Αν υπάρχει ένας καλλιτέχνης στο μουσικό στερέωμα που εκφράζεται με μεγέθη

εκατομμυρίων, αυτός είναι ο Ζαν Μισέλ Ζαρ. Κάτοχος ήδη του ρεκόρ Γκίνες για

συναυλίες με κοινό άνω των δύο εκατομμυρίων θεατών (στο Παρίσι και το

Χιούστον), έσπασε πρόσφατα το προσωπικό του ρεκόρ στη Μόσχα ­ στον εορτασμό

των 850 ετών της πόλης ­ συγκεντρώνοντας στο Πανεπιστήμιο της πόλης πάνω από

3,5 εκατ. θεατές, σε ένα θέαμα-ακρόαμα που στοίχισε αρκετά δισεκατομμύρια και

για το οποίο χρειάστηκε ακόμα και να βομβαρδιστούν τα σύννεφα!

Ο ίδιος, όμως, ο Ζαν Μισέλ Ζαρ προτιμάει την απομόνωση, δεν μιλάει ποτέ για

την προσωπική ζωή του, αλλά μπορεί ακούραστα να αναλύει τη μουσική του και τα

«ηλεκτρονικά» δεδομένα της. Ακόμη και τους (συνθηματικούς) τίτλους της, όπως

«Οξυγόνο» (Oxygene), «Ισημερία» (Equinoxe), ή «Μαγνητικά πεδία» (Magnetic Fields).


ΠΟΛΛΟΙ λίγοι άνθρωποι έχουν δει από κοντά, στις συναυλίες του, τον Ζαν Μισέλ

Ζαρ. Είναι τα μεγέθη των «μουσικών χάπενινγκ» που οργανώνει, τα οποία τους

εμποδίζουν να πλησιάσουν. Οι γιγάντιες σκηνές, οι τεράστιες οθόνες, τα

εκατομμύρια των θεατών…

Οι περισσότεροι φαν του ­ και είναι πάμπολλοι, αν υπολογίσει κανείς ότι μέχρι

σήμερα έχει πουλήσει κάπου 60 εκατομμύρια δίσκους, σ’ ολόκληρο τον κόσμο ­ τον

έχουν δει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στις μεγάλες οθόνες των συναυλιών ή,

το πολύ πολύ, στα «ηλεκτρονικά» βιντεοκλίπ του…

Όσο για τις δημόσιες εμφανίσεις του, ο ίδιος έχει φροντίσει να τις περιορίσει

στο ελάχιστο, στο Χόλιγουντ, το Παρίσι ή και αλλού ­ ζώντας απομονωμένος σε

έναν πύργο έξω από τη γαλλική πρωτεύουσα.

Όλα αυτά έχουν στήσει έναν «μύθο» γύρω από το πρόσωπό του ­ ένα πρόσωπο, που

σπάνια θα δει κανείς χωρίς μαύρα γυαλιά ηλίου και ένα καπέλο, τραγιάσκα ή

μπερέ (να τον καλύπτει ώς τα φρύδια).

Αν όμως έχεις την τύχη να βρεθείς κοντά, πρόσωπο με πρόσωπο, με τον «πολύ» κ.

Ζαν Μισέλ Ζαρ, δεν είναι καθόλου δύσκολο να εντοπίσεις στη θέση του «μύθου»

ένα πλάσμα απλό ­ και άκρως γοητευτικό.

ΤΑ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Όταν τον συνάντησα στη Μόσχα, δεν κατάφερα να αποτελέσω εξαίρεση στον «κανόνα»

του, να καθορίζει με ακρίβεια την έναρξη και τη λήξη του ραντεβού του (π.χ.

12.15 με 12.30 ακριβώς!) και τελικά να σε στήνει κάμποση ώρα, γιατί κάποιος

«αστάθμητος παράγοντας» μεταθέτει το πρώτο ραντεβού του για συνέντευξη. Ο

«αστάθμητος παράγοντας» είναι συνήθως ο ύπνος.

Κοιμάται έως αργά, και εν τέλει, κανείς από τους συνεργάτες του δεν μπορεί να

υπολογίσει πότε θα ξυπνήσει. Δίνει ο ίδιος σήμα. Κι αρχίζει μια διαδικασία

προετοιμασίας, που επίσης παίρνει ώρα…

Στο φουαγιέ του ξενοδοχείου «Σλαβίνσκαγια», δίπλα στον ποταμό Μόσκβα, άφησε

όλους τους δημοσιογράφους να περιμένουν έως και για τρεις ώρες!

