Τριάντα χρόνια από την ημέρα που ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα δολοφονήθηκε στο
χωριό Χιγέρα της Βολιβίας στις 9 Οκτωβρίου 1967, ο θρύλος του 39χρονου τότε
επαναστάτη παραμένει το ίδιο ζωντανός όσο και τον πρώτο καιρό αμέσως μετά την
εξόντωσή του.
|
|
ΑΝΤΑΡΤΗΣ στη Σιέρα Μαέστρα, τη μεγάλη οροσειρά της Κούβας, στο πλευρό του
Φιντέλ Κάστρο, έπειτα υπουργός Βιομηχανίας στην Αβάνα, οργανωτής επανάστασης
στην Αφρική, ο φλογερός αυτός επαναστάτης που είχε σπουδάσει γιατρός
(αλλεργιολόγος) στην πατρίδα του, την Αργεντινή, υπήρξε επί χρόνια ένα
παράδειγμα για αγωνιστές σε όλο τον κόσμο.
Παλεύοντας ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ουτοπία, ο Τσε δεν ευτύχησε να δει
τους παραδείσους που ονειρεύτηκε. Το αντάρτικο στη Λατινική Αμερική
καταπνίγηκε από τις χούντες που κυριαρχούσαν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Στην Αφρική, η επανάσταση συνάντησε ανυπέρβλητα εμπόδια και οι συνεργάτες του
Τσε αποδείχθηκαν ακατάλληλοι, όπως έγραψε και ο ίδιος με απογοήτευση στο
Ημερολόγιό του. (Ένας από αυτούς ήταν ο Λοράν Καμπίλα, που εφέτος ανέτρεψε τον
Μομπούτου στο Ζαΐρ, μόνο και μόνο για να ιδρύσει τη δική του δικτατορία).
Στην ίδια την Κούβα, τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση ήταν εξαιρετικά
δύσκολα, και οι σχέσεις του Τσε με τον Φιντέλ δεν ήταν αρμονικές ως το τέλος.
Οι αντάρτες που πολέμησαν στο πλευρό του Γκεβάρα στη Βολιβία αφηγήθηκαν ότι η
Αβάνα απέφυγε να τους στείλει επαρκή βοήθεια επειδή είχε ήδη συνδεθεί στενά με
το Κρεμλίνο, όπου ο Τσε εθεωρείτο «αυτόνομος» και ανεξέλεγκτος.
Από μια άποψη λοιπόν, ο Τσε ήταν ένας αποτυχημένος. Ίσως σ’ αυτό να οφείλεται
και ένα μέρος της λατρείας με την οποία απλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο,
αδικημένοι, αγανακτημένοι και απόκληροι των συστημάτων είδαν στο πρόσωπό του
τον ήρωά τους.
Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΣΕ
Αλλά οι ηττημένοι, οι «κολασμένοι» της γης δεν λάτρεψαν τον Τσε, στην
πραγματικότητα, ως ηττημένο. Σ’ αυτόν είδαν νίκες: τη νίκη της ελπίδας, που
δεν σβήνει ποτέ και τη νίκη του ασυμβίβαστου ανθρώπου, που δίνει στο τέλος και
τη ζωή του για τις ιδέες του.
Αλλά αν ο «μύθος» επιζεί, όπως γράφει και ο Αλέν Τουρέν στο «Νουβέλ
Ομπσερβατέρ», δεν είναι μόνο γιατί το μήνυμα της δικαιοσύνης διατηρεί εσαεί
την αξία του, αλλά και γιατί η αδικία κάθε άλλο παρά εξαλείφθηκε.
«Την κοινωνική ανισότητα, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ένδεια γράφει ο
Τουρέν εκατομμύρια άνθρωποι στη Λατινική Αμερική εξακολουθούν να τα ζουν ως
καθημερινή πραγματικότητα.
