Οι ασχολούμενοι συστηματικά με τη μετάφραση (κυρίως δε με διάφορα παραδειγματικά μεταφράσματα που τα παίρνουν ως αφορμή για διατύπωση θεωριών) έχουν βιώσει το εξής παράδοξο: οι πάντες βάλλουν ομοθυμαδόν κατά της πιστότητας του μεταφράσματος απέναντι στο πρωτότυπο. Και λένε ότι για να είναι ωραία μια μετάφραση πρέπει να είναι (με ποικιλία τρόπων) άπιστη – ας μείνουμε σε αυτό το κοινολεκτούμενο απόφθεγμα που, εν πάση περιπτώσει, συμπυκνώνει «γλυκά» και αποδεκτώς ό,τι έχει σχετικώς λεχθεί και που είναι διεθνώς γνωστό με τη γαλλική έκφραση «les belles infidèles» (= «οι ωραίες άπιστες»). Αυτά, βέβαια, τα λένε οι «θεωρητικοί» και τα επαναλαμβάνουν – ακρίτως ή του παίζειν χάριν – όσοι δεν έχουν μεταφράσει ούτε μία λέξη στη ζωή τους…
Επειδή, όμως, τα πράγματα δεν είναι ούτε τόσο απλά ούτε τόσο αυτονόητα, ας πω συμπληρωματικά/επεξηγηματικά και τούτο. Ενώ, κατά τα ανωτέρω, καλή μετάφραση είναι αυτή που επιδεικνύει διαθέσεις απιστίας και ξεφεύγει από τις επιταγές του πρωτοτύπου, κακή μετάφραση εξακολουθεί να θεωρείται ότι είναι εκείνη που – άπιστη ούσα – αθετεί εντελώς τις γραφές του πρωτοτύπου, τις προδίδει και λέει άλλα: ρήματα άπιστα!
Οχι – σπεύδω να προλάβω τυχόν άσκοπες αντιρρήσεις -, δεν προτίθεμαι καθόλου να «γυρίσω ανάποδα» τα πράγματα! Ομως μέσα στην πολλαπλώς διαπιστωμένη σύγχυση κρίνω ότι οφείλω να υπερασπιστώ την πιστότητα, και δη χάριν της ποιότητας του μεταφράσματος. Και για να μη νομιστεί ότι επιχειρώ να διαστρέψω επιμελώς τα πράγματα ή ότι μασάω τα λόγια μου, σπεύδω να πω απερίφραστα ότι το μετάφρασμα πρέπει να είναι κατ’ αρχήν πιστό στο πρωτότυπο. Τούτο σημαίνει ότι οι όποιες απιστίες χρειαστεί να γίνουν θα έπονται κατ’ ανάγκην του «κατ’ αρχήν» και θα ελέγχονται λογικώς ως πρόσφορες και συμβάλλουσες στην ευημερία του μεταφράσματος ως γλωσσικού/λογικού κατορθώματος. Πρώτα θα κριθεί ως πιστή η μετάφραση και κατόπιν ελλόγως θα απιστήσει – θα απιστεί δε επιλεκτικώς και όσο το δυνατόν σπανιότερα. Το μετάφρασμα που απιστεί γενικώς είναι (ας μην εκπλησσόμεθα) πρωτότυπο κείμενο γραμμένο απ’ αφορμή ενός άλλου κειμένου διατυπωμένου σε άλλη γλώσσα· και έτσι είναι μάλλον «σπουδή» ή «διασκευή» ή «συνέχεια» (και τα συναφή), και δεν στοιχειοθετεί με κανέναν τρόπο μετάφραση!
«Βρέχει γατιά και σκυλιά»;
Το πιο κλασικό παράδειγμα πιστής μετάφρασης που διδάσκεται ότι πρέπει να αποφεύγεται είναι τούτο: It’s raining cats and dogs = Βρέχει γατιά και σκυλιά. Ετσι λένε στον αγγλόφωνο χώρο το Βρέχει ραγδαία, το οποίο εμείς στα ελληνικά το λέμε (μεταξύ πολλών άλλων) Βρέχει καρεκλοπόδαρα. Παρέλκει το να εξηγήσουμε εδώ γιατί στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούνται τέτοιες μεταφορικές εκφράσεις. Αντί γι’ αυτό θα πούμε ότι δεν αποκλείεται καθόλου μα καθόλου η περίπτωση να χρειαστεί να μεταφράσουμε πιστά και κατά λέξη εκφράσεις σαν και αυτήν – ιδίως όταν μεταφράζουμε ποιητικά έργα ή κείμενα με πληθώρα λογοπαιγνίων, όπου το σύνηθες «κόλπο» του συγγραφέα είναι να χρησιμοποιεί τους όρους μιας μεταφοράς με σημασίες κυριολεκτικές – ατρέπτως κυριολεκτικές δε! Τα κείμενα των υπερρεαλιστών ποιητών (ημετέρων και αλλοδαπών) βρίθουν, άλλωστε, τέτοιων παραδειγμάτων. Και ας σκεφτούμε εδώ τι υπαινίσσεται ο Νίκος Καρούζος, όταν στο ποίημά του «Υποσημείωση» (από τον «Αντισεισμικό τάφο», Εστία, Αθήνα, 1984, σ. 23) λέει: «Η γραφή είν’ ένα ψέμα που σαν αλήθεια κοστίζει λιγότερο».
