Πάνε είκοσι χρόνια που το καλοκαίρι μου το δροσίζει η Σίφνος. Ξέρω σχεδόν κάθε γωνιά της, κάθε παραλία. Μαζί με τ’ άλλα τόσα χρόνια, έμαθα και τα μικρά μυστικά της γλώσσας της. Με βοήθησε σ’ αυτό βέβαια και η αποκρυπτογράφηση της φράσης σε ηχητική απόδοση Γραμμικής Γραφής Α-Ω:
– «Το Γιω του Αντώ του Κατέ του Ανθρώπου».
Οπερ σημαίνει «Ο Γιώ-ργος του Αντώ-νη της Κατε-ρίνας του Ανθρώπου». Ο δε Ανθρωπος δεν είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, αλλά το παρατσούκλι του παππού του Γιώ-ργου. Τώρα είπα παππού και εσείς ακούσατε παππού, στη Σίφνο όμως το προφέρουν «πάπφου». Ρωτάω.
– Δηλαδή το γράφετε με πι και φι;
– Οχι, με δύο πι.
– Αρα, παππούς;
– Οοοοοοχι. Πάπφους.
– Μα αφού δεν έχει φι, εσείς γιατί το λέτε;
– Δεν το λέμε. Λέμε πάπφους. Χωρίς φι.
Εδώ εκτός του πρωτοτύπου της εκφοράς υφέρπει κι ένα γενναίο πείσμα, πρέπει να το παραδεχτούμε. Το οποίο πείσμα συνάντησα και στην πολυαγαπημένη μητέρα του Πακιού.
– Σας έφερα που έφτιαξα καρυδόπιτα.
– Με καρύδια;
– Οχι. Με αμύγδαλα.
– Αρα αμυγδαλόπιτα.
– Οοοοοοοχι. Καρυδόπιτα.
– Μα αφού έχει αμύγδαλα.
– Εμείς όλα τα ξηρούς καρπούς καρυδάκια τα λέμε.
– Ναι αλλά τα αμυγδαλωτά, αμυγδαλωτά τα λέτε, δεν τα λέτε καρυγδαλωτά.
– Τα μυγδαλωτά άλλο. Εξαίρεση.
Είπε και βγήκε στο μπαρκόνι. Ναι. ΜπαΡκόνι. Γιατί στη Σίφνο το λάμδα συνήθως το προφέρουν ρο. Σε έκτακτες περιπτώσεις δε, όταν είναι διπλό ή ακολουθεί γιώτα, αλλάζει προσωπικότητα και γίνεται ως διά μαγείας γάμα. Δηλαδή δεν λέμε ελιές, αλλά εγιές. Συνοψίζουμε: «Ο πάπφους ήτρωγε στο μπαρκόνι εγιές».
Οσο κι αν φαίνεται περίεργο, σωστή ή λάθος, εμένα αυτή η πρόταση με γοητεύει και ηχεί στα αφτιά μου σαν κάτι εξωτικό. Λες κι η γλώσσα εκεί που πάει να χάσει την ισορροπία της ξαναβρίσκει τη ρότα της και τρέχει με τα χίλια ζωγραφίζοντας κάτι εξόχως τοπικό και πανελλήνιο μαζί. Δηλαδή, την ώρα που λες πάει πέθανε, αυτή ξαναγεννιέται φρέσκια, αλλά και με παρελθόν αιώνων. Οπως το ίδιο εξωτικά και έμπλεα γοητείας μου φαίνονται και δυο ονόματα που ακούγονται κάθε μέρα στο Ανω Πετάλι κι αντιλαλούν οι ασβεστωμένοι τοίχοι. Η Κολομπίνα και η Φελλένια.
– Κολομπίνα τη βαφτίσανε;
– Οχι, Κατέ.
– Δηλαδή;
– Είπαμε, Κατερίνα.
– Και το Κολομπίνα;
– Από τον άνδρα της. Τον Κολόμπο.
– Υπάρχει άγιος Κολόμπος;
– Οχι, Νίκο τον λένε.
– Κατάλαβα, το Νι.
– Οχι, όλους τους Νίκους δεν τους λέμε Νι από τα αρχικά τους. Τους λέμε Κολό, από το Νικολό.
– Αρα γι’ αυτό, Κολό – Κολόμπος.
– Οχι.
– Αλλά;
– Αλλά επειδή μικρός ήθελε να πάει Αμερική τον φωνάζουμε Κολόμπο.
– Και τη Φελλένια;
– Από τον αδερφό της. Φελλός.
– Το όνομά του είναι Φελλός;
– Οχι, το καφενείο του. Ηθελε ν’ ανοίξει καφενείο να έχει κάποιο όφελος. Και το έβγαλε. Καφενείον το ΟΦΕΛΟΣ. Αλλά επειδή στο άρθρο οι Σιφνιοί δεν δίναν καμία σημασία διαβάζαν «Ο ΦΕΛΟΣ». Και του έμεινε ο Φελλός.
– Ενώ τον λέγανε;
– Αντώ.
– Κατάλαβα, Αντώνης.
Πείτε ό,τι θέλετε. Εμένα το Ανω Πετάλι χωρίς τη Φελλένια, την Κολομπίνα και τον «πάπφου που ήτρωγε στο μπαρκόνι τις εγιές» μου φαίνεται μισό.