«Σταμάτησε στη φωτογραφία της Ακρόπολης και είπε στη μάνα του: “Εγώ, κάποτε,

στ’ αληθινά θα πάω εκεί”. Στα έντεκά του πάτησε πόδι και είπε στον πατέρα του:

“Εγώ θα μάθω αρχαία ελληνικά”»Όσο, λέει, η Γη είναι στρογγυλή, το ταξίδι του

δεν πρόκειται ποτέ να τελειώσει… Ταξίδι στην Ελλάδα της αρχαίας σκέψης και

της νεοελληνικής πραγματικότητας. Οδοιπορικό στην Ανατολή, που στα 72 του

χρόνια εξακολουθεί να ασκεί αποκλειστική γοητεία επάνω του. Ο Ζακ Λακαριέρ.

Ελληνιστής κι ελληνολάτρης. Μεταφραστής στα γαλλικά του έργου των κλασικών της

αρχαιότητας (Σοφοκλή, Ηροδότου, Αισχύλου, Παυσανία) και αρκετών συγχρόνων

(Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου, Πατρίκιου, Βασιλικού κ.λπ.). Συγγραφέας του βιβλίου

«Εκείνο το καλοκαίρι», που υποψίασε τους Γάλλους ότι «Ελλάδα δεν είναι

μόνον… ούζο και μπουζούκι». Λάτρεψε τη χώρα μας και τιμήθηκε με τη φιλία των

ανθρώπων της. Αν σήμερα έγραφε για την Ελλάδα, ο τίτλος θα ήταν:

«Pourquoi la Grece; Parce que…» (Γιατί η Ελλάδα; Γιατί έτσι…).

ΤΡΙΑ πράγματα του άρεσαν πολύ όταν ήταν μικρός: η φύση, τα πουλιά και το

λεύκωμα με τις φωτογραφίες της Ευρώπης.

Στα έξι του χρόνια περνούσε ώρες αμέτρητες σκαρφαλωμένος στα δέντρα της

γαλλικής επαρχίας, για ν’ ακούει τους ήχους των πουλιών. Στα οκτώ του καβάλησε

το όνειρο και ταξίδεψε ­ και πού δεν πήγε ­ μέσα από τις σελίδες του

λευκώματος, που κάποιος του έκανε δώρο. Σταμάτησε στη φωτογραφία της Ακρόπολης

και είπε στη μάνα του: «Εγώ, κάποτε, στ’ αληθινά θα πάω εκεί». Στα έντεκα του

πάτησε πόδι και είπε στον πατέρα του: «Εγώ θα μάθω αρχαία ελληνικά».

Πώς του ήρθε; «Είναι και για μένα αίνιγμα. Μυστήριο. Μεγάλωσα σε μια φτωχή

οικογένεια που δεν είχε ούτε ένα, μα ούτε ένα, βιβλίο. “Τι να τα κάνει το

παιδί τα αρχαία”, αναρωτιόταν ο πατέρας μου, που προσπαθούσε να με στρέψει στα

μαθηματικά και τ’ αγγλικά, για να ‘χω πιθανότητα αργότερα να βρω καλύτερη

δουλειά». Τελικά ο πατέρας του υποχώρησε, βάζοντας έναν όρο: να διαβάζει

αρκετά όλα του τα μαθήματα, ώστε να μη χάσει καμία χρονιά. Του έδωσε έξι

χρόνια διορία να τελειώσει το Γυμνάσιο.

Και το τελείωσε. Και πήγε στη Σορβόννη να σπουδάσει φιλολογία. Και εκεί

συνάντησε τον Όμιλο Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, ένα θεατρικό σχήμα στο

δυναμικό του οποίου έσπευσε να ενταχθεί. Μαζί με αυτόν τον θίασο, ο Ζακ

Λακαριέρ πραγματοποιεί το παιδικό του όνειρο. Έρχεται στην Ελλάδα. Για να

παίξουν στην Επίδαυρο τους «Πέρσες» του Αισχύλου, στα γαλλικά… Έτος 1947.

«Μέσα από τα αρχαία ελληνικά είχα διδαχθεί τις έννοιες της Δημοκρατίας και της

ανεξαρτησίας και ήταν αυτό ένα μάθημα ελευθερίας, ένα μάθημα σκέψεως από τον

Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, που θα παραμένει πάντα σύγχρονο».

