Ο Παζολίνι ήθελε να κινηματογραφήσει έναν αχθοφόρο και σκέφτηκε να πάρει έναν πραγματικό χαμάλη για να κάνει τη δουλειά. Ο γνωστός συγγραφέας Αλμπέρτο Μοράβια γελούσε με τον Παζολίνι, λέγοντάς του ότι έτσι κάνει νατουραλισμό. Κι ότι ο μόνος τρόπος να αποφύγει τον νατουραλισμό είναι να τραβήξει τον χαμάλη μουγκό. Oχι του λέει ο Παζολίνι, το σινεμά είναι εικόνα καi ήχος, άρα πρέπει να μιλάει ο αχθοφόρος και μάλιστα με τον τρόπο που μιλάει ένας αχθοφόρος με σάρκα και οστά.
A, ο νεορεαλισμός! απάντησε ο Μοράβια.
Παρεμβαίνει ο Μπερτολούτσι λέγοντας: Γιατί ένας αχθοφόρος να λέει ό,τι θέλει ο ίδιος; Καλύτερα να τον βάλουμε να εκφράζει φιλοσοφικές έννοιες – όπως κάνει ο Γκοντάρ που θα έβαζε τον χαμάλη να μιλάει σαν τον Χέγκελ.
Ο έξοχος, κατά τα άλλα, Παζολίνι επηρεασμένος από τα αριστεριλίκια της εποχής επιμένει στη συζήτηση για τον αχθοφόρο που μιλάει σαν αχθοφόρος – αν και δεν υπάρχει ένας αντιπροσωπευτικός του είδους, ο δικός του αχθοφόρος είναι όντως μια νατουραλιστική, αφαιρετική ιδέα της έννοιας χαμάλης. Πολύ περισσότερο θα ήταν στις μέρες μας: αρκετοί που κάνουνε μεταφορές έχουν δύο πτυχία, είναι δίγλωσσοι και κάνανε και μεταπτυχιακό – άρα για ποιον αχθοφόρο μιλάμε;
Οταν κριτικάρισαν τον Ζενέ ότι στο θεατρικό του «Οι δούλες» έβαζε τις δυο υπηρέτριες, τη Σολάνζ και την Κλαίρη, να μιλούνε κομψά, με λόγο μορφωμένου ανθρώπου, αυτός απάντησε: «Αν εγώ ήμουν δούλα, που πράγματι υπήρξα κάποτε, έτσι θα μιλούσα, σαν κι αυτές».
Κατά συνέπεια ο αχθοφόρος ως πλατωνική έννοια υπάρχει αλλά όχι ως πραγματικότητα, εφόσον κάθε αχθοφόρος είναι διαφορετικός, μοναδικός, και διαρκώς αλλοιούμενος – προ ημερών μπήκα σε ταξί που μύριζε θυμίαμα διότι ο ταξιτζής ήτανε παπάς. Μια άλλη φορά ο ταξιτζής ήτανε άνεργος φιλόλογος και μου έπιασε κουβέντα για τον στρουκτουραλισμό. Σαν εκείνον τον ρώσο πρόσφυγα που πουλούσε εργαλεία στη λαϊκή και στην ερώτηση τι δουλειά έκανε στην πατρίδα του απάντησε: «Καρδιοχειρουργός».
Στην Ελλάδα βέβαια, όπου ακόμα μας βασανίζουν ως σύμβολα ο Βασιλάκης Καΐλας, η Βούρτση και ο Σπύρος Ζαγοραίος (πάρτε, κύριε, λαχεία), τα τελευταία χρόνια έχουν προβληθεί καταχρηστικά και συμβολοποιημένα οι καθαρίστριες, συνδεδεμένες αυθαίρετα με τις ταινίες του ’60 και τη φτώχεια – βέβαια εγώ είδα το 1985 καθαρίστριες να καθαρίζουνε νύχτα με ψοφόκρυο, κρατώντας σκούπες, τον τεράστιο περίβολο του Κρεμλίνου στη Μόσχα. Διότι τελικώς σε όλα τα πολιτεύματα καθαρίζουν. Παντού υπάρχουν καθαρίστριες, άρα το θέμα δεν είναι ταξικό, ούτε ιδεολογικό – εκτός κι αν στο Μαξίμου δεν χρησιμοποιούν καθαρίστριες, ούτε στο (λεγόμενο) υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης, παρά έρχονται νεολαίοι και σφουγγαρίζουνε αφιλοκερδώς. (Πιθανός τρόπος κομματικής ανέλιξης). Το να είσαι καθαρίστρια είναι ένα επάγγελμα όπως όλα τα άλλα και δεν είναι τιμητικό, ούτε μη τιμητικό, απλώς ΕΙΝΑΙ. Το «καθαρίστρια» δεν αποτελούσε ποτέ καταφρονετικό όρο, πάντως όχι περισσότερο απ’ τον όρο «υπουργός», ή «βουλευτής» – μην ξεχνούμε εξάλλου πως τον Μάη του ’68 οι Γάλλοι κυκλοφορούσαν έχοντας γράψει ειρωνικά πάνω στο αυτοκίνητό τους: «Δεν είμαι βουλευτής». Προφανώς ούτε υπουργός.
