Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα βρίσκεται σε φάση κρίσιμου μετασχηματισμού προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Τη μετάβαση προς μία αγορά με πραγματικό ανταγωνισμό τόσο στην παραγωγή όσο και στις λιανικές πωλήσεις και τη μετάβαση προς ένα μείγμα ηλεκτροπαραγωγής με σαφώς μικρότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Και οι δύο μεταβάσεις κινούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων είναι σε εξέλιξη πώληση λιγνιτικών μονάδων 1.200 MW σε ιδιώτες παράλληλα με μέτρα που μειώνουν το μερίδιο της ΔΕΗ στη λιανική αγορά. Η μεταρρύθμιση της οργάνωσης της αγοράς διευκολύνει τα διμερή συμβόλαια αντί της χονδρεμπορικής αγοράς. Μέσω της πρόσβασης των ανεξάρτητων εταιρειών στον λιγνίτη και ταυτόχρονα τη σταδιακή επέκταση στη λιανική, επιδιώκεται η δημιουργία ανταγωνισμού μεταξύ ομίλων που περιλαμβάνουν παραγωγή και προμήθεια ενέργειας σε καθετοποιημένο σχήμα, όπως εξάλλου είναι και η ΔΕΗ. Ο ανταγωνισμός καθετοποιημένων σχημάτων που το καθένα διαθέτει χαρτοφυλάκιο ενέργειας με επαρκή διαφοροποίηση προέλευσης της ενέργειας (φυσικό αέριο, λιγνίτες, ΑΠΕ και εισαγωγές) είναι μακροχρόνια ο μόνος υγιής ανταγωνισμός που μπορεί να διασφαλίσει αποτελεσματικότητα προς όφελος των καταναλωτών, επενδύσεις και διεθνή παρουσία.
Στο πλαίσιο των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την αντιμετώπιση της απειλής από την κλιματική αλλαγή, εφαρμόζεται η υποχρέωση των ηλεκτροπαραγωγών να αγοράζουν δικαιώματα εκπομπής CO2 από δημοπρασίες στο πλαίσιο του μηχανισμού ETS. Μετά την υιοθέτηση σημαντικής μεταρρύθμισης του μηχανισμού, ήδη αυξήθηκαν σημαντικά οι τιμές στα 15 ευρώ/τόνο CO2. Μία μονάδα λιγνίτη επιβαρύνεται με 20 ευρώ/MWh μόνο για τις εκπομπές, 40% αύξηση του κόστους λειτουργίας, ενώ μία μονάδα φυσικού αερίου επιβαρύνεται με 5-6 ευρώ/MWh, 10% αύξηση του κόστους λειτουργίας. Αναμένεται συνεχής αύξηση της τιμής του CO2, πράγμα που καθιστά αναπόφευκτη τη μετάβαση προς ένα σύστημα χωρίς (ή με μικρό μερίδιο) λιγνίτη εντός των επόμενων 8-9 ετών. Ταυτόχρονα, η συνεχής μείωση του κόστους των αιολικών και ηλιακών σταθμών καθιστά τις ανανεώσιμές πηγές (ΑΠΕ) ανταγωνιστικές, οπότε συμφέρει οι ΑΠΕ να φθάσουν τουλάχιστον το 50% της ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το 2030.
Ο συνδυασμός των ανωτέρω δύο μεταβάσεων εντός των επόμενων λίγων ετών είναι μονόδρομος και μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μεγάλες επιβαρύνσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας. Η λιανική αγορά της Ελλάδας θα βρεθεί σε μια νέα εποχή με νέες υπηρεσίες, πραγματική δυνατότητα επιλογής προμηθευτή και με συνδυασμό της κατανάλωσης με παραγωγή από ΑΠΕ.
Σήμερα όμως η μετάβαση αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Μεγάλο τμήμα καταναλωτών είναι κακοπληρωτές και χρωστούν υπέρογκα ποσά, ενώ αυξήθηκαν και οι ρευματοκλοπές. Η ΔΕΗ πρέπει να εξυγιανθεί οικονομικά και να αποκτήσει νέο προσανατολισμό, ενώ χρειάζεται να μειώσει το δανειακό της βάρος. Οι ιδιωτικές μονάδες σε συνδυασμό με την προμήθεια εγγράφουν συχνά ζημίες συγκριτικά με το πλήρες κόστος. Η διπλή μετάβαση δεν μπορεί να πετύχει όταν ξεκινά υπό συνθήκες οικονομικής αναποτελεσματικότητας και ζημιών. Μια εύλογη αύξηση των τιμών είναι απαραίτητη ταυτόχρονα με την εξυγίανση του κόστους και την αντιμετώπιση της κακοπληρωμής των λογαριασμών. Δεν συνάδει με τις ανάγκες της διπλής μετάβασης η συνέχιση της λαϊκιστικής πολιτικής στα θέματα αυτά.
Ο Παντελής Κάπρος είναι καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