Υιοθετώντας τη λατινική ρήση «nomen est omen» («το όνομα είναι οιωνός»), γράφω για τον πολιτικό φορέα που θα εκκινήσει με εκλογή αρχηγού τον Νοέμβριο χωρίς να τον χαρακτηρίζω ως «Κεντροαριστερά», «Κέντρο», «Μεταρρυθμιστικό χώρο», ή ό,τι άλλο. Η ακριβής φυσιογνωμία του μέλλει να καθοριστεί. Ως τότε τον περιγράφω με το πεζό, αλλά ακριβές, «Νέος Φορέας».
Η επιλογή πρώτα να εκλεγεί αρχηγός και μετά να ιδρυθεί το κόμμα και να προσδιορισθεί ιδεολογική ταυτότητα προκάλεσε κριτικές και αστειάκια από τους εναντίους. Πιστεύω όμως ότι εδώ ισχύει ό,τι έλεγε ο Τσόρτσιλ για τη δημοκρατία: «Είναι το χειρότερο σύστημα, αν εξαιρέσεις όλα τα υπόλοιπα». Με δεδομένη την ελληνική πραγματικότητα, σκεπτόμενος τις ατέρμονες συζητήσεις, διαβουλεύσεις και συγκρούσεις που θα είχε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, και τις μύριες παγίδες που πιθανώς θα την έκαναν να ναυαγήσει πριν καν ολοκληρωθεί, βλέπω στο ξεκίνημα διά της εκλογής του αρχηγού τη λιγότερο κακή λύση. Δηλαδή, ρεαλιστικά, την καλύτερη.
Όσοι υποψήφιοι διεκδικούν με σοβαρές πιθανότητες την ηγεσία είναι πρόσωπα γνωστά, έχουν ιστορία, οπότε κρίνοντας ποιον επιλέγει κάθε ψηφοφόρος αποφαίνεται ουσιαστικά και για την ιδεολογία του Νέου Φορέα. Όλοι θεωρητικά μπαίνουν στον αγώνα ίσοι. Αλλά η δυνατότητα για το νέο ξεκίνημα οφείλεται στους δυο υποψήφιους που ηγούνται εκλεγμένων κομμάτων: όχι μόνο γιατί προικίζουν τον Νέο Φορέα με κοινοβουλευτική παρουσία, αλλά γιατί ρισκάρουν τις ηγετικές τους θέσεις. Η Φώφη Γεννηματά ηγείται μεγαλύτερου κόμματος και έχει αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας, αλλά και περισσότερα να χάσει. Ο Σταύρος Θεοδωράκης μπαίνει πιο αδύναμος, πράξη που απαιτεί μεγαλύτερο πολιτικό θάρρος. Επίσης, η δική του κατ’ αρχήν συμφωνία να συμμετάσχει στη διαδικασία τη μεταμόρφωσε από απλή διαμάχη για την ηγεσία της ΔΗΣΥ σε ευκαιρία για το καινούργιο. Και στους δύο αξίζει έπαινος.
Δεν μού πέφτει λόγος να προκαταλάβω τον ιδεολογικό προσανατολισμό του Νέου Φορέα, αλλά νομίζω μπορώ να περιγράψω τις πιθανές επιλογές. Σε αυτό βοηθά ότι κανένα πολιτικό κόμμα δεν ορίζει εκ του μηδενός ιδεολογία του. Καίριο στον αυτοπροσδιορισμό του είναι το ευρύτερο πολιτικό τοπίο στο οποίο τοποθετείται, το οποίο παραδοσιακά στην Ελλάδα καθορίζεται γύρω από μια κύρια ιδεολογική σύγκρουση.
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή είναι εδώ χρήσιμη.
Από τον Πρώτο ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η κύρια ιδεολογική σύγκρουση ήταν ανάμεσα σε μοναρχικούς και δημοκρατικούς, με την αριστερά ασήμαντη μειοψηφία. Αυτό το άλλαξε ο Εμφύλιος, με αποτέλεσμα από την Απελευθέρωση ως τα τέλη του 1949 να κυριαρχεί η σύγκρουση ανάμεσα σε κομμουνιστές και μη-κομμουνιστές, με τους δεύτερους να κυβερνούν με πολυκομματικούς συνασπισμούς. Από το 1950 ως τη δικτατορία, το 1967, κυριάρχησε πάλι η σύγκρουση δεξιάς-κέντρου, με περισσότερο κοινωνικά χαρακτηριστικά, και την αριστερά πιο ενισχυμένη. Στη Μεταπολίτευση, με την κατάργηση της βασιλείας, η δεξιά απέκτησε πολιτικά πιο φιλελεύθερο πρόσωπο, αλλά με έντονα κρατιστική γραμμή στην οικονομία-και όχι μόνο. Το τοπίο της επόμενης σύγκρουσης το όρισε ο Ανδρέας Παπανδρέου βασισμένος στο παρελθόν και ιδιοποιούμενος τα σύμβολα της αριστεράς.
Όμως από τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, και σχεδόν συνεχώς μέχρι την κρίση, πέραν των προσχηματικών ρητορικών καυγάδων, η κύρια σύγκρουση αποϊδεολογικοποιήθηκε, έγινε ας πούμε ποδοσφαιρική: πράσινοι εναντίον μπλε, με τους κόκκινους σε μειοψηφία να προβάλλουν με δυνατή φωνή πολλά από τα αιτήματα που οδηγούσαν και τους άλλους προς τον κρατισμό, την κυριαρχία των συντεχνιών και την κομματοκρατία. Μέσα στην ιδεολογική ισοπέδωση, τη μόνη αισθητή διαφοροποίηση, προς την κατεύθυνση του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού, την έκαναν δυο ηγέτες διαφορετικών κόμματων, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Κώστας Σημίτης. Και οι δύο τελικά ηττήθηκαν από μερίδα του δικού τους χώρου συντονισμένη με την κοινή μεταπολιτευτική συνισταμένη, σε αγαστή σύμπνοια με μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Η αρχή της κρίσης ξανάδωσε ιδεολογικό χρώμα στη σύγκρουση, το κοινώς αποκαλούμενο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο». Αλλά από τη στιγμή της περίφημης κωλοτούμπας του ΣΥΡΙΖΑ, τα κόμματα του λεγόμενου ευρωπαϊκού τόξου είναι εκ των πραγμάτων, θέλοντας και μη, στη γραμμή του μνημονίου.
Η μνημονιακή οικονομική πολιτική είναι σήμερα πραγματικότητα για όλους. Το καίριο πολιτικό ζήτημα πλέον είναι πώς θα βγούμε από την κρίση. Με ετούτο το ζητούμενο, και δεδομένη την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η κύρια σύγκρουση ορίζει τώρα δυο μεγάλες παρατάξεις. Η πρώτη είναι στην κοινή μεταπολιτευτική γραμμή πρασίνων, μπλε και κόκκινων, δηλαδή πιστή στον κρατισμό, την κομματοκρατία και τον πελατειασμό. Η δεύτερη είναι αυτή που επιχειρεί το άνοιγμα στο νέο, τις μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανεξάρτητης επιχειρηματικότητας, της διαφάνειας και της σωστής λειτουργίας των θεσμών-που και τα τρία τελευταία συμβάλλουν στην καλύτερη λειτουργία του κοινωνικού κράτους. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ακροδεξιός συνεταίρος του ανήκει σύσσωμος στην πρώτη παράταξη, όπως άλλωστε και ο Αλέξης Τσίπρας, παρά τις ενίοτε περί του εναντίου δηλώσεις του. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία είναι προς το παρόν μοιρασμένη ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Όμως, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανήκει στη δεύτερη, αυτή λογικά θα ενισχυθεί εσωτερικά στο μέλλον. Έτσι, η μάχη ΣΥΡΙΖΑ-Νέας Δημοκρατίας στις επόμενες εκλογές δεν είναι τυπική μεταπολιτευτική μάχη φανέλας, κόκκινοι εναντίον μπλε, αλλά γνήσια ιδεολογική σύγκρουση.
Μέσα στο τοπίο που καθορίζεται από αυτή τη σύγκρουση θα πρέπει να τοποθετηθεί ιδεολογικά ο Νέος Φορέας, και βάσει αυτής να ορίσει τη μετεκλογική στάση του: θα παραμείνει στο παλιό υπόδειγμα, της πρώτης παράταξης, ή θα πορευθεί στο καινούργιο, της δεύτερης; Στην εκλογή συμμετέχουν υποψήφιοι και των δύο παρατάξεων, όπως και επαμφοτερίζοντες και οπορτουνιστές. Η επιλογή του κάθε ψηφοφόρου είναι καίρια. Αλλά πριν και πέρα από αυτή, το αποτέλεσμα θα το καθορίσει σε μεγάλο βαθμό η μορφή και η έκταση που θα πάρει η εκλογική διαδικασία.
Για να φέρει ένα αποτέλεσμα αντάξιο των ελπίδων που πολλοί πολίτες εναποθέτουν στο Νέο Φορέα, η εκλογή του αρχηγού θα πρέπει να προσελκύσει μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων και κυρίως να βγει από κομματικά στεγανά. Η ηλεκτρονική ψήφος, με τρόπο απλό, είναι απαραίτητη γι’ αυτό. Αλλά μόνη της δεν αρκεί. Το μεγάλο στοίχημα για όσους θέλουν το καινούργιο είναι να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία πολίτες έξω από τα όρια ενός υπαρκτού κομματικού χώρου, νέοι, άνθρωποι που δεν είναι οργανωμένοι σε κόμματα, απλοί πολίτες που αγωνιούν για το μέλλον. Και κυρίως: πολλοί. Όσο πιο πολλοί τόσο καλύτερα.
Αν κάποιοι υποψήφιοι καταφέρουν να ανοίξουν την ψηφοφορία στην κοινωνία, ίσως ο Νέος Φορέας εκπροσωπήσει το καινούργιο. Αν περιοριστεί σε μάχη κομματικών και άλλων μηχανισμών, θα έχουμε μια μερίδα από τα ίδια, ίσως με νέο πρόσωπο επικεφαλής.
Ο Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.