Καθόλου σύγχρονη όμως δεν ήταν η εικόνα που ο Ζακ Λακαριέρ είχε για την

Ελλάδα. «Ήταν η εικόνα της αρχαίας Ελλάδας με ναούς, κολόνες, ιερείς και

ανθρώπους ντυμένους με πέπλα και χιτώνες να λιάζονται μονίμως, κουβεντιάζοντας

για τη σοφία, τη φιλοσοφία, τον έρωτα, κ.λπ. Βεβαίως, ήξερα ότι αυτή δεν ήταν

η εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας. Όμως, ακούστε τι παράξενο και τι θαυμάσιο

ταυτοχρόνως…». Αντί για φιλοσοφούντες, οκτώ χιλιάδες χωρικοί απ’ όλα τα γύρω

χωριά γέμισαν τις κερκίδες της Επιδαύρου και παρακολούθησαν το άπαιχτο ώς τότε

έργο, αμίλητοι και ακίνητοι επί δύο ώρες, χωρίς να καταλαβαίνουν γρυ γαλλικά!

Μάλιστα, κυκλοφόρησε ως ανέκδοτο ότι ένας χωρικός, ακούγοντας τον Χορό να

επαναλαμβάνει το helas, helas… (στα γαλλικά σημαίνει αλίμονο) γύρισε και

είπε στη γυναίκα του: «Δεν ξέρω τι λένε, αλλά αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να

αγαπούν πολύ την Ελλάδα, γιατί συνέχεια μιλούν γι’ αυτήν…».

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

«Ήταν για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία. Και το θέατρο… Ποτέ δεν είχα

σκεφτεί ότι ένα θέατρο μπορεί να έχει μυρωδιές. Αλλά, με το ηλιοβασίλεμα, το

άρωμα από τη ρίγανη και το θυμάρι ανεβαίνει προς τα πάνω και γεμίζει την

ατμόσφαιρα. Προσθέστε σ’ αυτό τους ήχους από τα μουλάρια, τις φωνές των

παιδιών… Εκείνο το βράδυ έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι, με όργανα, και ήταν

για μένα η καλύτερη συνύπαρξη της αρχαίας με τη νέα Ελλάδα».

Οι «Πέρσες» παίχθηκαν και στην Αθήνα, στο Ηρώδειο, και προτού ο θίασος να

επιστρέψει στη Γαλλία, ο Ζακ Λακαριέρ με δύο φίλους του βρίσκει την ευκαιρία

να πεταχτεί ώς τους Δελφούς. «Βρήκαμε έναν ταξιτζή που δέχθηκε να μας

μεταφέρει, είχαμε ζωγραφίσει τη γαλλική σημαία πάνω στο αυτοκίνητο ­ ήταν ένα

επικίνδυνο ταξίδι, γιατί υπήρχαν οι αντάρτες. Στο μουσείο των Δελφών ο φύλακας

μας άνοιξε και μας είπε: “εδώ θα μείνετε, μην πάτε στο χωριό, γιατί όλο και

κάτι θ’ ακουστεί για τους ξένους που έχουν φτάσει”. Κι έτσι, περάσαμε μια μέρα

και μια νύχτα μέσα στο μουσείο και κοιμηθήκαμε δίπλα στα αγάλματα, που άλλα

ήταν στα κουτιά και άλλα “πεταμένα” από δω κι από κει. Σαν να είχε σταματήσει

ο χρόνος. Από τους “Πέρσες”, στο αντάρτικο. Από τον Αιχύλο, στον φύλακα. Πάντα

υπήρχε ένας πόλεμος στην ιστορία της Ελλάδας».

ΠΟΤΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ

Εδώ έμεινε συνολικά δύο εβδομάδες και επιστρέφοντας στη Γαλλία μόνο ένα πράγμα

τον απασχολούσε: πότε θα ξανάρθει. Ήρθε τρία χρόνια αργότερα, αφού στο μεταξύ

είχε πάρει το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. «Σκέφτηκα να μη

γίνω αμέσως καθηγητής, να ταξιδέψω πρώτα, να φτάσω ώς τις Ινδίες, για να μάθω

πράγματα που δεν διδάσκονται σε κανένα σχολείο και σε καμία Σορβόννη». Κι

επειδή δεν είχε χρήματα, βγήκε στην έξοδο του Παρισιού, έκανε οτοστόπ σ’ ένα

φορτηγό και ξεκίνησε. Τρεις εβδομάδες αργότερα αποβιβαζόταν στην Κέρκυρα.