Οι συνταγές του νεοφιλελευθερισμού και οι συνθήκες της παγκοσμιοποίησης έχουν
προσφέρει στις χώρες της ηπείρου αυτής ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικούς και
αναμφισβήτητους παράδειγμα η Αργεντινή, η Χιλή και προπάντων η Βραζιλία
αλλά οι ανισότητες ατυχώς παραμένουν και οι όποιες συνθήκες δημοκρατίας δεν
στάθηκαν αρκετές για ν’ αποκατασταθεί η δικαιοσύνη.
Υπάρχει σήμερα στην ήπειρο αυτή ένας δυϊσμός: από τη μια μεριά αυτοί που έχουν
ένα κάποιο εισόδημα, οι εργάτες και τα μεσαία στρώματα, που έχουν και τη
δυνατότητα να μιλούν και να γίνονται ακουστοί· και από την άλλη εκείνοι που
δεν έχουν τίποτα παρά μόνο τον εαυτό τους, και που η φωνή τους δεν ακούγεται πουθενά».
ΤΗΣ ΓΗΣ ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ
Αυτοί οι «κολασμένοι», που καταδικάστηκαν στην πείνα από τις δικτατορίες,
παρατηρεί ο Γάλλος συγγραφέας, δεν ελευθερώθηκαν ούτε από τα λαϊκίστικα
καθεστώτα που τις ακολούθησαν ούτε από τα οποιαδήποτε δημοκρατικά μέτρα που
κατά καιρούς εισήχθησαν.
Όλα αυτά αφορούσαν το ένα σκέλος της δυαδικής κοινωνίας. Το άλλο παρέμενε στα
σκοτάδια της αφάνειάς του και της εγκατάλειψης, έξω και πέρα από κάθε κρατική έγνοια.
Ο αριθμός των κοινωνικά αποκλεισμένων στις χώρες της Νότιας Αμερικής είναι,
κατά περίπτωση, από 40 έως 70% του πληθυσμού.
Στους τοίχους των χαρτονένιων σπιτιών τους, που διαλύονται κάθε τόσο από το
βροχή, όλο και βρίσκει τη θέση του κάποιο πορτρέτο του Τσε Γκεβάρα. Και εκεί,
η φωτογραφία αυτή διατηρεί όλο της το νόημα, όλη τη λάμψη του μηνύματός της.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕΝΕΙ
Από τον Τσε Γκεβάρα, αυτό που κυρίως μένει σήμερα στις καρδιές των
Λατινοαμερικανών είναι το αίτημα της δικαιοσύνης. Θα ήταν υπερβολή να λεχθεί
ότι αντιμετωπίζεται στα σοβαρά τουλάχιστον στα ευρύτερα στρώματα του
πληθυσμού η επιλογή του επαναστατικού αγώνα.
Η ίδια η Αριστερά, που αγάπησε τον Τσε, έχει σε τέτοιο βαθμό μεταμορφωθεί,
ώστε δύσκολα θα περίμενε κανείς από αυτήν ν’ ακούσει πραγματικά επαναστατικά μηνύματα.
Στη Χιλή, λόγου χάρη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα υπήρξε πριν από μερικά χρόνια
ρεφορμιστικό και τροτσκιστικό μαζί και πολιτικά βρισκόταν μάλλον στα αριστερά
του Κομμουνιστικού.
Σήμερα, οι Χιλιανοί σοσιαλιστές είναι, ακριβέστερα, σοσιαλδημοκράτες. Το πιο
εξέχον πρόσωπο του κόμματος, ο σημερινός υπουργός Χωροταξίας, Ρικάρντο Λάγκος,
θεωρείται πιθανό ότι θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας, για να
εφαρμόσει το καθαρά «κεντρώο» πρόγραμμά του.
Στη Βραζιλία κυριαρχεί στην πολιτική ζωή το Εργατικό Κόμμα, που αρέσκεται να
συγκρίνει τον εαυτό του με τους «Νέους Εργατικούς» του Τόνι Μπλερ, ακόμη και
στις «θατσερικές» τους εκφάνσεις.
Στο ίδιο κόμμα υπάρχει και μία πτέρυγα «καθολικο-κομμουνιστών», οι οποίοι
ελάχιστη ταύτιση αισθάνονται πλέον προς τις ιδέες ή το στυλ του Τσε Γκεβάρα.
Στο Μεξικό, όπου το «ιστορικό» θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα έχασε τα πρωτεία
υπέρ των σοσιαλδημοκρατών του Κουαουτέμοκ Κάρντενας, ο τελευταίος άρχισε να
γίνεται όλο και πιο «κεντρώος», αφότου άνοιξαν γι’ αυτόν οι πόρτες της εξουσίας.
Η αριστερή πτέρυγα του κόμματός του έχει συρρικνωθεί και ό,τι απομένει στο
Μεξικό από επανάσταση βρίσκεται προπάντων στα αδύναμα και συχνά αδέξια χέρια
των ανταρτών της επαρχίας Γκερέρο, όπου τρεμοσβήνει ένα επαναστατικό κίνημα
παλαιού τύπου, και στην επαρχία Τσιάπας, όπου ο «υπαρχηγός Μάρκος» διευθύνει
το πολυδιαφημισμένο, αλλά ελάχιστα αποτελεσματικό κίνημα των Ζαπατίστας.
Κάπου εκεί, στη μυθολογία των απελπισμένων και των αγωνιζόμενων, υπάρχει μια
γωνιά και για τον Τσε. Ο οποίος, όμως, έχει γίνει τελευταία αντικείμενο
«μελέτης» από τους διανοούμενους όλων των χωρών της Λατινικής Αμερικής, οι
οποίοι προσπαθούν να τον «κατατάξουν», να τον διερευνήσουν ως φαινόμενο και
ίσως, να φωτισθούν και αυτοί λίγο από την αθωότητά του.
ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Χονδρικά, λέει ο Τουρέν, μπορεί κανείς να διακρίνει σήμερα τρεις κατηγορίες
κρατών στη Λ. Αμερική.
Στην πρώτη ανήκουν, κυρίως, τα κράτη της Κεντρικής Αμερικής, με πρώτο και
κύριο το Μεξικό. Πρόκειται για χώρες που παραείναι κοντά στις ΗΠΑ για να έχουν
δική τους ανεξάρτητη οικονομική ή εξωτερική πολιτική. Νεοφιλελεύθερες συνθήκες
επικρατούν σ’ όλες αυτές τις χώρες και υπάρχει μια επίφαση δημοκρατίας, κάτω
από την οποία κοχλάζουν οι ανισότητες.
Η δεύτερη κατηγορία είναι οι λεγόμενες δημοκρατίες των Άνδεων. Κάπως
νοτιότερες αυτές, αγωνίστηκαν μετά την απαλλαγή τους από τους δικτάτορες για
την αποκατάσταση δημοκρατικών συνθηκών, αλλά σε όλες αυτές τις χώρες όπως η
Κολομβία, ο Ισημερινός ή το Περού η δημοκρατία, στοιχειώδης πάντοτε, έσπρωξε
στο περιθώριο την Αριστερά, σχεδόν την αφάνισε.
Ελαφρώς καλύτερη είναι η κατάσταση στις λεγόμενες χώρες του «Μερκοσούρ»,
δηλαδή της Λατινικής Κοινής Αγοράς, όπως είναι η Βραζιλία, η Αργεντινή, η
Ουρουγουάη κ.λπ. Η οικονομική ανάπτυξη εδώ είναι πιο έντονη, με τη βοήθεια και
ευρωπαϊκών κεφαλαίων και οι πολιτικές συνθήκες βελτιώνονται, αν και πολύ αργά.
Είναι, όμως, φανερό ότι η δημοκρατία σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι
ασθενής και ελαττωματική. Τι θα έκανε ο Τσε Γκεβάρα αν ζούσε σήμερα; Δεν είναι
εύκολο να το προσδιορίσει κανείς.
