Η εμπιστοσύνη μπορεί να χαθεί σε ελάχιστο χρόνο. Αντίθετα, η επανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης απαιτεί πολύ χρόνο και ένα συνεχές μήνυμα αξιοπιστίας. Και αυτά τα δύο, εμπιστοσύνη και αξιοπιστία στη μελλοντική ελληνική πολιτική, είναι βασική προϋπόθεση για την επιστροφή των επενδυτών στην Ελλάδα. Αυτό το εμπειρικό δίδαγμα υπογράμμισε ο Ούλριχ Γκρίλο, τότε πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανικής Βιομηχανίας (BDI), ακολουθώντας τον έλληνα υπουργό Οικονομικών Γιώργο Σταθάκη στο βήμα του Γερμανο-Ελληνικού Οικονομικού Φόρουμ τον Απρίλιο του 2016 στο Βερολίνο. Ο αποδέκτης του μηνύματος, ο έλληνας υπουργός εν προκειμένω, είχε ήδη εγκαταλείψει την αίθουσα, όπως σημείωσε δηκτικά ο Γκρίλο, για να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Σήμερα ολοκληρώνεται το 3ο Πρόγραμμα Βοήθειας για την Ελλάδα – επί οκτώ χρόνια η χώρα σέρνεται επίπονα από το ένα πρόγραμμα στο άλλο. Και τι δεν έγινε σε αντάλλαγμα των δόσεων των πιστωτών. Η αγορά εργασίας απορρυθμίστηκε πλήρως. Οι συντάξεις και οι μισθοί του Δημοσίου, όπως και ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, μειώθηκαν, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων περιορίστηκε, οι κοινωνικές παροχές περικόπηκαν. Η φορολογία αυξήθηκε, μετά ακολούθησαν η μία μείωση συντάξεων μετά την άλλη, φόροι και ασφαλιστικές εισφορές αυξήθηκαν επανειλημμένα. Για τον Ιανουάριο του 2019 προβλέπεται ακόμη μία μείωση συντάξεων.
Με αυτά τα μέτρα εξυγιάνθηκαν τα δημόσια οικονομικά – επιτυχώς, με δεδομένα τα τελευταία πρωτογενή πλεονάσματα. Αλλά με ποιο τίμημα: η εσωτερική ζήτηση κατέρρευσε, οι συνέπειες ήταν και είναι μέχρι σήμερα υψηλή ανεργία και φτωχοποίηση σημαντικού τμήματος του πληθυσμού.
Με την ολοκλήρωση του 3ου Προγράμματος Βοήθειας η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει και τον τερματισμό της κηδεμονίας από «τρόικα» και «θεσμούς». Υπουργοί της ελληνικής κυβέρνησης μιλούν ήδη για «αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας».
Εννοούν, μεταξύ άλλων, και την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές κεφαλαίου. Για να μην είναι εντελώς απροστάτευτη η χώρα στην πορεία αυτήν, οι θεσμοί συμφώνησαν να επιμηκύνουν ένα μεγάλο μέρος του χρέους και να στηρίξουν τη χώρα με ένα «μαξιλάρι» ρευστότητας 15 δισ. ευρώ. Ως αντιστάθμισμα, περιμένουν από την Ελλάδα δυσθεώρητα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2023 και 2,2% μέχρι το 2060, δηλαδή για άλλα 42 χρόνια. Συνεπώς, στις 21 Αυγούστου ξεκινά το μακροπρόθεσμα διαμορφωμένο 4ο Πρόγραμμα Βοήθειας.
Αυτού του είδους δημοσιονομικοί στόχοι αναδεικνύουν ένα βασικό ερώτημα: Σε ποιον βαθμό οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων οκτώ ετών κατάφεραν να επανακτήσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη; Ο χρόνος ήταν υπεραρκετός. Αλλά η απάντηση ήταν σαφής: Οι πιστωτές της Ελλάδας δεν εμπιστεύονται ούτε τη σημερινή κυβέρνηση, ούτε την επόμενη, ούτε τη μεθεπόμενη… Για 50 συναπτά έτη θα διαρκεί η επιτήρηση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας – άνευ προηγουμένου στην πρόσφατη ευρωπαϊκή Ιστορία. Αυτό απέχει επίσης παρασάγγας από την ανάκτηση της «εθνικής κυριαρχίας» της Ελλάδας.
Είναι άκρως αμφίβολο, κατά πόσο μπορούν να τηρηθούν αυτοί οι στόχοι για τόσο μεγάλο διάστημα. Διότι περιορίζουν δραστικά τα εργαλεία πολλών ελληνικών κυβερνήσεων είτε να τροφοδοτήσουν την οικονομική ανάπτυξη και να αναθερμάνουν την οικονομική δραστηριότητα με κρατικές επενδύσεις, είτε να διαμορφώσουν ένα σύγχρονο δίχτυ κοινωνικής προστασίας για να απορροφήσουν τις αρνητικές συνέπειες της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Είναι προφανές ότι οι πιστωτές της Ελλάδας φοβούνται πως τα δισεκατομμύρια από τα πρωτογενή πλεονάσματα που απαιτούν δεν θα αξιοποιηθούν σωστά. Ελειψε και συνεχίζει να λείπει μία ελληνική κυβέρνηση η οποία θα προτάξει το συνολικό συμφέρον της χώρας στα επιμέρους συμφέροντα της εκλογικής της πελατείας και θα αναλάβει την ευθύνη για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει ακόμη να γίνουν. Μόνον ένα τέτοιο βήμα θα επηρέαζε θετικά την πορεία ανάκτησης της εμπιστοσύνης που λείπει. Μένει να φανεί σε ποιον βαθμό η σημερινή ή μία μελλοντική κυβέρνηση της Ελλάδας θα επιχειρήσει έναν τέτοιο επαναπροσδιορισμό της πορείας της χώρας. Οι πρόσφατη συμφωνία στο πλαίσιο του 4ου Προγράμματος Βοήθειας δίνει τη δυνατότητα στους πιστωτές να χαλαρώνουν τις απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, όταν προωθούνται οι επιβεβλημένες μεταρρυθμίσεις.
Η Ελλάδα χρειάζεται, πέραν της απορυθμισμένης αγοράς εργασίας, πολλές πρόσθετες μεταρρυθμίσεις – ποιες ακριβώς τονίστηκε επανειλημμένα – προκειμένου να αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να μπει σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης.
Αν μείνουν όλα ως έχουν, οι προοπτικές της χώρας για το μέλλον είναι περιορισμένες.
Ο καθηγητής Αλέξανδρος Κρητικός είναι διευθυντής Μελετών του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομίας (DIW) του Βερολίνου