«Ήμουν ο πρώτος ξένος στο νησί. Ο πόλεμος είχε τελειώσει και ο ερχομός ενός

ξένου πιστοποιούσε την ειρήνη, την ελευθερία. Μου έκαναν λοιπόν μεγάλη

υποδοχή». Το ίδιο συνέβη αργότερα και στην Κρήτη. Εδώ ήταν δύο οι ξένοι. Ο

Λακαριέρ κι ένας Άγγλος. Η φιλοξενία, πολύ ζεστή. «Όργωσα το νησί για δύο

μήνες. Από χωριό σε χωριό. Κοιμήθηκα στην Κνωσσό και τη Φαιστό ­ οι

αρχαιολογικοί χώροι ήταν τότε αφύλακτοι ­ και γνώρισα δύο πολύ συμπαθητικές

Ελληνίδες, που ταξιδέψαμε μαζί με το αυτοκίνητό τους. Όπου κι αν πήγα, η

αίσθηση ήταν μία. “Ο πόλεμος έχει τελειώσει και οι όμορφες μέρες μάς

περιμένουν μπροστά”».

Γρήγορα του δημιουργήθηκε μια μεγάλη ανάγκη: να μάθει τα νέα ελληνικά. «Ειδικά

στην Κρήτη, που μετά το βραδινό φαγητό μαζευόταν γύρω μου όλο το χωριό και μου

ζητούσε να πω κάτι. Όμως, τι; Σιγά σιγά έμαθα να είμαι όπως οι ταξιδευτές των

ομηρικών χρόνων. Άρχισα να μιλάω για τη ζωή μου στην επαρχιακή πόλη όπου

μεγάλωσα, για το Παρίσι, γιατί ήθελα να μάθω αρχαία, γιατί ήρθα στην Ελλάδα.

Δυσκολεύονταν να το καταλάβουν. “Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα κείμενα και τα βιβλία”,

τους έλεγα. Τώρα τελείωσα το πανεπιστήμιο και τη φιλοσοφία. Θέλω πλέον να μάθω

για τη σημερινή και αληθινή Ελλάδα…».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ

Η Ανατολή ασκούσε πάντα ιδιαίτερη γοητεία πάνω του. «Και στην Ελλάδα και στην

Αίγυπτο και στις Ινδίες και παντού όπου ταξιδεύω δεν μ’ ενδιαφέρει να μάθω για

τα τεχνολογικά επιτεύγματα ή τα επιτεύγματα της επιστήμης. Εγώ θέλω πάντα να

μαθαίνω για τους ανθρώπους, από τους ανθρώπους. Κι είχα πάντοτε την εντύπωση

ότι η σοφία, η αλήθεια έρχονται από την Ανατολή. Βεβαίως δεν έχω πάει ποτέ

στην Αμερική. Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει ή ότι δεν μ’ ενδιαφέρει. Έτσι όμως

όπως ήρθαν τα πράγματα, λέω πως είμαι σαν τα λουλούδια που πάσχουν από

ηλιοτροπισμό και ανθίζουν μόνο όταν τα βλέπει ο ήλιος. Έτσι κι εγώ: πάσχω από “ανατολη-ηλιοτροπισμό”…».




Ζακ Λακαριέρ. Στη γαλλική πρεσβεία στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1996, με τον

Ζυλ Ντασσέν και τον Γιώργο Χειμωνά

…«Ένα μέτριο ελληνικό»! Πίνει αργά τον καφέ του, απολαμβάνοντας γουλιά –

γουλιά το χαρμάνι του. Δηλώνει «αμετανόητος εραστής» της Ελλάδας. Αισθάνεται,

λέει, μισός Γάλλος, μισός Έλληνας. Άλλωστε, από το 1950 μέχρι σήμερα ­ με

εξαίρεση την περίοδο της χούντας, «της ανωμαλίας, όπως έλεγε ο Σεφέρης» ­

έρχεται κάθε χρόνο και μένει από δύο μέχρι έξι μήνες τη φορά.

«Είναι καταπληκτικό αυτό που συμβαίνει με την Ελλάδα. Δεν είναι ανατολική

χώρα, γιατί η ανατολή της είναι η Τουρκία. Δεν είναι ευρωπαϊκή αμιγώς, γιατί

ανήκει κυρίως στα Βαλκάνια. Και δεν είναι βαλκανική, γιατί… Είναι λίγο απ’

όλα. Κι αυτό μπορεί να είναι δυστύχημα, αλλά μπορεί να είναι και κάτι πολύ

ενδιαφέρον και δημιουργικό. Το που τελειώνει και που αρχίζει η Ελλάδα. Είναι

ακριβώς όπως ένα δένδρο. Αν μια χώρα έχει πολλές ρίζες, είναι πιο δυνατή, πιο

ζωντανή και μπορεί να πάει ψηλά».

