Δεν θ’ άλλαζε τίποτε από τη ζωή του, αν είχε την ευκαιρία να ξαναγεννηθεί.
Την αγάπησε τη ζωή ο Μίνως Αργυράκης, όπως αγάπησε και τις γυναίκες. Έντυσε
μποέμικα την κάθε του στιγμή και αδιαφόρησε πλήρως για όσους βάφτιζαν
«περίεργο» τον ίδιο και «εκκεντρικό» καθετί που δεν μπορούσαν να καταλάβουν
στη ζωγραφική, τα σκίτσα και τα σκηνικά του. Ένα πράγμα δεν λογάριασε ποτέ
του: το χρήμα. Δεν το είχε; Δεν πείραζε. Το είχε; Το ξόδευε… «Μπορεί,
κακώς», λέει σήμερα από το Γηροκομείο Αθηνών, που εδώ κι έναν χρόνο έχει γίνει
αναγκαστικά το σπίτι του. «Τουλάχιστον, όμως, εγώ τη χάρηκα τη ρημάδα τη ζωή»…
|
|
ΟΙ ΡΥΤΙΔΕΣ του προσώπου του δεν έχουν φτάσει ακόμη στην καρδιά του. Ο
σκηνογράφος της «Οδού Ονείρων» στήνει ψηφίδα ψηφίδα το δικό του όνειρο: να
ξανανοικιάσει την κάμαρα που είχε στο Παγκράτι, να αποχαιρετήσει το Γηροκομείο
και να ριχτεί με πάθος στη ζωγραφική.
«Τι θα ζωγραφίζατε;» τον ρώτησα. «Μια γυναίκα» μού απάντησε. «Μια γυναίκα;»
ξαφνιάστηκα ευχάριστα. «Άντε δύο… Βέβαια, τώρα που το ξανασκέφτομαι, και
τρεις δεν θα ‘ταν άσχημα»… Μια αδιόρατη θλίψη ζωγραφίζεται στο βλέμμα του. Ο
τρόπος που ξαφνικά σωπαίνει είναι συγκλονιστικός.
Είναι κομψός μέσα στη ρομπ ντε σαμπρ του. Αν και φανερά ταλαιπωρημένος από τα
σκαμπανεβάσματα της υγείας του, τα μάτια του δεν χάνουν τη ζωηράδα, όταν ο
νους του τον βοηθάει να διατυπώσει όσα θέλει να πει.
Τις άλλες στιγμές, απλώς προτιμά να καρφώνει τα μάτια ή κάτω στο πάτωμα ή
μακριά, έξω από το παράθυρο. Όταν πριν από έναν χρόνο ερχόταν στο Γηροκομείο
Αθηνών ύστερα από ένα βαρύ εγκεφαλικό, κανείς δεν περίμενε ότι θα μπορούσε να
βελτιωθεί τόσο πολύ, ώστε και επαφή με το περιβάλλον να έχει και καθιστός σε
μια καρέκλα να μπορεί να σταθεί. Όπως σήμερα.
Που έχει περιποιηθεί την κόμμωσή του, αν και αρνείται πολύ ευγενικά τη
φωτογράφησή του. «Τη Δευτέρα ίσως έχω λίγο ελεύθερο χρόνο για πόζες»…
Είναι ακόμη ζωντανός, αλλά αυτό δεν του αρκεί. Του λείπει η ζωγραφική. Να μην
ξεχάσει, όταν θα βγει, να πάρει μαζί του τα πενάκια του και τα χαρτιά του
ντεκόρ στο κάτω ραφάκι του κομοδίνου του. «Δεν έχω παράπονο. Οι άνθρωποι εδώ
είναι πολύ περιποιητικοί.
Οι γιατροί προσφέρονται να μου βρουν ένα δωμάτιο να κάτσω να ζωγραφίσω,
αλλά… χωρίς να φταίει κανείς γι’ αυτό… η ατμόσφαιρα να κινηθώ ζωγραφικά
δεν είναι η πλέον ενδεδειγμένη.
Η ζωγραφική, το σκίτσο, θέλουν κέφι που δεν το βρίσκεις εδώ κοντά. Εδώ κάθε
πρωί λέμε καλημέρα στη μελαγχολία».
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Έρχεται κι επανέρχεται στις γυναίκες. «Οι γυναίκες συμβολίζουν για μένα την
ομορφιά. Την εσωτερική ομορφιά, που διαρκεί. Οι κούκλες δεν μ’ ενδιαφέρουν».
Ένα παιχνίδισμα αυτοαναιρέσεων ο λόγος του. «Δηλαδή, όχι πως δεν μ’
ενδιαφέρουν κι αυτές, αλλά δεν μπορώ να τους αφοσιωθώ. Εγώ ζητώ μιαν
πνευματικότητα, να έχει δηλαδή η γυναίκα κάτι να σου πει. Δεν εννοώ να είναι
διανοούμενη του είδους που ξέρει μόνον το μυαλό και δεν αισθάνεται το σώμα.
Όχι. Αυτό είναι πολύ άσχημο για μένα».
Είχε, λέει, πολλές γυναίκες στη ζωή του. «Τρεις απ’ αυτές νόμιμες. Με
στεφάνι». Μιαν Αγγλίδα, μιαν Ιρλανδέζα, μιαν Ελληνίδα. «Φαίνεται όμως πως δεν
ήμουν καμωμένος για σπίτι». Κι άλλες πολλές, εκτός γάμου. «Μια συνεχής αλλαγή
ήταν η ζωή μου. Μόλις αποκτούσα κάτι, το κατέστρεφα. Πάντα ήθελα κάτι άλλο απ’
αυτό που είχα. Ο Τσαρούχης μού έλεγε: “Σαν Μικρασιάτης, γεννήθηκες για την
καταστροφή”. Τώρα τελευταία είμαι πολύ πιο κοντά στο σπίτι. Βλέπετε, έχω τη
μικρή μου κόρη, την Ελένη (μία κόρη από κάθε γάμο), που με βοηθάει πολύ.
Έρχεται εδώ και με βλέπει κάθε μέρα»…
Είναι πιο κοντά στο σπίτι, αλλά σπίτι στη ζωή του δεν απέκτησε. Κι αν δεν
πέρασαν χρήματα από τα χέρια του… «Εγώ δεν σκέφτηκα ν’ αποκτήσω σπίτι ούτε
όταν απέκτησα δικά μου παιδιά. Δεν μ’ ενδιέφεραν τα υλικά αγαθά. Ήμουν άτακτο
παιδί, με την καλή έννοια. Γλένταγα, χόρευα. Πού να περισσέψουν λεφτά για
σπίτι. Ποιος ξέρει… Ίσως στην άλλη μου ζωή κάνω κάτι».
ΣΕ ΤΑΞΙΔΙΑ
Χρειάστηκε να ‘ρθει η αρρώστια για να σκεφτεί ότι σ’ αυτό το σημείο μπορεί και
να ‘κανε λάθος. Σπίτι δεν έχει, σύνταξη δεν έχει, λεφτά στην άκρη δεν έχει.
«Χάριζα συνεχώς έργα μου κι αυτό το πλήρωσα λίγο ακριβά. Αλλά το προτιμούσα,
από το να γίνω έμπορος. Μου ήταν δύσκολο να αποτιμήσω εγώ σε δραχμές τη
δουλειά μου. Τις στιγμές της δικής μου “τρέλας” ή δημιουργίας, όπως θέλετε
πείτε το. Αλλά και τότε που έπιανα στα χέρια μου λεφτά και πρέπει να σας
εξομολογηθώ ότι αυτές ήταν από τις λίγες περιπτώσεις που ένιωθα σαν
καπιταλιστής, αφού το έβρισκα πολύ νόστιμο να έχω λεφτά τα ξόδευα. Κυρίως σε
ταξίδια». Έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλο τον κόσμο. «Βοήθησαν σ’ αυτό και οι
εφημερίδες και τα περιοδικά που δούλευα». Νέα Υόρκη, Τόκιο, Μόσχα, Ευρώπη.
«Μόνο στη Γερμανία δεν έχω πάει ποτέ, κι ούτε πρόκειται να πάω. Της έχω μια
αντιπάθεια, λόγω του Χίτλερ και του ναζισμού. Θυμάμαι τι τράβηξε ο κόσμος στην
Αθήνα, την Κατοχή. Η οικογένειά μου δεν πέρασε τόσο δύσκολες ώρες, όσο άλλες.
Αλλά έχω ακόμα στο μυαλό μου την εικόνα της μάνας μου, που για να μας θρέψει
δούλευε φασόν κορσέδες και σουτιέν».
Ξαναγυρνάει απότομα στη σημερινή του κατάσταση. «Μου λένε διάφοροι να
βοηθήσουν, αλλά εγώ δεν είμαι άνθρωπος να πηγαίνω στα υπουργεία, να ψάχνω τους
αρμόδιους και να λέω “σας παρακαλώ, δώστε μου κάτι”. Στο κάτω κάτω εξαρτάται
πώς προετοιμάζει κανείς το ραντεβού με τη μοίρα του. Δεν υπήρξα εγώ κακότυχος.
Τις επιλογές μου έκανα και στάθηκα τυχερός. Αγάπησα τη ζωή και εκείνη μου το
ανταπέδωσε. Μπορεί να έχω οικονομικό πρόβλημα, αλλά όταν με το καλό βγω θα
κοιτάξω να δουλέψω. Κι ό,τι γίνει με τη δουλειά. Αυτό έχω συνηθίσει να κάνω»…
|
Με τον Σπύρο Βασιλείου
|
Η ΜΑΝΑ του και η γιαγιά του ήταν πάντα οι μούσες του. Σμυρνιές και
αρχόντισσες. Καρπός του έρωτα και του γάμου του τραπεζίτη πατέρα του με τη
14χρονη Γαλάτεια ήταν ο Μίνως Αργυράκης. «Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός
άνθρωπος και μεγάλος πατριώτης. Από το σπίτι μας, που ήταν πάντα ανοιχτό, στη
Σμύρνη, περνούσαν κάθε μέρα δεκάδες Έλληνες για να τους βοηθήσει».
Ο πατέρας έπεσε θύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. «Σφάχτηκε από τους
Τούρκους». Ακέφαλη η οικογένεια, χαμένη η μεγάλη περιουσία, πήρε το δρόμο για
την Ελλάδα. Ο Μίνως ήταν μόλις ενός έτους μωρό. «Ευτυχώς στην Ελλάδα υπήρχε η
Στεφάνου Δέλτα (σ.σ. η Πηνελόπη Δέλτα), οικογενειακή φίλη, που φρόντισε για
τον μικρό και τον έβαλε οικότροφο στο Κολλέγιο Αθηνών.
Ως μαθητής ήταν μέτριος. Ως διαγωγή… μετά δυσκολίας «κοσμία». «Δεν είχα
τίποτα εναντίον του Κολλεγίου, αλλά γενικώς με τη σχολική ζωή που με καταπίεζε
αφόρητα. Έσπαγα τζάμια, ξερίζωνα λουλούδια και καλλωπιστικούς θάμνους. Ήθελα
να φτιάξω μια δική μου, αναρχική ατμόσφαιρα».
Μικρός ονειρευόταν να γίνει στρατηγός για να καταπιέζει αυτός τους άλλους.
«Αργότερα, σκεφτόμουν πως ίσως να έκρυβα έναν μικρό Παπαδόπουλο μέσα μου.
Βεβαίως, οι άνθρωποι που ήθελα εγώ να καταπιέσω ανήκαν στο στενό οικογενειακό
μου περιβάλλον. Ο δεύτερος άνδρας της μητέρας μου, ο ετεροθαλής αδελφός μου,
οι συγγενείς, που για μένα εκπροσωπούσαν το κατεστημένο…».
Στο Κολλέγιο ανακάλυψε πως του άρεσε το μάθημα της ιχνογραφίας και αργότερα
των καλλιτεχνικών. Κι έτσι τού μπήκε η ιδέα να ασχοληθεί με τη ζωγραφική γιατί
ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει. Η πρώτη του επαφή με το πενάκι
αποτυπώθηκε στο περιοδικό του σχολείου. Τα πρώτα του σκίτσα δημοσιεύτηκαν στον
«Θησαυρό του Κολλεγίου» το 1939. Μια προσωπική καριέρα ανοιγόταν μπροστά του.
Ο Εμφύλιος ήρθε και την καθυστέρησε. «Ανέβηκα εφτά μήνες στο βουνό με τον
ΕΛΑΣ. Πήγα στο Καρπενήσι από την Αθήνα με τα πόδια. Εγώ κομμουνιστής δεν
υπήρξα ποτέ. Πάντα ήμουν αριστερός, με την έννοια ότι ήθελα να φτιάξουμε έναν
καινούργιο κόσμο και πίστευα ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια μοντέρνα,
ασφαλώς σοσιαλιστική χώρα».
|
Με τον Σπύρο Σακκά (αριστερά) και τον Μάνο Χατζιδάκι
|
ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ τον απέρριψαν από τη Σχολή Καλών Τεχνών. «Εκείνη την εποχή, το κλίμα
στη Σχολή δεν ήταν και τόσο καλλιτεχνικό. Μπορούσες να είχες κάνει το πλέον
ευφάνταστο έργο κι επειδή τόλμησες να πεις κάτι στον καθηγητή σου που δεν το
θεωρούσε πρέπον, σε έκοβε. Η απόρριψή μου δεν με πείραξε. Είπα, άσ’ τους.
Αυτοί δεν ξέρουνε…». Το όνειρό του, ένα έργο που θα εκφράζει τον ορίζοντα,
θα απλώνεται στο διάστημα και θα ενώνεται με τα σύγχρονα ρεύματα.
Σπούδασε όμως στη «σχολή Τσαρούχη». Ο μεγάλος ζωγράφος δίδασκε τα καλοκαίρια
στο Πεδίον του Άρεως «όχι πώς να ζωγραφίζουμε, αλλά πώς να βλέπουμε τη
ζωγραφική, ανακαλύπτοντας ταυτοχρόνως τι υπάρχει μέσα μας. Πάντα μάς έλεγε πως
ό,τι διδάσκεται είναι τεχνητό. Το μόνο αληθινό είναι αυτό που βγαίνει από μέσα
μας. Κι εγώ προσπαθούσα να το ανακαλύψω, απομονωμένος στην ταράτσα του σπιτιού
μας, Ερμού 14, ζωγραφίζοντας με τις ώρες, με τις μέρες…».
Δεν θεωρεί πως είναι μεγάλος ζωγράφος. Λέει πως απλώς έκανε αυτό που τον
γέμιζε. Το ένα είναι το σαρκαστικό μέρος, η κοινωνική σάτιρα, έτσι όπως
έβγαινε από τα σκίτσα που έκανε για ελληνικές και ξένες εφημερίδες και
περιοδικά. Για το άλλο, που είναι λυρικό, λέει: «Αφορά τις νεράιδες και τις
γυναίκες που έχω φιλοτεχνήσει. Σπανίως ζωγράφιζα άνδρες».
ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Λίγο πριν από τη δικτατορία βρέθηκε στο Λονδίνο. «Ένας φίλος μου, ο Νάνος
Βαλαωρίτης, έστειλε μερικά σκίτσα μου στο “Λόντον Μαγκαζίν” και το περιοδικό
με κάλεσε να δουλέψω εκεί». Το Λονδίνο διαδέχτηκε το Παρίσι και η γνωριμία και
μεγάλη φιλία του με τον Τάκι. «Απολάμβανα το διαφορετικό και πραγματικά
καλλιτεχνικό κλίμα του Παρισιού. Ήταν από τα πλέον δημιουργικά μου χρόνια». Η
μια έκθεση διαδέχεται την άλλη. Νέα Υόρκη, Τόκιο, Μόσχα. «Στην Αμερική η
υποδοχή ήταν ενθουσιώδης. Στη Μόσχα το κοινό ήταν σφιγμένο. Όμως οι Μοσχοβίτες
ήταν καταπληκτικοί άνθρωποι. Μια φορά ρώτησα πού είναι ένας δρόμος και τριάντα
άνθρωποι τσακίστηκαν να με εξυπηρετήσουν».
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1972. «Τότε έμπλεξα με τον Χατζιδάκι και την “Οδό
Ονείρων”. Δεν πρόκειται για ένα έργο, όπως νομίζουνε πολλοί, αλλά για ένα κέφι
της εποχής εκείνης. Μαζευόμασταν στου “Ζωναρά” μερικοί φίλοι, μια φορά την
εβδομάδα· έλεγε κάτι ο Χατζιδάκις, πετούσε κάτι ο Χορν, κάτι συμπλήρωνε ο
Γκάτσος κι έτσι έγινε η “Οδός Ονείρων”. Η ιδέα να το ανεβάσουμε στο
“Μετροπόλιταν” ήταν του Μάνου, αλλά το όνομα δικό μου.
Το είχα κλέψει από μια στήλη που υπάρχει στην οδό Θόλου, κοντά στο παλιό
Πανεπιστήμιο, στην Πλάκα, που έγραφε “Οδός Ονείρων” και το έβρισκα υπέροχο. Η
πρώτη παράσταση ήταν για όλους μας μια σκέτη ευτυχία. Και παρ’ όλο που οι
επιθεωρησιογράφοι το σαμποτάρανε πολύ, η επιτυχία που γνώρισε ήταν απρόσμενη».
Ο ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Η «Οδός Ονείρων» τον έδεσε με μεγάλη φιλία με τον Μάνο Χατζιδάκι. «Σαν τον
Μάνο δεν υπήρξε άλλος κανείς. Πολλοί απορούσαν πως μπορεί να ταιριάζαμε τόσο
πολύ εγώ, ένας αριστερός ή “αναρχικός”, με τον Μάνο, που τον θεωρούσαν δεξιό.
Όμως και αριστεροί και δεξιοί κατά βάθος θέλουμε τα ίδια πράγματα μέσα μας κι
αυτό που μας κάνει να χωριζόμαστε είναι ο εγωισμός μας. Και το γεγονός ότι
δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στο τομάρι μας απ’ ό,τι στο σύνολο».
Μάλλον χαίρεται που ο επόμενος αιώνας το πιθανότερο είναι θα τον βρει
«απόντα». «Αυτή η τεχνολογική πρόοδος με τρομάζει. Δεν αρκούν τα επιτεύγματα
και οι διευκολύνσεις της καθημερινής μας ζωής. Χρειάζεται να κοιτάξουμε πιο
βαθιά μέσα μας».
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ
Αν είχε μπροστά του έναν νέο άνθρωπο και χρειαζόταν να του δώσει μια συμβουλή,
αυτή θα ήταν να γίνει ένας γνήσιος άνθρωπος και να μην κρύβει τον πραγματικό
του εαυτό. «Θα του έλεγα να εκφραστεί όπως νιώθει, αδιαφορώντας για το τι λένε
οι γύρω του. Ο κόσμος όποιον δεν καταλαβαίνει τον βγάζει “τρελό”. Διότι ό,τι
δεν είναι κατανοητό είναι και επικίνδυνο. Άρα πρέπει να πολεμηθεί. Και φυσικά,
αν μπορούσα, θα τον προστάτευα, γιατί έχω υποστεί κι εγώ πολλές φορές αυτούς
τους χαρακτηρισμούς».