα και ο κορυφαίος αμυντικός της, Τιάγκο Σίλβα λες και…είχε προβλέψει το μέλλον πήρε βλακωδώς κάρτα με την Κολομβία και έζησε τον αγωνιστικό εξευτελισμό του 7-1 από την εξέδρα.
Όσο για τον Βραζιλιάνο τεχνικό, πήγε κόντρα στο dna αυτής της ομάδας και της χώρας όσο κανείς άλλος και τιμωρήθηκε.
Δεν είναι τυχαίο ότι επί ημερών του η Βραζιλία γνώρισε τη μεγαλύτερη και πιο εξευτελιστική ήττα της ιστορίας της, ενώ η καλύτερη γενιά που έβγαλαν ποτέ οι Πορτογάλοι από τη δεκαετία του 1960 και μετά, ηττήθηκε δύο φορές (!) και πάλι ως γηπεδούχος από την φοβερή Ελλάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης το 2004.
Συνεπώς ποτέ δεν μπορούν οι Βραζιλιάνοι να «πονέσουν» όσο το 1950, καθώς αυτό που έγινε τότε ήταν από μόνο του μια ολόκληρη ταινία, για έναν ολόκληρο λαό και για δύο έθνη, καθώς υπήρχε και ο άθλος της Ουρουγουάης.