Η Ελλάδα, λέει, υπάρχει σε όλα τα σχολεία της Ευρώπης, αλλά η πραγματική της

εικόνα παραμένει άγνωστη, είτε γιατί είναι συνδεδεμένη μόνον με την

αρχαιότητα, είτε γιατί η σύγχρονη Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί σ’ αυτές τις «πολύ

λαϊκές εικόνες του ούζου και του μπουζουκιού».

Για τον Ζακ Λακαριέρ, η Ελλάδα είναι ένας τόπος φιλίας, στον οποίο επιστρέφει

κάθε φορά με την ίδια χαρά. «Τώρα πια έρχομαι για να δω τους φίλους μου. Τις

προάλλες πέρασα δύο εβδομάδες στις Σπέτσες, στο σπίτι μιας φίλης μου

γλύπτριας, με την οποία γνωρίστηκα πριν από σαράντα χρόνια. Κι είναι αυτή η

μεγαλύτερη τιμή που μου έχει κάνει η Ελλάδα, να βλέπω τα παιδιά και τα παιδιά

των παιδιών των φίλων μου, πάντα σε μια ατμόσφαιρα οικογενειακή».

ΤΙ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ

Τι έχει αλλάξει στην Ελλάδα του ’47 που γνώρισε και στη σημερινή;

«Πρώτα απ’ όλα έχω αλλάξει εγώ ο ίδιος. Το πνεύμα αυτής της χώρας δεν έχει

αλλάξει. Έχουν γίνει, όμως, βαθύτατες αλλαγές ­ πέραν αυτών που φέρνει

νομοτελειακά το πέρασμα του χρόνου και η εξέλιξη των πραγμάτων ­ από το

γεγονός ότι η Ελλάδα πέρασε μέσα σε 20-30 χρόνια από το μακρινό παρελθόν στο

παρόν. Στη Γαλλία αυτό έγινε στη διάρκεια δύο αιώνων. Αυτό σημαίνει ότι για

την Ελλάδα τα πράγματα έτρεξαν πολύ γρήγορα κι αυτό δεν άφησε περιθώρια να

σκεφτεί κανείς σοβαρά, να προγραμματίσει, να σχεδιάσει, να ελέγξει τις

αλλαγές. Λέω καμιά φορά, χωρίς αυτή μου η φράση να είναι απολύτως σωστή, ότι η

Ελλάδα πέρασε από τον ρομαντισμό στη ρύπανση. Το τοπίο χάλασε μέσα σε δέκα

χρόνια. Το νέφος σκέπασε την Αθήνα. Τα νερά, οι θάλασσες μολύνθηκαν και επειδή

ο τόπος είναι μικρός, οι αλλαγές αυτές φαίνονται αμέσως και πιο έντονα, παρ’

όλο που δεν διαφέρουν από τις αλλαγές στη Γαλλία.

Ο τουρισμός, βεβαίως, έχει χαλάσει πολλά πράγματα και κυρίως έχει τραυματίσει

αυτόν τον υπέροχο και μοναδικό ελληνικό τρόπο φιλοξενίας. Η γνώμη μου είναι

ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον τουρισμό, δεν μπορεί να γίνει μια

βιομηχανική χώρα.

Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, οι Έλληνες πρέπει να μάθουν να προστατεύουν τον

ήλιο, τη θάλασσα, το περιβάλλον. Γιατί η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι το

μεγαλύτερο πρόβλημα της σύγχρονης Ελλάδας».



ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ και ζει αποκλειστικά από τα βιβλία του. «Η χαρά μου δεν είναι

να γράφω για να εκφραστώ εγώ, αλλά για να μοιραστώ τα ταξίδια μου, τις

εμπειρίες μου, τα συναισθήματά μου, με άλλους ανθρώπους. Είναι σαν μια

φρατζόλα ψωμί, που νιώθεις ότι δεν σου ανήκει αποκλειστικά. Την κόβεις σε

κομμάτια και τη μοιράζεις».

