Ορθιος στο πόντιουμ του Βελλίδειου, ύστερα από ένα πεντάλεπτο αποθέωσης της Ιστορίας των ΗΠΑ (μεταξύ άλλων και των «κοινών μας μαχών», διαγράφοντας πλέον και φωναχτά τις ιδεολογικές του καταγωγές), ο Πρωθυπουργός, σαν άλλος Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, μας είπε ότι έχει ένα όραμα.
Η ομιλία του έμοιαζε σαν να είχε γραφτεί από δύο διαφορετικούς ανθρώπους, για δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Το παθαίνει συχνά τώρα τελευταία αυτό ο κ. Τσίπρας. Το έπαθε και την επομένη στη συνέντευξη.
Ο ένας άνθρωπος, ο… οραματιστής, ανέπτυξε μια σειρά από προθέσεις και διακηρύξεις οι οποίες θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι μια συνέχεια της τροχιάς που έχει διαγράψει για τη χώρα μας το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιό του. Ο οραματιστής μιλάει για επενδύσεις, για μέτρα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της εργασίας, καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, διεθνείς συμφωνίες και προγράμματα και μια Ελλάδα εξωστρεφή. Είναι αυτός που ανησυχεί για την άνοδο συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη με αφορμή το Προσφυγικό και καλεί σε προοδευτικές συσπειρώσεις.
Ο δεύτερος άνθρωπος είναι μια πιο οικεία, σε όλους μας, μορφή. Είναι ο Πρωθυπουργός που κατακεραυνώνει τους «άριστους» που δεν νοιάστηκαν για τη δημόσια παιδεία των παιδιών της «κοινωνικής πλειοψηφίας» που προφανώς οδήγησε τον ίδιο στο να προτιμήσει την ιδιωτική εκπαίδευση και τον υπουργό του, κ. Γαβρόγλου, να εξαγγείλει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με σχολές δύο ταχυτήτων. Είναι αυτός που λέει, κάπως στωικά, στους δημοσιογράφους ότι δέχεται να του κάνουν κριτική αλλά το θέμα είναι «τι κριτική κάνουν», γιατί κρίνοντας την κριτική τής αποδίδονται και οι κακές προθέσεις. Αυτός που όταν ένας δημοσιογράφος από ΜΜΕ που κρίνεται ως «αντιπολιτευτικό» τού λέει πως θα επανέλθει στο θέμα της πολύνεκρης τραγωδίας στο Μάτι δεν κρατιέται να μη σχολιάσει «αλίμονο…». Είναι αυτός που εκτιμά και σέβεται τον φάρο του προοδευτισμού Πάνο Καμμένο και έχει μια υπέροχη συνεργασία μαζί του και το δηλώνει με κάθε ευκαιρία. Είναι, τέλος, αυτός που στη θητεία του χιλιάδες πρόσφυγες αφήνονται να υποφέρουν συνωστισμένοι στο ντροπιαστικό πράγμα που λέγεται «camp φιλοξενίας» στη Μόρια.
Ας δεχτούμε, για να πάψουν να μας λένε κακοπροαίρετους αν μη τι άλλο, πως ο κ. Τσίπρας θεωρεί πως μπορεί να συνδυάζει γνήσια αυτές τις δύο προσωπικότητες.
Το πρόβλημα είναι ότι στην πραγματική ζωή, σε αντίθεση με τους μύθους, προοδευτική συσπείρωση με τους ΑΝΕΛ και τον Πάνο Καμμένο – που έλεγε πως θα στείλει πρόσφυγες και, ανάμεσά τους, τζιχαντιστές στην Ευρώπη – δεν γίνεται. Στις μεταρρυθμίσεις και τα αναπτυξιακά οράματα οι διάφοροι εισαγόμενοι υπουργοί με τους οποίους ενίσχυσε το ρόστερ του, όπως η κ. Παπακώστα ή η κ. Ξενογιαννακοπούλου, έχουν δοκιμαστεί κι έχουν αποτύχει. Οσο για την εξωστρέφεια που περιέγραψε, ας είμαστε λιγάκι ειλικρινείς: μπορεί να κανείς να φανταστεί τους περισσότερους, τους μισούς έστω, υπουργούς της κυβέρνησης να την υπηρετούν; Οταν τα μισά από όσα εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός είναι γι’ αυτούς κατάπτυστα και περιγέλαστα; Ή μήπως θα γίνει η Ελλάδα ξανά «κανονική» σε συνθήκες διχασμού και κοινωνικής αντιπαλότητας; Θέλετε να το συζητήσουμε διαβάζοντας τη στήλη του κ. Καρτερού στην Αυγή, τον κ. Βαξεβάνη, τις αναρτήσεις του κ. Πολάκη, κάνοντας μια γρήγορη ανάλυση με τον κ. Κουρουμπλή ή ανατρέχοντας σε τοποθετήσεις του κ. Σκουρλέτη; Με τι προσωπικό και τι στελέχη; Έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο κοσμος εκεί εξω το μόνο στελέχος του Μαξίμου που έχει ακουστά είναι ο κ. Καρανίκας;
Ο κ. Τσίπρας το αργότερο του χρόνου θα ζητήσει από τον λαό μία ακόμη τετραετία. Ώς τώρα οι καλύτεροι σύμμαχοί του φαίνεται πως είναι οι εταίροι μας, για λόγους που είναι αντικείμενο ξεχωριστής συζήτησης. Το ερώτημα είναι όλα αυτά που μας είπε ο κύριος με το όραμα με ποιους σκοπεύει να τα κάνει ο Πρωθυπουργός, τις επιλογές του οποίου παρακολουθούμε τα τελευταία τρία χρόνια; Διότι με το φαινομενικά αταίριαστο, μα τόσο συμπαγές τελικά, συνονθύλευμα που κυβερνά τώρα και με τον ίδιο να ισορροπεί άτσαλα σε δύο κόντρα ρόλους, δεν φαίνεται να τραβάει πολύ παραπάνω.