Εχουμε με άλλη αφορμή γράψει ότι άλλο είναι η μετάφραση των λογοτεχνικών έργων και άλλο είναι η μετάφραση κειμένων ειδικών κατηγοριών με περιεχόμενο τεχνικό, νομικό, πολιτικό, οικονομικό, δημοσιογραφικό κ.λπ. Στη λογοτεχνία η πιστή μετάφραση είναι η εξαίρεση· στα ειδικά κείμενα είναι ο συντριπτικώς ισχύων κανόνας. Γι’ αυτό και αυτό που λέγεται «ωραίο» μετάφρασμα αφορά αποκλειστικά μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων· κανείς (ούτε καν με υπερβάλλουσα… υπερρεαλιστική διάθεση) δεν θα χαρακτηρίσει ποτέ ωραία τη μετάφραση ενός συμβολαίου ή της πατέντας κάποιας ευρεσιτεχνίας.
Η βάση είναι η πίστη
Αλλά και στη λογοτεχνία η μετάφραση είναι, όπως ήδη είπαμε, κατ’ αρχήν και κατ’ ανάγκην πιστή. Και πάνω σε τούτη την πιστότητά της θεμελιώνεται το κάλλος της. Η βάση είναι η πίστη· ο καλλωπισμός έρχεται κατόπιν και ανήκει στο εποικοδόμημα. Το όλον εγγυάται την ωραιότητα του μεταφράσματος: υποδομή και υπερδομή, πίστη και ποικίλματα. Ενα σονέτο του Δάντη ή του Μπόρχες, που μεταφράζεται ως σονέτο και με τους νόμους του σονέτου, συνιστά πιστή και κατ’ αρχήν καλή μετάφραση· το ίδιο σονέτο μεταφρασμένο ως ελευθερόστιχο ποίημα, ακόμα και αν είναι κατά λέξη πιστά μεταφερμένο στην άλλη γλώσσα, δεν συνιστά πιστή μετάφραση και είναι κακή μετάφραση, ακριβώς επειδή θα έχει αναιρεθεί η θεμελιώδης για το σονέτο μορφική ακεραιότητα που περιλαμβάνει πρωτίστως τον ένστιχο και έρρυθμο χαρακτήρα. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς ότι η πίστη και η απιστία δεν είναι μονοκόκαλες κατασκευές που κατορθώνονται βάσει της εφαρμογής ενός εκ των προτέρων γνωστού και αποδεκτού μαθηματικού τύπου.
Επειδή δε η μετάφραση είναι έργον μεταφραστού (= του κάθε μεταφραστού), οι όποιες επιλογές πίστεως και απιστίας αφήνονται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρειά του. Και επειδή η διακριτική ευχέρεια είναι όρος νομικός, δέον όπως ερμηνευθεί και εδώ, που τον δανειζόμαστε, με νομική ακρίβεια: διακριτική ευχέρεια, επομένως, σημαίνει και εδώ δυνατότητα επιλογής μεταξύ εξίσου νομίμων (διάβαζε: ορθών) λύσεων. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω πάλι στα γατόσκυλα της βροχής.
Η ορθή δόξα στη μετάφραση επιβάλλει τον συνδυασμό πίστεως και απιστίας. Η ολοκληρωτική απιστία – το δηλώσαμε ήδη παραπάνω – δεν είναι καν μετάφραση. Είναι κάτι άλλο, που μπορεί βέβαια να είναι σημαντικό, υπέροχο, αριστουργηματικό και τα τοιαύτα. Αλλά είναι κάτι άλλο, όχι μετάφραση! Αυτά με την ολοκληρωτική απιστία. Με την ολοκληρωτική πίστη, όμως, τι γίνεται; Γι’ αυτήν ας αφήσουμε τον Τζον Ντράιντεν να μας πει (σημειώνοντας απλώς ότι πήραμε το κείμενο που ακολουθεί από το έργο του Τζορτζ Στάινερ «Μετά τη Βαβέλ», μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης, Εκδόσεις Scripta, Αθήνα, 2004, σελ. 434): «Είναι σαν να χορεύεις σε τεντωμένο σχοινί με δεμένα πόδια· μπορεί κάποιος ν’ αποφύγει την πτώση, αν είναι προσεχτικός· αλλά δεν πρέπει να περιμένει και κομψότητα κινήσεων· και όταν θα έχουμε πει ό,τι καλύτερο, θα απομένει μόνο ένα ανόητο έργο· επειδή κανένας νουνεχής άνθρωπος δεν θα έθετε τον εαυτό του σε κίνδυνο, μόνο και μόνο για να τον χειροκροτήσουν, επειδή δεν έσπασε το σβέρκο του».
Ο Γιώργος Κεντρωτής είναι ποιητής, μεταφραστής και καθηγητής Θεωρίας της Μετάφρασης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο