Ενα «παραμύθι χωρίς όνομα» μπορεί να είναι μια γοητευτική πολιτική αλληγορία, όπως εκείνη η πασίγνωστη της Πηνελόπης Δέλτα. Αντιθέτως, μια εποχή χωρίς όνομα όπως την αποκάλεσε ο αρθρογράφος των «New York Times» R. Cohen είναι μια κατάσταση αβεβαιότητας, ασχημάτιστων συλλογικών προσανατολισμών, αντιθετικών και αλληλοακυρωνόμενων τάσεων με θολές διεξόδους. Μας το θυμίζει η γαλλική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη, η δοκιμασία της εξουσίας Μακρόν, η μαζική κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων που κατεβαίνουν και σήμερα στους δρόμους. Η κρίση έχει ασφαλώς τις ιδιαίτερες εθνικές της όψεις, αλλά τόσο ως προς τις αιτίες όσο και ως προς τις συνέπειες, μιλά σε όλους μας. Αλλωστε η εκλογή του Μακρόν είχε αντιμετωπιστεί από την αρχή ως διεθνές, παρά ως γαλλικό γεγονός. Είχε δημιουργήσει την αισιοδοξία ότι η άνοδος της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς στην Ευρώπη μπορούσε να ανακοπεί και να αντιστραφεί. Ακόμα όμως περισσότερο, είχε τροφοδοτήσει την ελπίδα ότι η Γαλλία θα μπορούσε να ηγηθεί μιας επανεκκίνησης της Ενωμένης Ευρώπης ως απάντησης στην ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση.
Εκτοτε μεσολάβησαν εκλογικές αναμετρήσεις με τελευταίες της Ιταλίας και της Βραζιλίας, που έδειξαν ότι η άνοδος των λαϊκισμών και ειδικά της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς δεν ήταν ένας προσωρινός εκλογικός κύκλος που θα έκλεινε γρήγορα, αλλά ένα φαινόμενο με διάρκεια που θα χαρακτηρίσει την εποχή της αβεβαιότητας. Ρεαλιστικότερη είναι η απομυθοποίηση της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς σαν «αντισυστημικής» δύναμης, ιδίως στις χώρες όπου μετέχει στην κυβέρνηση, παρά η επαναφορά της στα περιθωριακά ποσοστά που παλαιότερα είχε. Κάτι ανάλογο συνέβη άλλωστε με τον αριστερό λαϊκισμό τύπου ΣΥΡΙΖΑ στη Νότια Ευρώπη. Πιο επώδυνη πολιτικά είναι η δεύτερη διάψευση καθώς η αποδυνάμωση του Μακρόν συμπαρασύρει και την πιθανότητα να λειτουργήσει η Γαλλία σαν ατμομηχανή της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Ετσι κι αλλιώς υπήρχε μια ναπολεόντεια αλαζονεία στη φιλοδοξία, δεδομένου ότι η Γαλλία δεν έχει την αναγκαία οικονομική ισχύ και η Γερμανία τράβηξε ευσχήμως το χαλί κάτω από τα πόδια του Μακρόν πριν τον αποδυναμώσουν τα Κίτρινα Γιλέκα.
Η γαλλική κρίση δεν είναι παρά μία ακόμα εθνική εκδήλωση της διάχυτης κοινωνικής δυσφορίας που διατρέχει τις δυτικές κοινωνίες και ξεσπά με διάφορες μορφές από χώρα σε χώρα. Οι παρατεταμένες συζητήσεις για τις αιτίες του φαινομένου συνοψίζονται πια σε έναν κοινό ερμηνευτικό πυρήνα. Περιλαμβάνει οικονομικές-κοινωνικές αιτίες με αναφορά στη μισθολογική καθήλωση των λαϊκών στρωμάτων, στην επισφάλεια της απασχόλησης, στην απώλεια εισοδημάτων και κύρους μεγάλου μέρους των μεσαίων στρωμάτων, στην εκτίναξη του πλούτου των πολύ πλούσιων (κυρίως στις ΗΠΑ και λιγότερο στην Ευρώπη). Περιλαμβάνει επίσης πολιτισμικές αιτίες με επίκεντρο την «πολιτισμική ανασφάλεια» που προκαλεί η αποδυνάμωση των παραδοσιακών ταυτοτήτων, πρωτίστως της εθνικής, ο φόβος για τη μετανάστευση, η αποξένωση από το νέο τεχνολογικό περιβάλλον της καθημερινής ζωής. Περιλαμβάνει, τέλος, τον ρόλο των social media με όλες τις αμφιλεγόμενες αλλαγές στην πολιτική επικοινωνία και την κοινωνική ψυχολογία που έχουν επιφέρει.