Μπορεί να αγωνιζόταν περισσότερο για την άνοδό του σε θέση εξουσίας, ώστε να
προωθήσει από εκεί, πιο αποτελεσματικά, τις ιδέες του για κοινωνική
δικαιοσύνη. Μπορεί, όμως και να ήταν ανάμεσα στους φτωχούς και τους απόκληρους
των «φαβέλας», των καλυβιών του Ρίο και του Μοντεβίδεο και ν’ αγωνιζόταν να
διδάξει, ως μόνο άξιο λόγου όπλο, την επανάσταση στις χιλιάδες, στα
εκατομμύρια των ταπεινωμένων προλετάριων.
Οι δανειστές των χωρών αυτών, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο βεβαιώνουν, επίσης, ότι δεν θέλουν άλλο παρά να δουν στη Λατινική
Αμερική καλύτερες κοινωνικές συνθήκες ώστε, αν μη τι άλλο, να υπάρχει μια
στοιχειώδης ευνομία και να μην πηγαίνουν χαμένα τα κονδύλια που διαθέτουν.
Μπροστά σε τέτοιους καλοπροαίρετους «επαναστάτες», φυσικά, το έργο του Τσε θα
ήταν ακόμη πιο δύσκολο.
ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ 14 Ιουνίου 1928 στο Ροζάριο της Αργεντινής, γόνος αστικής
οικογένειας, ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο
του Μουένος Άιρες, όπου και ειδικεύτηκε στην αλλεργιολογία.
Ανήσυχο και περιπετειώδες πνεύμα, ο Τσε γύρισε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική
και ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, αναζητώντας σε κάθε χώρα που
επισκεπτόταν τις προϋποθέσεις που θα του επέτρεπαν να υλοποιήσει το
επαναστατικό του όραμα.
Στη δεκαετία του ’50 ο Γκεβάρα μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στη Βολιβία, την
Γουατεμάλα και το Μεξικό, με συντροφιά εξόριστους Κουβανούς επαναστάτες. Η
συνάντησή του με τον τότε νεαρό δικηγόρο Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος είχε πρόσφατα
αμνηστευτεί μετά την συμμετοχή σε επίθεση εναντίον του στρατοπέδου Μονκάδα
στην Κούβα, ήταν καθοριστική.
Τον Δεκέμβριο του 1956 ο Γκεβάρα αποβιβάστηκε μαζί με τον Κάστρο και άλλους 80
επαναστάτες από το σκάφος «Γκράνμα» στις νοτιοδυτικές ακτές της Κούβας. Εκεί,
μετά το συνέδριο της Σιέρα Μαέστρα, ο Κάστρο και ο Γκεβάρα, επικεφαλής μόλις
10 ανταρτών (οι υπόλοιποι είχαν σκοτωθεί στις μάχες), ξεκίνησαν το ένοπλο
αντάρτικο εναντίον των στρατευμάτων του δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα. Ύστερα
από 25 μήνες, ο Γκεβάρα και οι αντάρτες του Κάστρο μπήκαν θριαμβευτές στην
Αβάνα την 1η Ιανουαρίου 1959.
Την επομένη της κατάληψης της Αβάνας, ο αποκαλούμενος από τους Κουβανούς
«ήρωας αντάρτης» Γκεβάρα πολιτογραφήθηκε Κουβανός, διορίστηκε διοικητής της
Κεντρικής Τράπεζας και στη συνέχεια υπουργός Βιομηχανίας. Ο Γκεβάρα πάντως
φάνηκε από την αρχή να αποστρέφεται τη σοβιετική ορθοδοξία και τη
γραφειοκρατία της Αβάνας.
Μετά την εκπροσώπηση της Κούβας στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1964, ο
Γκεβάρα πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην Κίνα, την Αφρική και σε πολλές χώρες
του Τρίτου Κόσμου και τον Μάρτιο του 1965 παραιτήθηκε από το υπουργείο Βιομηχανίας.
Ο Γκεβάρα πήγε κατόπιν κρυφά στο τότε βελγικό Κογκό, όπου προσπάθησε, χωρίς
όμως επιτυχία, να οργανώσει αντάρτικο σε συνεργασία με εθνικιστικές οργανώσεις
της χώρας. Στη συνέχεια επέστρεψε για λίγο στην Κούβα και αναχώρησε για τη
Βολιβία με στόχο να οργανώσει αντάρτικο κίνημα σε όλη τη Λατινική Αμερική.
Συνελήφθη στις 8 Οκτωβρίου 1967 από τον στρατό της Βολιβίας. Την επομένη
εκτελέστηκε με συνοπτική διαδικασία και ενταφιάστηκε κρυφά σε ομαδικό τάφο. Οι
αρχές της Βολιβίας κυκλοφόρησαν μάλιστα φωτογραφία του νεκρού Γκεβάρα, για να
αποδείξουν το τέλος του επαναστάτη. Ήταν με τα μάτια ανοικτά, σαν να κοιτούσε
έκπληκτος το φακό, μια φωτογραφία που θύμιζε την εικόνα του αιμόφυρτου Χριστού
και έκανε το γύρο του κόσμου.
Τον Ιούλιο του 1997 τα οστά του βρέθηκαν στο Βαλεγκράντε και μεταφέρθηκαν στην
Κούβα με στρατιωτικές τιμές.
«ΑΝ ΕΙΝΑΙ απαγορευμένο στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα είναι καλό!».
Αυτή την αλλεργία απέναντι στους γιάνκις προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν οι
παραγωγοί της αγγλικής μπίρας «Τσε», που σερβίρεται στα μπαρ του Ουέστ Εντ του
Λονδίνου. Αρχικά αντέδρασε ο Φιντέλ Κάστρο, που δεν είχε σκεφθεί το ενδεχόμενο
να πρέπει να προστατεύσει το όνομα του θρυλικού επαναστάτη και η μπίρα
απαγορεύτηκε με πρόσχημα ότι δεν περιείχε κανένα κουβανικό συστατικό.
Οι επιφυλάξεις του Κουβανού ηγέτη ξεπεράστηκαν όμως γρήγορα και η μπίρα «Τσε»
κάνει σήμερα ρεκόρ πωλήσεων. Το μάρκετινγκ και η επανάσταση κάνουν καλό
ζευγάρι. Τα σκι Φίσερ τετραπλασίασαν τις πωλήσεις τους μέσα σε δύο χρόνια
γιατί είχαν ανάγλυφο τον Τσε. Ανάλογη επιτυχία είχαν τα ρολόγια Swatch και τα
ρούχα της μάρκας Label στη Νέα Υόρκη. Ακόμη και ο γνωστός ταξιδιωτικός οδηγός
Routard είχε την ιδέα να συνοδεύσει τη νέα του έκδοση για την Κούβα με ένα CD
με τίτλο «El Che vive (Ο Τσε ζει), ’67-’97». Ο δίσκος περιέχει ένα λόγο του
Τσε και τρεις εκδοχές του ύμνου «Hasta siempre».
Ο Τσε που θριαμβεύει σήμερα, είναι «πολιτικά ορθός», ανώδυνος και
συναινετικός, ένας Τσε light. Τον επικαλούνται οι πάντες, από νέους τραπεζίτες
μέχρι συγκροτήματα της ροκ, όπως οι «Rage Against the Machine». Από το θρύλο
του αφαιρείται οτιδήποτε ενοχλεί. Ο Αργεντινός σεναριογράφος Χοσέ Πάμπλο
Φάινμαν αποκλείστηκε από το σχεδιασμό μιας ταινίας για τον Τσε, επειδή το
σενάριό του περιείχε εκτελέσεις…