Η τελευταία φορά που συγκινήθηκα με μια ολοκληρωμένη αφήγηση ήταν με το Ο µεγάλος σεισµός (Κριτική) του Nicholas Shrady, σχετικά µε τον καταστροφικό σεισµό που έσβησε σχεδόν τη Λισαβόνα από τον χάρτη το 1755, το απόλυτο χάος και την επικράτηση του ορθολογισµού.
Αν μπορούσα να γράφω μετά μουσικής, θα επέλεγα το ραδιόφωνο και τη διαρκή εναλλαγή της µουσικής και των εποχών.
Το πιο οδυνηρό στη διαδικασία της συγγραφής είναι η ανάγκη να σηµαίνει το κείµενο για τους αναγνώστες αυτό που σηµαίνει και για σένα. Είναι µια διαδικασία ακρίβειας και αµφισβήτησης των στοιχειωδέστερων ικανοτήτων σου να αντιληφθείς τον λόγο και το νόηµα του κόσµου γύρω σου, που κάποια στιγµή σε ισοπεδώνει.
Τρία βιβλία που θα πρότεινα οπωσδήποτε για μια βιβλιοθήκη Λυκείου θα ήταν, από τη νεοελληνική λογοτεχνία, τρία έργα γυναικών: Επιστολαί Αθηναίας προς Παρισινήν, της Καλλιρρόης Παρρέν, Η καρτερία του Παύλου, της Μαρίας Π. Μηχανίδου, και τα διηγήµατα της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου.
Η κριτική που αποδέχομαι αφορά οποιαδήποτε άποψη µπορεί να έχει κάποιος για µένα και τη δουλειά µου, εµπεριστατωµένη ή αυθαίρετη. Δουλεύω είκοσι χρόνια στην πεζογραφία, στο θέατρο και τα οπτικοακουστικά µέσα, κι έχω µάθει να επεξεργάζοµαι µε διαφορετικούς τρόπους την κριτική, και κυρίως να µην την παίρνω προσωπικά. Πιθανώς να συµβαίνει επειδή έχω σταθεί τυχερός στο κοµµάτι της κριτικής εντός και εκτός Ελλάδας. Ετσι κι αλλιώς όµως, θεωρώ ότι έχει µεγάλη σηµασία να εκτίθεσαι µε τη ουσία της δουλειάς σου χωρίς φόβο και περιορισµό.
Η αυτοκριτική ξεκινάει από την εµπειρία (ή την υποψία) της µεταµέλειας. Το να µπορείς να µετανιώσεις για κάτι κουβαλάει µια εξιλεωτική δύναµη – ακόµα και να σε βασανίζει, ξέρεις πολύ καλά τι θα την έκανες µια δεύτερη ευκαιρία.
Η αρχή ενός κλασικού βιβλίου που ζηλεύω είναι η πρώτη πρόταση από τον Ηγεµόνα του Μακιαβέλι: «Συνήθεια το ‘χουν όσοι ποθούν να καλοπιάσουν έναν ηγεµόνα, να παρουσιάζονται µπροστά του κρατώντας ό,τι πιο σπάνιο έχουν ή ό,τι θαρρούν πως πιότερο του αρέσει» (µετ. Ν. Καζαντζάκη). Θεωρώ σηµαντικές τις εισαγωγικές προτάσεις µιας ιστορίας, και για λόγους ύφους και για τη σύνδεση µε τον αναγνώστη που προκαλεί η ιστορία.
Οταν ακούω για τη «λογοτεχνία της κρίσης» σκέφτομαι την εποχή που ξεκινούσα τη συνεργασία µου µε διάφορα αµερικανικά λογοτεχνικά περιοδικά κάπου στο 2009. Ηταν µια εποχή που άρχιζε ο όρος αυτός να αποκτά νόηµα και χαρακτηριστικά διεθνώς, και περιοδικά όπως το περιβόητο World Literature Today είχαν αρχίσει να δηµοσιεύουν διηγήµατά µου µε αυτό το θέµα. Εχω ζήσει τα βήµατα αυτής της λογοτεχνίας από «έξω προς τα µέσα». Στον ελληνικό χώρο υπήρξε µια ενδιαφέρουσα παραγωγή, αλλά νοµίζω ότι ένα µέρος της εξαντλήθηκε σε διδακτισµούς και κορεκτίλες – τα οποία πιθανώς να έχουν νόηµα, αλλά εµένα µε ενδιαφέρει περισσότερο η αφήγηση της τραυµατικής εµπειρίας, όσο ενοχλητική και να είναι.
Ο Γιάννης Σκαραγκάς είναι πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος. Το τελευταίο του ιστορικό μυθιστόρημα «Λαχτάρα που περίσσεψε από χτες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική. Γράφει στα ελληνικά και τα αγγλικά, και έχει πάρει το Βραβείο Συντακτών του Copper Nickel του Πανεπιστημίου του Κολοράντο (ΗΠΑ, 2018). Το έργο του «Η κυρά της Ρω», που θα ξαναπαιχτεί στην Αθήνα, στο Σύγχρονο Θέατρο, εντάχθηκε στο πρόγραμμα του Center for the Art of Performance του UCLA το 2019