Κατά συνέπεια είναι απορίας άξιο γιατί η νέα υφυπουργός Μακεδονίας – Θράκης Νοτοπούλου δήλωσε, επειδή της γίνανε επιθέσεις για τον τρόπο που προσελήφθη στον δήμο, ότι έχει εργαστεί σε κάποιο περίπτερο και πως «θα ήταν τιμή για αυτήν να έχει εργαστεί ως καθαρίστρια». Βέβαια είναι σίγουρο πως αυτό δεν ισχύει, διότι συνήθως κάποιοι εκτιμούν τις καθαρίστριες, αρκεί καθαρίστριες να είναι οι άλλες και οι άλλοι, και οι ίδιοι ηγέτες που θα τους σαλαγούν για να τους σώσουν – καταρχήν το «καθαρίστρια» δεν είναι παρά μια επιφανειακή, επαγγελματική ιδιότητα. Καθόλου ουσιώδης ή υπαρξιακή. Ισως πρόσκαιρη – δηλαδή μπορεί αργότερα η ίδια καθαρίστρια να γίνει δήμαρχος, ή υπουργός, εφόσον ακόμα και ένας οδηγός λεωφορείου όπως ο Μαδούρο έγινε πρωθυπουργός. Ενώ σπανίζει το αντίθετο: ένας πρωθυπουργός να γίνει οδηγός ταξί. Στην Ελλάδα, βέβαια, μπορεί ο πατέρας υπουργού να γίνει πρόεδρος του ΟΑΣΘ και μετά από δευτερογενείς (πιθανώς κι ερωτικές, όπως ενδεχομένως κακόβουλα λέγεται) εμπλοκές να δούμε άλλες παρενέργειες στη δήθεν ιεραρχία της εξουσίας.
Αρα, η υφυπουργός βλέπει την έννοια «καθαρίστρια» ταξικά και ιδεολογικά, ενώ αυτό δεν ισχύει – ρωτήστε και τη Χαρούλα Αλεξίου. (Αν έχει κρατήσει ακόμα τα κόκκινα γάντια). Παντού και πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν καθαριστές και καθαρίστριες (κι ευτυχώς, αλλιώς θα είχαμε πεθάνει όλοι απ’ τη βρώμα ή τα σκουπίδια) και δεν τις καταργεί καμιά ιδεολογία. Απλώς το εξ αριστερών μελό για άλλη μια φορά τις χρησιμοποιεί για ελαφρολαϊκή προπαγάνδα ψευδοσυμβόλων, ενώ με την επίμονη, δήθεν δοξαστική αναφορά σε αυτές κατ’ ουσίαν μάλλον τις προσβάλλει, θεωρώντας τες διαφορετικές: σύμβολα της ένδειας.
Επιπλέον η κ. υφυπουργός δήλωσε πως οι επιθέσεις εναντίον της γίνονται επειδή είναι γυναίκα, άρα είναι «σεξιστικές» και «ακροδεξιές». Πρόκειται για παλιό κλισέ που στιγματίζει κάθε κριτική ως «ακροδεξιά», απ’ το Μακεδονικό ώς το Μάτι – κατά συνέπεια και οι μόνιμες επιθέσεις κατά της κ. Μαρέβας Μητσοτάκη είναι «ακροδεξιές» και «σεξιστικές»; Οχι, εκείνες είναι «προοδευτικές» κι ευπρόσδεκτες – όλα αυτά είναι μηχανιστικά συμπεράσματα μιας αντίληψης ψευδοταξικού, ιδεαλιστικού μεσσιανισμού: οι καλές καθαρίστριες και οι κακοί αστοί. Ή, νατουραλισμός – κατά Παζολίνι. Ιδεολογική πλατυποδία. Καλοί και κακοί – αν ο άλλος βγάζει τριακόσια ευρώ παραπάνω είναι χαλεπός. Γίνεται, αίφνης, κακός. Αστός. Γι’ αυτό στο μέλλον, όποιος κερδίζει τουλάχιστον όσα ο Καρανίκας (2.200 τον μήνα), ή, μια υφυπουργός, για να μην τον πούνε ακροδεξιό να δηλώνει ότι είναι «καθαρίστρια», ή πως λυπάται που δεν είναι. Μην τον στιγματίσουν οι σωτήρες και «δεν μπορεί το μεσημέρι να φάει τις πέρδικες» που θα έλεγε και ο Νερούδα.