Στα όσα απίθανα συμβαίνουν στην ελληνική πολιτική σκηνή, αναμφίβολα, ξεχωριστή θέση κατέχει ένα πραγματικό «μετέωρο», που όμοιό του δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς, όσο κι αν το αναζητήσει στο βάθος των δεκαετιών της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας. Ακαμπτο. Ακούνητο. Αμίλητο. Μια ασώματος κεφαλή. Ενα δικό μας Ράσμορ. Αυτό το «μετέωρο» έχει ονοματεπώνυμο: λέγεται Κωνσταντίνος Καραμανλής του Αλεξάνδρου, είναι 62 ετών και έχει διατελέσει πρωθυπουργός της χώρας για πέντε χρόνια, έξι μήνες και είκοσι επτά ημέρες. Περίοδο, ίσως, από τις δυστυχέστερες της χώρας στους περίπου δύο αιώνες της ύπαρξής της, αν κρίνει κανείς εκ του αποτελέσματος. Μια αντικειμενική αποτίμηση, απαλλαγμένη από τη μυθολογία με την οποία έχουν περιβάλει οι οπαδοί του αυτά τα πεντέμισι χρόνια διακυβέρνησης, θα καταλήξει στο ότι κατά τη διάρκεια αυτής της σχετικά βραχύβιας θητείας ο θαυμαστός κύριος Καραμανλής ως πρωθυπουργός επέτυχε:
– να οδηγήσει τη χώρα στα βράχια της χρεοκοπίας και να δραπετεύσει επιτηδείως, λίγο πριν από το ναυάγιο
– να αναγορεύσει το «ρουσφέτι» ως το απόλυτο μέσο προσέγγισης και εκμαυλισμού των ψηφοφόρων
– να καταργήσει κάθε είδους αξιοκρατία στον δημόσιο βίο
– να καταστήσει κολλητούς, κουμπάρους, συγγενείς και φίλους ως παράγοντες του δημόσιου βίου
– να ενταθεί και να διευρυνθεί η δράση της διαπλοκής σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτή να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη χώρα
– να απαξιωθεί η πολιτική ως έννοια και οι πολιτικοί ως πρόσωπα
– να πληγούν καίρια οι θεσμοί της πολιτείας και ιδίως εκείνος της Δικαιοσύνης
– να υπονομευθεί η λειτουργία του Κοινοβουλίου και να καταστεί αυτό μέσο εξυπηρέτησης των κυβερνητικών και κομματικών επιδιώξεων, και εν τέλει
– να καταστήσει τη «ραστώνη», από τρόπο ζωής, επάγγελμα!
Για όλα αυτά, και κυρίως για το πρώτο εξ αυτών απέφυγε πεισματικά να δώσει την παραμικρή εξήγηση.
Δεν είπε λέξη όταν εξαιτίας του, λόγω του υπέρογκου δανεισμού, της αλόγιστης σπατάλης, της δράσης της διαπλοκής και των εκατοντάδων χιλιάδων διορισμών, η χώρα τέθηκε υπό τον έλεγχο των δανειστών και του διεθνούς παράγοντα.
Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη για μια απολογιστικού χαρακτήρα συγγνώμη, βλέποντας και διαπιστώνοντας την καταστροφή της μεσαίας τάξης λόγω των Μνημονίων. Δεν αντέκρουσε, έστω με ένα αντεπιχείρημα, καμία από τις βαριές κατηγορίες που διατυπώθηκαν για τα όσα συνέβησαν επί των ημερών του και τα οποία είχαν τα γνωστά αποτελέσματα.
Παρακολουθεί απαθής επί εννέα χρόνια τώρα αυτό που συμβαίνει και συμπεριφέρεται ωσάν να μην τον αφορά τίποτα εξ όσων μεσολάβησαν. Οχυρωμένος πίσω από την ιδιότυπη ασυλία που δημιούργησαν γι’ αυτόν τόσο η κυβέρνηση Σαμαρά όσο και η κυβέρνηση Τσίπρα, απολαμβάνει όσα προνόμια του παρέχει η ιδιότητα του πρώην πρωθυπουργού και εκ παραλλήλου αυτάρεσκα υποδέχεται όσα κάνουν οι άνθρωποί του εις βάρος του κόμματος του οποίου ηγήθηκε και εξακολουθεί να αποτελεί μέλος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Ως επικεφαλής φύσει και θέσει ενός ρεύματος με θολά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά, εντός της Νέας Δημοκρατίας, αποδέχεται συμπεριφορές και πρακτικές ανθρώπων που ομνύουν στο όνομά του, αλλά αποφεύγει συστηματικά να τις αποθαρρύνει ή να τις αποτρέψει. Ακούει τον υπουργό Αμυνας της κυβέρνησης Τσίπρα να επιτίθεται κάθε τόσο (ακόμη και χθες στη ΔΕΘ) στη ΝΔ και τον πρόεδρό της δηλώνοντας ταυτόχρονα «καραμανλικός», αλλά σιωπά, αντί να τον αποδοκιμάσει. Παρακολουθεί τη βουλευτή κυρία Παπακώστα να εισέρχεται στην κυβέρνηση ως «καραμανλική», αλλά δεν κάνει το αυτονόητο – να διαχωρίσει τη θέση του. Βλέπει τον άλλοτε εκπρόσωπο Τύπου του Βαγγέλη Αντώναρο να συνδιαλέγεται με την κυβέρνηση και να πλαγιοκοπεί τη ΝΔ ως «καραμανλικός», αλλά το ελάχιστο που οφείλει να κάνει, να τον αποκηρύξει επωνύμως και ευθαρσώς, δεν το κάνει.
Η τελευταία φορά που τον ακούσαμε να μιλάει ήταν τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου 2009 στο Ζάππειο, όταν ως ηττημένος των εκλογών δήλωνε, μεταξύ άλλων:
«Θα παραμείνω στην πρώτη γραμμή, θα στηρίξω τις αποφάσεις που θα ληφθούν, αλλά δεν θα είμαι υποψήφιος (για πρόεδρος του κόμματος). Θα παραμείνω στην πρώτη γραμμή των αγώνων για το εθνικό συμφέρον».
Αλλά εννέα χρόνια έκτοτε, η μόνη πρώτη γραμμή που επιλέγει είναι αυτή στο τέλος της αίθουσας όπου συνεδριάζει το Κοινοβούλιο – κι αυτό, όποτε παρίσταται. Και η μόνη του συμμετοχή στις εργασίες της Βουλής, όλα αυτά τα χρόνια, είναι χαιρετούρες με βουλευτές και καλαμπούρια με διάφορους «χιουμορίστες» που, όπως και τότε που κυβερνούσε, έτσι και τώρα, έχουν αναλάβει τον ρόλο του γελωτοποιού του βασιλιά. Στα ουσιαστικά, τα σοβαρά, τα πραγματικά εθνικά προβλήματα, είναι εντυπωσιακά, και σταθερά, απών.
Η συμφωνία των Πρεσπών, προνομιακό πεδίο γι’ αυτόν ώστε – επιτέλους! – να μιλήσει και να επικρίνει έστω για μία φορά την κυβέρνηση Τσίπρα, σχολιάστηκε από το γραφείο του, με τα χίλια ζόρια, με ένα κείμενο τόσο αλληγορικό και μπερδεμένο, ώστε να μην καταλαβαίνει κανείς τι θέλει να πει ο ποιητής:
«Η ομιλία της κυρίας Μπακογιάννη αποτυπώνει με ακρίβεια το πλαίσιο της πολιτικής της τότε κυβέρνησης για το θέμα των Σκοπίων, με κατάληξη το Βουκουρέστι, όπως και τις ουσιώδεις διαφορές της από την πολιτική και την τακτική της σημερινής κυβέρνησης».
Αφού υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, γιατί δεν πήρε τον λόγο να τις επισημάνει, κατά τις τόσες συζητήσεις που έγιναν στη Βουλή; Δύο εκδοχές υπάρχουν: ή δεν ήθελε να τα «σπάσει» με τον Πρωθυπουργό Τσίπρα, με τον οποίο γύρευε τι συμφωνίες ασυλίας έχει συνάψει, ή ούτε ο ίδιος πίστεψε ποτέ στην «επιτυχία» τού Βουκουρεστίου, την οποία επικαλούνται με τόση ένταση οι οπαδοί του. Αλλη εξήγηση δεν υπάρχει.
Ο μύθος που τον περιβάλλει είναι ότι «παρακολουθεί, αποτιμά και κρίνει». Τι παρακολουθεί; Και για ποιον αποτιμά; Και σε ποιον μεταδίδει αυτές τις σοφείς αποτιμήσεις του; Αγνωστο. Η ουσία είναι ότι εξαιτίας αυτής της πραγματικά απίθανης στάσης επιβιώνουν πολιτικά διάφοροι που αυτοαναγορεύονται σε κήρυκες της αλήθειας του: ο βουλευτής Υπολοίπου Αττικής Βλάχος, ας πούμε. Μιλάει ο Βλάχος, και τα μέσα ενημέρωσης σπεύδουν να διευκρινίσουν ότι «εκφράζει τις απόψεις Καραμανλή». Ποιες απόψεις; Αυτές που καθαγιάζουν τον Καραμανλή και τα πεντέμισι καταστροφικά χρόνια της διακυβέρνησής του.
Τα πρώτα χρόνια της αφωνίας του, όλοι εκτιμούσαν ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας του να αρθρώσει έστω και μία σοβαρή εξήγηση για το πώς οδηγήθηκε επί των ημερών του η χώρα στη χρεοκοπία. Τώρα, όμως, είναι προφανές ότι ο «άφωνος» Καραμανλής στοχεύει στον καθολικό εξαγνισμό του μέσα από την προεδρική εκλογή του 2020. Με δεδομένο τον ΣΥΡΙΖΑ, που όχι μόνο δεν αντιπολιτεύεται αλλά συνεργάζεται εμμέσως μαζί του, και με πιο δεδομένο τον Κυριάκο Μητσοτάκη που έχει δεμένα τα χέρια, λογικό είναι να πιστεύει ότι διά περιπάτου θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Γιατί όχι άλλωστε; Στην Ελλάδα όλα μπορεί να συμβούν. Ακόμη και αυτό. Θα είναι ένα απτό δείγμα της επιτυχίας του να καταστήσει την αναξιοκρατία και την τεμπελιά ως το απόλυτο προσόν για οτιδήποτε…