Τη στιγμή που εμφανίστηκε στο βάθος, με μαύρα πάντοτε γυαλιά, απέπνεε ήδη κάτι

από το στυλ… σταρ. Κάτι απρόσιτο και υπεροπτικό, που εντείνετο και από τις

ώρες της προσμονής. Από τη στιγμή, όμως, που άνοιξε το στόμα του για να

εκφέρει το «συγγνώμη» με τη μεγαλύτερη ευγένεια του κόσμου και με ένα τεράστιο

χαμόγελο (που φάνταζε ειλικρινέστατο) ο σταρ Ζαν Μισέλ Ζαρ εξαφανίστηκε ως διά

μαγείας. Στη θέση του έμεινε ένα γοητευτικό, μεσαίου αναστήματος και αρκετά

νέο ­ κατά τη μαρτυρία του προσώπου του ­ πλάσμα.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

«Α, είστε από την Ελλάδα;», πρόφερε με ενδιαφέρον, την ώρα που βυθιζόταν σ’

έναν μαύρο καναπέ. «Εκεί θα δώσω την επόμενη συναυλία μου… Τις επόμενες,

στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη». (Τελικά, οι συναυλίες, που θα

πραγματοποιούνταν με την υποστήριξη των «ΝΕΩΝ», αναβλήθηκαν για του χρόνου,

καθώς δεν βρέθηκαν κατάλληλες ημερομηνίες για την οργάνωσή τους, μέσα στον Νοέμβριο).

«Έχω ακούσει μουσική σας. Είναι κάτι πολύ καλό». Και αμέσως έφερε τη συζήτηση

στη μεγάλη συναυλία του στο προαύλιο του Πανεπιστημίου Λεμονόσοφ της Μόσχας,

που συγκέντρωσε κάπου 3,5 εκατομμύρια άτομα, σπάζοντας και το «προσωπικό

ρεκόρ» του Ζαν Μισέλ Ζαρ.

«Πώς σας φάνηκε; Το διασκεδάσατε;» ­ ρώτησε με προσμονή μικρού παιδιού. «Ήταν

ένα τεράστιο σόου, που μας πήρε τρεις μήνες να το ετοιμάσουμε».

Στα θετικά μου σχόλια για τη συναυλία δεν έκρυψε ένα ­ ακόμη ­ τεράστιο χαμόγελο.

«Είναι τελικά ένα σόου για το σόου, αυτό που κάνετε;» τον ρώτησα. «Πρώτα απ’

όλα, είναι ένα σόου. Και το σόου το θεωρώ τέχνη. Μια τέχνη από μόνο του. Το

όλο πράγμα βασίζεται στους ερμηνευτές ­ εμού συμπεριλαμβανομένου. Αυτοί με

ενδιαφέρουν πρώτα, οι άνθρωποι. Και αυτό αναζητώ και γύρω μου, σε κάθε χώρα

που δίνω συναυλία: Το είδος της έκφρασης των ανθρώπων. Την τέχνη της έκφρασης.

Τελικά, όλο αυτό είναι ένα ανθρώπινο γεγονός, που σου δίνει τη δυνατότητα να

ανταλλάσσεις και να μοιράζεσαι συναισθήματα ελεύθερα. Σου δίνει τη δυνατότητα

να συγκεντρωθείς στη μουσική και να μοιρασθείς αυτή την εμπειρία, πράγμα που

εντείνεται ιδιαίτερα στις συναυλίες “κλειστών χώρων”, όπως αυτές που θα δώσω

στην Ελλάδα.

Το κονσέρτο της Μόσχας ήταν κάτι που ονειρευόμουν πολύ καιρό. Και ήταν ένα

υπερ-θέαμα, ένα υπερ-ακρόαμα για ολόκληρη την πόλη. Η οποία είναι και η

τελευταία “Άγρια Δύση” (Wild West). Ό, τι ήταν το Τόκιο πριν από 35 χρόνια ή

το Λος Άντζελες πριν από 25 χρόνια».

«ΜΑΕΣΤΡΟΣ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ»

Τον έχουν ονομάσει «μαέστρο των μαζών», καθώς κάθε του μουσική εκδήλωση παίζει

με τις «μάζες» του κοινού και τα τεράστια μεγέθη… «Αυτό το λένε οι θαυμαστές

μου. Δεν έχω καμία σχέση με τον χαρακτηρισμό αυτόν. Εκείνοι τον έβγαλαν» ­ με κόβει.

Και οδηγεί αλλού τη συζήτηση: «Άρχισα να κάνω μουσική από μικρός ­ σχεδόν

ασυνείδητα στην αρχή.

Έπειτα, άρχισα να γοητεύομαι από ασυνήθιστους ήχους, σαν αυτούς που παρήγαγαν

τα ηλεκτρονικά μουσικά όργανα. Σε μια εποχή, μάλιστα, που όλα αυτά ήταν ακόμη

στα σπάργανα.

Τελικά, έγινε η πιο δημοφιλής μουσική στον κόσμο. Και σου δίνει τόσες

δυνατότητες… Μπορείς να χτίσεις τους ήχους σου, όπως ο ζωγράφος, να κάνεις

το κοινό σου να δει τα τόσα χρώματα.

Βοήθησε και η αίσθηση της μελωδίας, που έχουμε ως λατινογενής λαός. Χωρίς

στίχους δε, αφήνεις το κοινό να φανταστεί, να χτίσει τους κόσμους, για τους

οποίους του προσφέρεις διαβατήριο με τη μουσική».

Ακολούθησαν πολλοί που πήραν τον ίδιο μουσικό δρόμο και άλλοι που μιμήθηκαν τη

μουσική αυτή. Και νέοι δημιουργοί, όπως ο Μάικ Όλφιλντ ο Ρενέ Ομπρί, ο Yanni…

«Νομίζω ότι ανήκω σ’ αυτούς που άνοιξαν δρόμους. Τότε, ήμασταν λίγοι. Τώρα,

έχουμε γίνει περισσότεροι.

Αυτό που έκανα ιδιαίτερα εγώ ήταν να φέρω αυτή τη μουσική σε μεγάλες

συναθροίσεις. Γιατί σ’ αυτές, υπάρχει το πνεύμα της συνάντησης ­ και αυτό

είναι ένα πνευματικό γεγονός».

­ Μ’ αυτή τη μουσική έκκληση προς τις μάζες, όμως, έχετε σπάσει και δύο φορές

έως τώρα το ρεκόρ. Στο Παρίσι, στο Χιούστον περάσατε στο βιβλίο των ρεκόρ

Γκίνες. Τώρα, γράφετε ένα νέο ρεκόρ…

«Δεν μ’ ενδιαφέρει. Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα ρεκόρ. Αυτό το πνευματικό γεγονός,

όμως, με αφορά».


«Στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, με τη φιλία μου», υπογράφει τη νεώτερη

(χαρακτηριστική) φωτογραφία του ο Ζαν Μισέλ Ζαρ

Η ΜΟΥΣΙΚΗ και η… δόξα κατοικούσαν ήδη στο σπίτι του, όταν γεννιόταν, στις 24

Αυγούστου του 1948, ο Ζαν Μισέλ Ζαρ. Γιος του συνθέτη Μορίς Ζαρ, ο οποίος είχε

ήδη στο ενεργητικό του πολλές επιτυχίες στο Χόλιγουντ, ο Ζαν Μισέλ πήρε τα

πρώτα του μαθήματα από τον πατέρα του σε ηλικία μόλις πέντε ετών. Από τότε

άρχισε να «συνθέτει ήχους», όπως λέει ακόμη και σήμερα. Το πρώτο του

ολοκληρωμένο τραγούδι, υπό τον τίτλο «Η ευτυχία είναι ένα θλιμμένο τραγούδι»,

εκδόθηκε όμως το 1969, όταν πάτησε τα 21 και αφού είχε δουλέψει, από το

σχολείο ακόμη, στο Ωδείο του Παρισιού και την Ομάδα Μουσικών Ερευνών (GRM), αργότερα.

Το πρώτο του σινγκλ κυκλοφόρησε δύο χρόνια μετά, από τη θυγατρική της ΕΜΙ, «La

Cage», την ώρα που ο Ζαν Μισέλ Ζαρ συνθέτει και ερμηνεύει ο ίδιος μουσική για

το μπαλέτο «Hebrew for Light» στην Όπερα του Παρισιού. Το 1972 βγαίνει και το

πρώτο του άλμπουμ «Εγκαταλελειμμένο Παλάτι», αλλά και η πρώτη του μουσική για

ταινία. Ακολουθεί η τηλεόραση, το θέατρο, διαφημιστικά σποτάκια. Γράφει

τραγούδια για τους Φρανσουάζ Αρντί, Κριστόφ, Ζεράρ Λενορμάν, Πατρίκ Ζουβέ,

μεγάλα αστέρια του γαλλικού πενταγράμμου στη δεκαετία του ’70.

Το άλμπουμ του «Oxygene» κυκλοφορεί το 1976 και γνωρίζει τεράστια επιτυχία στη

Γαλλία και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ακόμη ερμηνεύει πασίγνωστα κομμάτια από

εκείνον τον δίσκο του στις συναυλίες του. Ήταν άλλωστε και το διεθνές

διαβατήριό του. Του έφερε δε και το βραβείο Σαρλ Κρος, αλλά και το Γκραν Πρι

της Δισκογραφίας. Το αμερικανικό περιοδικό «People» τον ονομάζει Προσωπικότητα

της Χρονιάς.

Δύο χρόνια μετά έρχεται η δεύτερη μεγάλη ­ και διεθνής ­ επιτυχία: το

«Equinoxe», ενώ η συναυλία του, στις 14 Ιουλίου του 1979, στην Place de la

Concorde του Παρισιού φέρνει ένα εκατομμύριο θεατές και κυκλοφοριακό χάος στη

γαλλική πρωτεύουσα. Το 1981 έρχονται τα «Μαγνητικά πεδία», ο Ζαρ είναι πια

γνωστός σε κάθε γωνιά της υφηλίου, έχει περάσει στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες

και είναι ο πρώτος καλλιτέχνης από τη Δύση που καλείται να δώσει συναυλίες στη

Λαοκρατική Δημοκρατία της Κίνας. Εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια συρρέουν στα

σόου του (που αργότερα γίνονται δίσκος), ενώ κάπου 500 εκατομμύρια Κινέζοι

απολαμβάνουν τη μουσική του από τα ραδιόφωνά τους!

Είναι πια ο «μαέστρος των μαζών». Ηχογραφεί τη θρυλική «Μουσική για

Σουπερμάρκετ» και εκδίδει ένα μόνον αντίτυπο του άλμπουμ, καταστρέφοντας

αμέσως μετά τις μήτρες. Στα μάτια του κοινού έχει αποκτήσει πια και τις

ιδιοτροπίες ενός σούπερ σταρ. Το «Ραντεβού» στο Χιούστον έχει 1.300.000 θεατές

και τον ξαναγράφει στο Βιβλίο Γκίνες, την ώρα που δίνει δεύτερη συναυλία στη

Λυών, με 800.000 θεατές προς τιμήν του Πάπα, ο οποίος επισκέπτεται τη Γαλλία.

Αφιερώνει ένα από τα επόμενα άλμπουμ του («Περιμένοντας τον Κουστώ») στον

ωκεανολόγο – βιολόγο Ζακ Υβ Κουστώ, ενώ στο Παρίσι δίνει μια ακόμη συναυλία με

δύο εκατομμύρια θεατές. Νέο κυκλοφοριακό χάος… Πολλοί αναγκάζονται να

παρακολουθήσουν τη συναυλία από τα αυτοκίνητά τους ­ από το ραδιόφωνο ­ καθώς

το μποτιλιάρισμα στον δρόμο προς τη «La Defence» έχει… μήκος 35 χιλιομέτρα!

Το 1993 ορίζεται πρεσβευτής καλής θελήσεως της Ουνέσκο, ενώ κυκλοφορεί η

«Χρονολογία» του. Τον επόμενο χρόνο δίνει συναυλία στο Χονγκ Κονγκ και το

1995, υπέρ της Ουνέσκο, συναυλία με 1,5 εκατομμύριο θεατές μπροστά από τον

Πύργο του Άιφελ.

Το 1997 έφερε και το 17ο άλμπουμ του, συνέχεια του ιστορικού «Oxygene»: το

«Oxygene 7-13», ενώ από τον Μάιο ο Ζαρ ξεκίνησε την πρώτη του περιοδεία με

συναυλίες «κλειστού χώρου» από την Κοπεγχάγη. Ακολούθησαν άλλες ευρωπαϊκές

χώρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Αυστραλία και στις 6 Σεπτεμβρίου η

Μόσχα, με πάνω από 3,5 εκατομμύρια θεατές (αναμενόταν μόλις ένα

εκατομμύριο…) στον χώρο μπροστά από το Πανεπιστήμιο Λεμονόσοφ και με

«οθόνη». Το ιστορικό κτίριο, από το οποίο «εκτοξεύθηκαν» πάνω από 2.500 πυροτεχνήματα.

Όταν έχεις απέναντί σου τον Ζαν Μισέλ Ζαρ, συνειδητοποιείς ότι, τελικά, έχεις

να κάνεις μ’ έναν άνθρωπο που σκέφτεται μόνο με δύο όρους: μουσική και τεχνολογία.

Αφήνει, πάντοτε, την προσωπική του ζωή εκτός συζήτησης (τουλάχιστον με

δημοσιογράφους) και επιμένει σθεναρά σ’ αυτό. Από την περίοδο ακόμη που είχαν

αρχίσει να διαδίδονται οι φήμες για τη σχέση του με την ηθοποιό Σαρλότ

Ράμπλινγκ, αλλά ακόμη και σήμερα που οι φήμες μιλούν για σχέση «εν διαστάσει»

και διάλυση του γάμου τους, έχει αποφύγει συστηματικά να δηλώσει οτιδήποτε

θετικό ή αρνητικό. Στρέφει πάντοτε τη συζήτηση σ’ αυτό που φαίνεται να

απασχολεί ολόκληρη τη ζωή του, τη μουσική. Και το σόου.

Ήταν ο πρώτος, δε, που δοκίμασε «πειραματικά» ηλεκτρονικά μουσικά όργανα ή

«μηχανήματα» παραγωγής ήχων και ειδικά εφέ (ακόμη και επικίνδυνα, ή αμφίβολης

αποτελεσματικότητας, πολλές φορές). Ακόμη και στη Μόσχα, παρουσίασε, από

σκηνής, ένα πειραματικό μουσικό όργανο ­ που λειτουργεί με την εναλλαγή

μαγνητικών πεδίων, ανάλογα με το πόσο πλησιάζει κανείς τις δύο κεραίες του.

Δεν δίστασε δε (μία ακόμη ένδειξη της αγάπης του για κάθε τι που αφορά την

τεχνολογία, ακόμη και τη διαστημική) να έχει στη συναυλία του «ζωντανή»

σύνδεση με το… Διάστημα, με τα μέλη του πληρώματος του ρωσικού διαστημικού

σταθμού Μιρ

Αποφεύγει τις φωτογραφήσεις, ακόμη και όταν εμφανίζεται με τη Σαρλότ

Ράμπλινγκ, π.χ. στην τελετή απονομής των Όσκαρ, στο Λος Άντζελες και προσπαθεί

να κρατήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας όλα τα μέλη της οικογένειάς

του.

Ανάμεσα στις προγραμματισμένες συνεντεύξεις του με δημοσιογράφους απ’ όλο τον

κόσμο στο ξενοδοχείο «Σλαβίνσκαγια» της ρωσικής πρωτεύουσας, έκανε ένα ­

μάλλον παρατεταμένο ­ διάλειμμα για να αποχαιρετήσει, με φιλιά και αγκαλιές,

τη μητέρα και τα αδέλφια του, που είχαν έρθει από τη Γαλλία για να

παρακολουθήσουν τη συναυλία του…

Τι παραπάνω μπορεί να κάνει από εδώ και πέρα;

Θα παρακολουθεί απλώς τις δύο μεγάλες ­ και ασίγαστες αγάπες του. Τη μουσική

και την τεχνολογία. «Θέλω απλώς τελειότητα σε ό,τι κάνω. Θέλω να το μελετώ

πολύ καλά, ώστε να είναι το βέλτιστο», λέει. Γι’ αυτό και όταν από τον

Φεβρουάριο φέτος απέκτησε διεύθυνση στο Ίντερνετ (www. jeanmicheljarre. com),

πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για ένα από τα καλύτερα sites ανά την υφήλιο και

πάνω από 1,5 εκατομμύριο χρήστες φρόντισαν να το επισκεφθούν. Είχε μελετήσει,

άλλωστε, προηγουμένως πολύ καλά κάθε λεπτομέρεια και κάθε δυνατότητα που του

δίνει σήμερα η εξέλιξη της τεχνολογίας.

Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι από τους ανθρώπους που πιστεύουν πως, τουλάχιστον η

τέχνη, η μουσική θα αλωθούν από την τεχνολογική εξέλιξη. «Η μουσική θα είναι

πάντα μουσική», έλεγε στα «ΝΕΑ». «Θα έχει πάντα να κάνει με τα αισθήματα, το

πάθος, το μίσος, τον θάνατο, τη ζωή, τη μοναξιά… Απλώς τα μέσα για την

“παραγωγή” μουσικής θα αλλάζουν. Θα βελτιώνονται. Και παράλληλα θα

εξελίσσονται και τα ηλεκτρονικά “οπτικά” μέσα. Έτσι θα υπάρχει πάντοτε

περιθώριο να έχω κάτι καινούργιο στο σόου μου».