Έχει μεταφράσει περίπου τριάντα Έλληνες ποιητές και πεζογράφους ­ εκτός από

τους αρχαίους συγγραφείς ­ αλλά δηλώνει πως έφτασε στο τέλος. «Υπάρχουν τώρα

νέοι που κάνουν αυτή τη δουλειά και την κάνουν και πολύ καλά. Όταν ξεκίνησα,

ήμουν μόνος». Όχι πως αφήνει τόπο στα νιάτα, λέει και γελάει. «Τον πήρανε μόνα

τους, γιατί είναι άξια. Τώρα, στη Γαλλία, μεταφράζονται κάθε χρόνο 8-10

Έλληνες συγγραφείς».

Όταν πρωτομπλέχτηκε με τις μεταφράσεις, μόνον ο Καζαντζάκης είχε μεταφραστεί

στα γαλλικά. Ήταν ο Ζακ Λακαριέρ που γνώρισε στο γαλλικό κοινό τον Σεφέρη, τον

Ελύτη κ.ά. «Με τον Σεφέρη είχαμε μια πολύ δημιουργική σχέση και διατηρούσαμε

αλληλογραφία για χρόνια. Η μετάφραση των ποιημάτων του μου πήρε πέντε χρόνια.

Μ’ αυτόν όμως που είχα καταπληκτική σχέση, ήταν ο Ελύτης. Δεν μετέφρασα πολλά

ποιήματά του, αλλά μιλήσαμε για πολλά πράγματα, μου εξήγησε πολλά και η

ελληνική ποίηση μπήκε στις φλέβες μου, κυρίως από τα λόγια του Ελύτη, όχι ως

ένα είδος λογοτεχνικό, αλλά ως τρόπος ζωής, φτιαγμένος από λέξεις. Με τον

Ελύτη ­ το βλέπουμε ­ η παράδοση, η ιστορία και μαζί η δημιουργία κυλάνε στο

ίδιο ποτάμι».

Το 1976 εξέδωσε το «Ελληνικό καλοκαίρι», ένα οδοιπορικό στην Ελλάδα, που έχει

ήδη φτάσει τα 300.000 αντίτυπα, αφού έκτοτε επανατυπώνεται κάθε χρόνο. «Το

βιβλίο αυτό, αν και ενηλικιώθηκε, πουλάει ακόμα, γιατί δίνει μιαν εικόνα της

Ελλάδας που είναι μόνιμη. Όπως είπε κι ο Σεφέρης όταν πήρε το Νόμπελ, “όταν

υπάρχει μια γλώσσα, τότε υπάρχει μια χώρα”. Δεν υπάρχει η Ελλάδα η αρχαϊκή, η

Ελλάδα η βυζαντινή, η Ελλάδα η σημερινή. Υπάρχει μόνον η Ελλάδα»…

Η συγγραφή του κράτησε τρία χρόνια. «Δεν είχα κρατήσει σημειώσεις και το θέμα

ήταν ότι έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε αναμνήσεις κι εμπειρίες 25 χρόνων. Δεν

ήθελα να κάνω ένα προσωπικό ημερολόγιο, αλλά να πω κάτι περισσότερο: ότι η

Ελλάδα υπάρχει ακόμη. Ότι δεν έχει πεθάνει, αν και παραμένει μια φτωχή χώρα.

Δεν ήταν ένας ύμνος για την Ελλάδα, δεδομένου ότι υπάρχουν στο βιβλίο και

σκληρές σελίδες, σαν αυτή που αναφέρεται στην “Ιοκάστη” τη σχέση δηλαδή της

Ελληνίδας μητέρας με το γιο της. Το βιβλίο ήρθε ακριβώς την ώρα που έπρεπε.

Τότε που ξεκινούσε ο μαζικός τουρισμός από τη Γαλλία προς την Ελλάδα. Και θέλω

να πιστεύω, ότι το βιβλίο μου συνέβαλε σ’ αυτό».

Μπορεί να λέει πως τελείωσε με τις μεταφράσεις πεζών και ποιημάτων, αλλά δεν

τελείωσε με την… ελληνική μουσική. Από τις μεγάλες του αγάπες το ελληνικό

τραγούδι, που απολαμβάνει να ακούει σε πρώτη ευκαιρία. Ένα, λοιπόν, βιβλίο με

μεταφράσεις πενήντα ρεμπέτικων τραγουδιών θα βρίσκεται σύντομα στις προθήκες

των βιβλιοπωλείων της Γαλλίας, με την υπογραφή «Ζακ Λακαριέρ»…