|
Το ημερολόγιο. Σε χαρτιά από σοκολάτες η Μέλπω Λεκατσά, 20 μέρες μετά τη φυλάκισή της στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, άρχισε να γράφει το δικό της ημερολόγιο… (πάνω)
|
Ημερολόγιο φυλακής γραμμένο σε χαρτί σοκολάτας, από μια 21χρονη στα κρατητήρια
του ΕΑΤ-ΕΣΑ
«ΕΙΚΟΣΙ μία μέρες φυλακή σήμερα, ακριβώς όσες και τα χρόνια μου… Είναι η
τέταρτη κατά σειρά εβδομάδα στη φυλακή. Σήμερα χιονίζει. Το ‘νιωσα από το
ιδιαίτερο ψύχος του κελιού μου και ντύθηκα “με τις γούνες μου”. Το είδα να
πέφτει μαζί με βροχή από τον φεγγίτη. Μερικά πουλιά έχουν από ώρα έρθει και
τιτιβίζουν. Ψάχνουν μια ζεστή γωνίτσα. Αν μπορούν βέβαια να υποψιαστούν τι
ζεστά είναι εδώ μέσα θα προτιμούσαν να καθήσουν έξω όπου τουλάχιστον είναι ελευθέρα»…
Ήταν 18 Ιανουαρίου του 1974. Η Μέλπω Λεκατσά στο λευκό κελί του ΕΑΤ – ΕΣΑ δεν
αντέχει πια. Ο γιατρός τής έδωσε δυο σοκολάτες και δύο φρυγανιές. Κράτησε το
περιτύλιγμα, είχε κρύψει και ένα στιλό και άρχισε να κρατάει μέρα-μέρα το
ημερολόγιο της φυλακής. Όταν μπορούσε. Όταν έκλεβε λίγο χρόνο από τους
βασανιστές, τους ανακριτές, τον πόνο. Φεύγοντας το πήρε μαζί της, όπως και ένα
γράμμα στον ανακριτή της. Τα κράτησε στο συρτάρι και σήμερα, 23 χρόνια μετά,
έψαξε γωνία – γωνία τα μικρά χαρτιά. Γύρισε πίσω. Στη νύχτα του Πολυτεχνείου,
στο ιατρείο όπου εκτελούσε χρέη γιατρού, στο μικρό σπίτι τής οδού Αμοργού,
όπου τη συνέλαβαν παραμονές Χριστουγέννων.
«ΝΙΩΘΩ ΣΠΑΣΜΟΥΣ»
Λίγο χαρτί σοκολάτας και ένα στιλό ήταν ό,τι καλύτερο εκείνες τις μέρες. Τότε
τουλάχιστον χωρούσε εκεί όλος ο πόνος λέξη-λέξη και έμενε η ψυχή όρθια: «Είμαι
τρομερά αδύνατη. Νιώθω σπασμούς σ’ όλο μου το σώμα. Είμαι τρομερά αδύναμη. Τα
πόδια μου είναι σε τραγικά χάλια. Μελανιασμένα, δεν με κρατούν ούτε να φτάσω
μέχρι τις τουαλέτες. Επειδή κουράστηκαν να με σέρνουν μου έδωσαν ένα
σκουριασμένο τενεκεδάκι να εξυπηρετούμαι μόνη μου. Πονάω παντού και κυρίως στο
κεφάλι. Τ’ αυτιά μου βουίζουν. Σχεδόν δεν ακούω. Συγκριτικά αυτό είναι
πλεονέκτημα για να μην τρελαίνομαι από τα ουρλιαχτά του πόνου και της
απελπισίας που με ζώνουν. Χθες έδερναν αλύπητα τον Σπύρο τον Γεωργάτο. Αδύναμη
να πράξω οτιδήποτε. Παρακαλούσα τον Θεό να του δίνει κουράγιο».
Λευκό, κατάλευκο το κελί. Οι δεσμοφύλακες χυδαίοι και άγριοι. Ούτε φως ούτε
ένα μήνυμα απ’ τον έξω κόσμο. Και η Μέλπω Λεκατσά δεν είχε στόχο στη ζωή της
να γίνει ηρωίδα. Ήθελε να ζήσει, αλλά με αξιοπρέπεια, όπως έγραφε στις 22
Ιανουαρίου: «Συνεχώς υποβάλλω τον εαυτό μου στην ιδέα ότι πρέπει να μη
καταθέσω, ν’ αντέξω, να υπομείνω. Σκέφτομαι όλους αυτούς τους ανθρώπους που
άντεξαν φυλακίσεις, βασανιστήρια και προσπαθώ να πάρω κουράγιο. Αφού μπόρεσαν
τόσοι θα τα καταφέρω και ‘γω. Μετά με ζώνει η αγωνία. Μήπως δεν έχω στόφα ηρωίδας;».
ΑΝΤΕΞΕ – ΠΛΗΡΩΣΕ
Τελικά άντεξε. Δεν κατέθεσε. Πλήρωσε για αυτό. Και μαζί της η οικογένειά της.
Ο πατέρας της, που ήταν αντάρτης με τον Ζέρβα. Η μάνα της, που είχε περάσει
από την ΕΠΟΝ. Η αδελφή της. Τα αγαπημένα της πρόσωπα. Όχι, δεν μετάνιωσε για
ό,τι έκανε. Ήθελε όμως να ζητήσει συγγνώμη από τους δικούς της με τον τρόπο
της: «Αγαπημένοι μου γονείς και τρυφερή μικρή μου αδελφούλα. Πεθαίνω στη σκέψη
ότι ζείτε ένα συνεχές δράμα κι εγώ είμαι υπεύθυνη. Σκέφτομαι τους γονείς όλων
των παιδιών που χάθηκαν και χάνονται μέσα σ’ ένα κλίμα παραφροσύνης και ωμής
βίας και μένω αποσβολωμένη».
Το χαρτί τελείωνε και έπρεπε σ’ αυτά τα μικρά κομμάτια της ΙΟΝ να χωρέσουν
τόσα πολλά. Ο πόνος, αλλά και ‘κείνα τα αξέχαστα ταξίδια στην Ιθάκη. Και μετά
στη σχολή. Ευτυχώς (!) είχε χώρο για σκέψεις η φυλακή: «Σήμερα το πρωί
κανόνισα να πάμε με τη Ρούλα στο μάθημα της Τοξικολογίας. Τελικά, το μάθημα
έγινε παρ’ όλη την απουσία μου. Τι να γίνει, η πραγματικότητα είναι πιο σκληρή
από τα όνειρα και ‘γω πια είμαι πολύ μεγάλη πια για να ονειρεύομαι»…
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΠΑΝΙΟ
Μια γυναίκα μόνη στα χέρια στρατιωτών. Νέων ανθρώπων που είχαν εκπαιδευτεί να
ταπεινώνουν. Να βρίζουν, να χτυπούν: «Το πρωί τρεις στρατιώτες με οδήγησαν σ’
ένα υπαίθριο μπάνιο, αρκετά μακριά από το κεντρικό κτίριο και με υποχρέωσαν να
γδυθώ και πάνω σε κάτι σανίδια να πλυθώ.
Έναν ολόκληρο μήνα που είμαι φυλακή δεν είχα καμιά επαφή με το υγρό στοιχείο.
Η βρώμα είχε κολλήσει στο πετσί μου και μοιάζω σαν λεπρή. Ρούχα δεν έχω ν’
αλλάξω, γιατί απαγορεύουν κάθε επαφή με τον έξω κόσμο.
Ξαφνικά τη βρωμιά τη διαδέχεται άλλη χειρότερη. Τρία ζευγάρια μάτια αδηφάγα,
βρώμικά βλέμματα είναι στυλωμένα στο κορμί μου και καπνίζοντας σχολιάζουν με
τη γνωστή αγοραία φρασεολογία τους. Οι σταγόνες νερό πέφτουν σαν βέλη πάνω
μου. Επιτείνουν τους πόνους και τους σπασμούς. Νιώθω τραγικά. Μου ‘ρχεται να
ουρλιάξω, να τρέξω γυμνή στη λεωφόρο».
Δεν έτρεξε. Γύρισε πίσω στο λευκό κελί. Κάτι της έλεγε ότι κάτι καλό θα
συμβεί. Ίσως μια επίσκεψη των δικών της. Κι αυτό γκρέμιζε τους τείχους.
Έμπαινε φως από παντού. Πώς να κοιμηθείς; «25 Ιανουαρίου και επιτέλους
επέτρεψαν επισκεπτήριο.
Οι δικοί μου θα έρθουν να με δουν. Ένα μήνα δεν ξέρουν αν ζω. Η παρουσία των
δικών μου κράτησε μόνο πέντε λεπτά. Είναι τόσο υπέροχοι και οι δύο. Η
μητερούλα μου φρόντισε όπως πάντα ό,τι ήταν μπορετό. Λίγα φρούτα και ένα κέικ.
Λίγα βιβλία και πάνω απ’ όλα την απέραντη κατανόησή τους. Δεν είπαμε κουβέντα.
Δεν μας άφησαν. Ήταν περιττό. Με χάιδευαν στα χέρια. Τα βλέμματα μίλησαν με
τον δικό τους μυστικό κώδικα».
|
Στη δουλειά. Όπως όλοι, κάθε πρωί πάει στο φαρμακείο της. Λίγοι πελάτες γνωρίζουν την ιστορία της κι αυτή δεν συνηθίζει να μιλάει για εκείνη την περίοδο
|
ΑΝΗΜΠΟΡΗ να κρατηθεί στα πόδια της είχε ένα πρόσθετο βασανιστήριο. Την
καθημερινή εξοντωτική ανάκριση. Ήθελαν να την κάνουν να υπογράψει. Να
παραιτηθεί. Να μιλήσει για μυστικές οργανώσεις. Κι αυτή δεν γνώριζε τίποτε. Το
έλεγε συχνά. Πού να ακούσει όμως ο διαβόητος Σπανός. Την χτυπούσε. Της έκανε
κήρυγμα. Και μέσα σε όλα αυτά την πίεζε να του πει λεπτομέρειες γύρω από τα
ερωτικά. Κάποια στιγμή πέρασε στα χέρια του ταγματάρχη Κουλουμβάκη, που
αργότερα στη δίκη των βασανιστών αθωώθηκε. Διέφερε τουλάχιστον από τους
άλλους. Της ζητούσε κάθε μέρα να του γράψει μια αναφορά.
Τελικά μια μέρα, για να κλέψει και λίγο χαρτί, έγραψε: «Νιώθω ξαφνικά ότι η
σκέψη μου θέλει να ξεδιπλωθεί, να πετάξει και να φανερώσει κάποιες αλήθειες
σαν ίσος προς ίσον. Ήρθατε σαν μια ελάχιστη αίσθηση φωτός μέσα στο απεριόριστο
σκοτάδι παραλογισμού, ωμής βίας και ξεδιαντροπιάς για να με κάνετε έστω και
για λίγο να συνέλθω, καθώς με βάλατε να καθήσω δίπλα στην σόμπα στο γραφείο
σας. Αυστηρό υπηρεσιακό ύφος, μεγαλοϊδεατισμός. Αμέσως σκέφτηκα αρχίζει το
παιγνίδι του καλού και του κακού. Λείπει ο άσχημος, που στην περίπτωσή μας τον
παίζω εγώ. Ο λόγος σας ευπρεπής, χωρίς βρισιές, προσβολές, η καρδιά σας όμως
ταραγμένη και το μυαλό συγχυσμένο όπως όλων των υπολοίπων. Σας τόνισα ότι η
διαδικασία των ερωτήσεων που μαρτυρικά μού επιβάλλει ο κ. Σπανός με θέμα το
σεξ δεν έχουν θέση σε μια πολιτική κρατούμενη κι ότι δεν με πιάσατε να κάνω
πιάτσα στη Συγγρού. Δεχτήκατε την άποψή μου και αρχίσατε να μου μιλάτε για την
προσευχή, τη νικηφόρα επέλαση στην Κωνσταντινούπολη. Τα ιδανικά σας που σας
επέβαλαν αυτή τη θέση για να προστατέψετε το έθνος από τους εχθρούς του…
… Μου είπατε πολλές φορές ότι λυπάστε για τη στάση μου. Να λυπάστε κ.
Κουλουμβάκη το έθνος που ονομάζει τον βίαιο άνθρωπο ήρωα και θεματοφύλακα των
ιδανικών του. Η ζωή όμως χαμογελά στην επόμενη μέρα κι ας σέρνουμε εμείς τις
αλυσίδες μας. Είμαι πολύ νέα και άπειρη για να μιλήσω για τα μεγάλα και
σημαντικά της ζωής. Όμως εδώ κι αρκετό καιρό τα ιδανικά μου σμιλεύουν την ψυχή
μου, της δίνουν νέα μορφή και εκείνη πλάθει τη μοίρα μου. Θα συνεχίσω να
τραγουδώ τη ζωή και τα χαμένα μου όνειρα και σεις να ψάχνετε για τους εχθρούς
του έθνους»…
|
Η «εκδίκηση». «Τα παιδιά μου είναι η μεγαλύτερη εκδίκηση που πήρα από τους βασανιστές μου». Τίποτε δεν σταμάτησε για τη νεαρή τότε φοιτήτρια, και σήμερα, 24 χρόνια μετά, έχει στήσει τη ζωή της όπως την ονειρευόταν
|
ΠΕΡΑΣΑΝ 24 χρόνια. Η Μέλπω Λεκατσά, η νεαρή φοιτήτρια που βασανίστηκε στα
κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ, «δεν τους έκανε το χατίρι». Όπως όλοι της γενιάς του
Πολυτεχνείου κέρδισε το στοίχημα με τη ζωή. Μόνο που η υγεία της δεν είναι
καλή. Μόνο που έρχονται με βία στο μυαλό της εκείνες οι στιγμές και κλαίει.
Όμως τώρα κλαίει όπως κάθε φορά που παίρνει γράμμα από την κόρη της που
σπουδάζει ηθοποιός στο Λονδίνο. Στο φαρμακείο της στην Πατησίων, λίγο πιο κάτω
από το Πολυτεχνείο κανείς δεν τη βλέπει ως ηρωίδα. Και η ίδια δεν το θέλει.
Ποτέ δεν το ήθελε.
Τα γεγονότα της Νομικής τη βρίσκουν φοιτήτρια στο 3ο έτος της Φαρμακευτικής.
Χόρευε τότε στην ταράτσα του κτιρίου. Την είδαν κάποιοι αστυνομικοί. Άρχισε να
κρύβεται. Η εξέγερση του Νοέμβρη τη βρήκε στο νοσοκομείο. «Ήταν φρικτό τότε.
Εγώ έβγαλα από το κεφάλι μιας νεαρής κοπέλας μία σφαίρα. Πέθανε. Δεν έμαθα
ποτέ το όνομά της» λέει σήμερα, 24 χρόνια μετά…
Μετά την επέμβαση του Στρατού αρχίζει και πάλι να κρύβεται. Παραμονές
Χριστουγέννων και ενώ ο Τζάλας και άλλοι αστυνομικοί πήγαιναν να συλλάβουν
έναν φίλο της την είδαν μπροστά τους. Φορούσε ένα νυχτικό δανεικό γιατί είχε
πέσει πάνω της ένας κουβάς με μπογιά και έπρεπε να πλύνει τα ρούχα της. «Μπα,
πουλάκι μου, εδώ είσαι;» της είπε ο Τζάλας. Την οδήγησαν στο αυτοκίνητο της
Ασφάλειας. Αυτό δεν έπαιρνε μπροστά. Και οι κάτοικοι έβλεπαν από τα μπαλκόνια
μια κοπέλα στη μέση του δρόμου με νυχτικό. Την πήγαν στη συνέχεια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.
«Επί τρεις μέρες και επειδή δεν είχαν κελιά με βάλαν όρθια σε ένα πρόχειρο
παράπηγμα με χάρμποτ. Τρεις μέρες. Μετά με κλείσανε σε ένα κελί λευκό. Το
μοναδικό που ήταν λευκό. Ξύλο, ανακρίσεις, εξευτελισμοί» θυμάται. Έμεινε
φυλακή τρεις μήνες. Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας συνεχίζει τις σπουδές
της. Παντρεύεται. Ζει. Τώρα μάλιστα παίρνει μέρος στην ταινία του Θόδωρου
Αγγελόπουλου «Μια μέρα και μια Αιωνιότητα». Προσπέρασε όλα τα προβλήματα. Δεν
διεκδίκησε τίποτε. Δεν εξαργύρωσε τον αγώνα της. Έμεινε όπως παλιά. Άλλωστε
αυτή την κέρδισε τη μάχη με τους βασανιστές…