Πίσω από αυτά τα φαινόμενα βρίσκεται πριν από όλα η νέα ιστορική φάση του καπιταλισμού που φαίνεται να ανταποκρίνεται σε εκείνη την «προμηθεϊκή» ισχύ που έβλεπε ο Μαρξ στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όταν ανέτρεπαν τις προϋπάρχουσες σχέσεις παραγωγής και τις θεσμικές ρυθμίσεις. Παγκοσμιοποιημένος με ηγεμονία τού χρηματοπιστωτικού του σκέλους, ανατροπέας της γεωπολιτικής ιεραρχίας των κρατών, τροφοδοτούμενος και τροφοδότης μιας νέας τεχνολογικής επανάστασης που αλλάζει ριζικά τις ζωές των ανθρώπων, αποδεσμευμένος όχι μόνο από το μεταπολεμικό ρυθμιστικό πλαίσιο της μαζικής δημοκρατίας, αλλά και το πιο πρόσφατο του Νεοφιλελευθερισμού που ηγεμόνευσε πρακτικά ώς τη δεκαετία του 1990. Κατά τούτο η κατάχρηση του όρου «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» γεννά συγχύσεις. Υποθέτει ότι υπάρχει μια ενιαία και συνεκτική ρυθμιστική λογική, πράγμα που δεν συμβαίνει. Απλοποιεί τις απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα θεωρώντας ότι είναι απλώς ζήτημα αναδιανομής ή επεκτατικής οικονομικής πολιτικής έναντι της «λιτότητας». Δημιουργεί ψεύτικα επιχειρήματα όπως π.χ. ότι το πρόβλημα με τη Σοσιαλδημοκρατία είναι ότι «πρόδωσε» τον εαυτό της και υποτάχθηκε στον «νεοφιλελευθερισμό».
Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Ο «παλαιός δυτικός Κόσμος», οι ΗΠΑ και η Ευρώπη που πρωτοστάτησαν στην παγκοσμιοποίηση βλέπουν να χάνουν ισχύ έναντι της Ασίας και κυρίως της Κίνας. Στο εσωτερικό των κοινωνιών τους εξάλλου τα όποια οφέλη της ανάπτυξης δεν διαχέονται προς τα κατώτερα στρώματα, τα οποία επιπλέον είναι εκείνα που δοκιμάζονται κατεξοχήν από την «πολιτισμική ανασφάλεια». Από την άλλη, τα βήματα προς την απο-παγκοσμιοποίηση που γίνονται είτε ως επιλογή είτε αυθορμήτως «από τα κάτω», μένουν μετέωρα καθώς η επιστροφή στο έθνος-κράτος είναι ανέφικτη ή δυστοπική γιατί θα έχει τεράστιο οικονομικό και πολιτικό κόστος. Το βλέπουμε στις αντιφάσεις που διατρέχουν την τραμπική πολιτική «America first», στα αδιέξοδα του Brexit, στις «κωλοτούμπες» του ΣΥΡΙΖΑ και των Σαλβίνι – Ντι Μάιο. Ομως ο μετεωρισμός μεταξύ μιας προσπάθειας πολυμερούς διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης που δεν έχει ώς τώρα επιτευχθεί και μιας δυστοπικής απο-παγκοσμιοποίησης που δεν είναι εφικτή, γεννά τις σημερινές παθογένειες. Αυτές που ανακινούν τον φόβο μιας παρατεταμένης σκοτεινής και αβέβαιης εποχής προς το παρόν χωρίς όνομα, που στην πορεία όμως μπορεί να μοιάσει με έναν «ήπιο Μεσοπόλεμο» χωρίς φασισμούς αλλά με αντιδημοκρατικές τάσεις. Η διάδοση των αυταρχικών καθεστώτων στον εξω-δυτικό Κόσμο είναι ήδη πραγματικότητα και υποβοηθούν την ενδυνάμωση της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς στις δυτικές κοινωνίες.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι φυσικό η Ευρωπαϊκή Ενωση να βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης. Αντιπροσώπευε την υπόσχεση ότι μπορεί να προστατέψει τις κοινωνίες από την αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση, και να προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο ώστε να ανανεωθεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο μέσα από έναν νέο δημιουργικό συμβιβασμό Καπιταλισμού και Δημοκρατίας. Η υπόσχεση έχει μείνει εκκρεμής, πολλοί προσλαμβάνουν την ΕΕ σαν μηχανισμό απορρύθμισης και όχι επαναρύθμισης, ενώ την ίδια ώρα τα εθνικά μοντέλα καπιταλισμού δείχνουν μια ισχυρότατη αντίσταση στη μεταρρύθμισή τους ακόμα και όταν χάνουν θέσεις στην παγκόσμια ιεραρχία. Η Γαλλία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και σε αυτή τη διπλή πρόκληση επιδίωξε να απαντήσει ο Μακρόν αλλά το εγχείρημα φαίνεται επίσης μετέωρο ή οριστικά χαμένο κατά πολλούς γνώστες της γαλλικής πολιτικής κατάστασης. Και αν αυτή η πρόβλεψη επαληθευτεί, οι επιπτώσεις θα διαχυθούν σε όλη την Ευρώπη.
Στις αρχές του 20ού αιώνα άνθησε ένα πνευματικό ρεύμα απαισιοδοξίας (fin du siècle) για το τέλος ή την αποτυχία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τη διάψευση των επαγγελιών του Διαφωτισμού και την επερχόμενη ενδυνάμωση των εθνικισμών. Κατά κάποιο τρόπο η «ιδέα της Ευρώπης» διαφυλάχτηκε σαν αισθητικό γεγονός στους κύκλους των διανοουμένων, των καλλιτεχνών της avant-garde και των κοσμοπολίτικων μεγαλουπόλεων. Ισως εδώ όμως να βρίσκεται μία επιπλέον διαφορά από την τότε κατάσταση. Τώρα, παράλληλα με τις τάσεις επανεθνικοποίησης της Πολιτικής που εκδηλώνονται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αναπτύσσεται μια αντίθετη κίνηση μαζικής υποστήριξης της ευρωπαϊκής ιδέας και της ενοποίησης. Το ζήσαμε στην Ελλάδα, το συναντάμε στη Βρετανία, και ασφαλώς θα εκδηλωθεί πάλι στη Γαλλία όποια και αν είναι η έκβαση της σημερινής κρίσης.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου