Ο Λόρενς Ολίβιε πίστευε πως η υποκριτική είναι θέμα πειθούς. «Πρώτα πρέπει να πείσεις τον εαυτό σου», έλεγε. «Και κατόπιν, μέσα από σένα, θα πεισθεί και το κοινό». Στη χώρα που γέννησε την τραγωδία, είμαστε και ηθοποιοί και σκηνοθέτες και κοινό. Ανεβάζουμε έργα à volonté, όπως τα φέρνει η εποχή, η διάθεση, η συγκυρία. Και παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τα έργα των άλλων ετοιμάζοντας τον επόμενο ρόλο.
Για παράδειγμα, ήμασταν πλούσιοι. Δεν το λες μεγιστάνες, ήμασταν εύποροι όμως ή έστω αυτό προσποιούμασταν – με τις αυτοκινητάρες μας, τις διακοπές, τα μπουζούκια μας. Ημασταν έξω καρδιά, μια ζωή την έχουμε, πάρε κι άλλο δάνειο κι ας πάει και το παλιάμπελο. Και μετά ξαφνικά, που πιο ξαφνικά δεν έχει, γίναμε φτωχοί, δεν είχαμε να πληρώσουμε δάνεια και κάρτες, φλερτάραμε με τη σύνταξη του γονιού, οι ουρές στο ταμείο ανεργίας μεγάλωσαν, τα επιδόματα κόπηκαν. Κι εκεί που μας ζήλευαν οι άλλοι Ευρωπαίοι, γίναμε παράδειγμα προς αποφυγή, το μάθημα που όλοι πρέπει να διδαχθούν για να μην πάθουν τα ίδια.
Τους παίξαμε με περίσσευμα ψυχής και τους δύο ρόλους. Αρχοντες και κιμπάρηδες στην τάχα μου ευημερία, έκθαμβοι, εν πλήρει συγχύσει τάχα μου αθώοι στην πτώση. Πείσαμε και στα δύο. Ο σερ Λόρενς θα ήταν περήφανος για εμάς.
Και μετά ανεβάσαμε άλλο έργο. Οι μισοί καβάλησαν το κύμα του θυμικού και γέμισαν πλατείες αγανακτισμένοι, να τους πνίγει το δίκιο εναντίον κάποιου που δεν είμαστε σίγουροι ποιος ακριβώς είναι – αν δεν είναι το ζαβό το ριζικό μας, ο Θεός που μας μισεί και το κεφάλι το κακό μας. Και οι άλλοι μισοί παρέμειναν στη στεριά του ορθολογισμού και μπήκαν στην αντιπαράθεση με επιχειρήματα που έκρυβαν από κάτω άλλους τόσους τόνους έντασης. Ολοι μαζί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμέναμε κάποιο θάμα. Που όμως δεν ήρθε. Και αυτή την τραγωδία την παίξαμε καλά. Εμφύλιος, κραύγαζαν οι ξένοι τίτλοι κι εμείς με φισεκλίκια – λέξεις ρίχναμε στον τάχα μου εχθρό τού απέναντι μπαλκονιού, που το γνώριζε πως οι σφαίρες ήταν ψεύτικες, αλλά έκανε κι αυτός πως έπεφτε ματωμένος.
Μεγαλουργήσαμε στους ταυτόχρονους ρόλους του περήφανου και του θύματος. Τους παίζαμε παράλληλα – πότε ατίθασοι και αψείς έναντι στον ξένο ζυγό που ο τράχηλος δεν υπομένει και άλλοτε θλιβεροί γύρω από μεγάλα τραπέζια να κάνουμε ότι εκβιάζουμε ενώ παρακαλάγαμε. Είμαστε απόγονοι μεγάλων τραγωδών, δεν εξηγείται αλλιώς, τα κάνουμε όλα τεράστια – τις εκφράσεις, τις κινήσεις, τις αντιδράσεις. Τα μικρά είναι που δεν κάναμε. Διαπρέπουμε στην εναλλαγή των ρόλων, ανταγωνιζόμαστε στο σθένος της φωνής, στο παράστημα και στην πόζα. Τα μικρά είναι που δεν κάνουμε. Εκείνα που άλλοι θεωρούν δεδομένα και αυτονόητα. Φωνάζουμε πολύ προς τα έξω αλλά εκείνο που φωνάζει μέσα μας έρχεται από ένα άναρχο παρελθόν, χωρίς δομή και στήριγμα. Μάστορες του αυτοσχεδιασμού, δεν κάτσαμε ποτέ να μελετήσουμε τους ρόλους. Ούτε το έργο.
Πατάμε πάνω στ’ αρχέτυπα βέβαια, αλλά σε όλα ταυτόχρονα. Ο σοφός και ο τρελός μαζί. Ο πλούσιος και ο φτωχός. Ο περήφανος και το θύμα. Ο εμπρηστής και ο πυροσβέστης. Ο έξαλλος και ο λογικός. Ο ιθαγενής και ο μετανάστης. Και ανταλλάσσουμε μεταξύ μας τους ρόλους. Ξανά και ξανά. Είμαστε ο Οδυσσέας ή οι μνηστήρες; Είναι η Ιθάκη εδώ που βρισκόμαστε ή την αναζητούμε; Ή μήπως τελικά είμαστε η Πηνελόπη που θα περιμένει για πάντα να τη σώσουν;