ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ – ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ 35 ΧΡΟΝΙΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ


Μέγαρο. Οι χειραψίες Καραμανλή – Παπανδρέου έκρυβαν πάντα ένα ειδικό ενδιαφέρον…

Σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης διατήρησαν στα σχεδόν 35 χρόνια της γνωριμίας τους

ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, οι δύο μεγάλοι Έλληνες

πολιτικοί, οι οποίοι σημάδεψαν τη μεταπολεμική Ελλάδα. Μπορεί οι προσωπικές

τους σχέσεις να μην ήταν πάντα σε καλό επίπεδο ή να μην υπήρξαν ποτέ θερμές,

διατηρούσαν όμως ο ένας για τον άλλο σεβασμό και αναγνώριση. Στοιχεία που δεν

αναιρέθηκαν ούτε μετά την απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου, τον Μάρτιο του 1985,

να μην επαναπροτείνει τον Κων. Καραμανλή για Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ εκείνη ήταν που δοκίμασε περισσότερο από κάθε τι άλλο τη σχέση τους,

αλλά μετά το 1990, όταν ο Κ. Καραμανλής επανεξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας,

τα πράγματα επανήλθαν στη φυσιολογική τους κατάσταση: του σεβασμού, της

αλληλοεκτίμησης και της αποδοχής.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ο άνθρωπος που έπαιξε τον σοβαρότερο ρόλο στο

να εγκαταλείψει ο Ανδρέας Παπανδρέου την καθηγητική του καριέρα στο Μπέρκλεϊ

και να επανέλθει στην Ελλάδα ­ με συνέπεια να αναμειχθεί στην πολιτική.

Όπως διηγείται ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία στο

απόσπασμα», τον Ιούνιο του 1960 τού τηλεφώνησε ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος ήταν

τότε πρωθυπουργός της χώρας, και του πρότεινε να οργανώσει ένα Ινστιτούτο

Οικονομικών Ερευνών. Η συνάντηση δεν είχε τίποτε το θεαματικό. Ο Καραμανλής

διατύπωσε την πρόταση και ο Α. Παπανδρέου γράφει ότι δέχθηκε «υπό τον όρο ότι

το Ίδρυμα θα μπορούσε να επανδρωθεί από οικονομολόγους εκπαιδευμένους στο

εξωτερικό». Ο όρος έγινε δεκτός και το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών συγκέντρωσε

τα καλύτερα μυαλά από την Ελλάδα και το εξωτερικό ­ επιστήμονες οι οποίοι στις

δεκαετίες που ακολούθησαν, κατέλαβαν κύριες θέσεις στην πολιτική και τον

κρατικό μηχανισμό.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Κ. Καραμανλής… μετανόησε πολύ αργότερα για την

απόφασή του να μετακαλέσει τον γιο του μεγαλύτερου πολιτικού του αντιπάλου,

του Γεωργίου Παπανδρέου, στην Ελλάδα.

Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και αν είπε μια τέτοια φράση, αυτή ποτέ δεν έλαβε

δημόσιο χαρακτήρα. Έμεινε στο επίπεδο της παραπολιτικής και είχε να κάνει

περισσότερο με τον υπερβάλλοντα ζήλο που επέδειξε το περιβάλλον του Κ.

Καραμανλή μετά τα γεγονότα της 9ης Μαρτίου 1985.

ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ

Ο δεύτερος μεγάλος σταθμός στη σχέση τους ήταν η περίοδος της πρωθυπουργίας

Κων. Καραμανλή μετά τη δικτατορία.

Στην προεκλογική περίοδο του 1974, οι δύο άνδρες κονταροχτυπήθηκαν άγρια στα

μπαλκόνια. Μία κόντρα, η οποία είχε ήδη ξεσπάσει από την πτώση της χούντας με

τον Α. Παπανδρέου να θεωρεί την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ως μετεξέλιξη της

δικτατορίας που επεβλήθη από το ΝΑΤΟ. Οι αντιπαραθέσεις τους, που ήταν πάντα

έντονες στη Βουλή, οδήγησαν τον Κ. Καραμανλή να χαρακτηρίσει το ΠΑΣΟΚ του Α.

Παπανδρέου ως την «αριστερά της Αριστεράς».

Αρκετοί, πάντως, έχουν να λένε ακόμη και σήμερα ότι οι μάχες, εντός και εκτός

Βουλής, Κ. Καραμανλή – Α. Παπανδρέου ήταν εκείνες που οδήγησαν το ΠΑΣΟΚ στην

αξιωματική αντιπολίτευση στις εκλογές του 1977 και δεν είχαν πάντοτε

πραγματικό υπόβαθρο.

Είναι εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι μια ιστορική φράση του Α. Παπανδρέου

­ το «βυθίσατε το “Χόρα”» ­ που λέχθηκε το καλοκαίρι του 1976, όταν οι σχέσεις

με την Τουρκία είχαν φθάσει στα όρια της ανοικτής ρήξης εξαιτίας των ερευνών

που πραγματοποιούσε το «Χόρα» στο Αιγαίο, ειπώθηκε ύστερα από συνεννόηση των

δύο ανδρών.

Ο Κ. Καραμανλής ήθελε να δείξει στη διεθνή κοινότητα ότι η αντιπολίτευση τον

πιέζει για πόλεμο, αλλά αυτός ως συνετός, επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση.

Το σημαντικό για τη σχέση τους είναι ότι αν και ο Α. Παπανδρέου δέχθηκε

τρομακτικές επικρίσεις για πολλά χρόνια σχετικά με τη φράση αυτή, ουδέποτε

αποκάλυψε το παρασκήνιο που προηγήθηκε. Ήταν το μυστικό που γνώριζαν οι δύο

τους και μόνο.

Βεβαίως, διάφοροι από το περιβάλλον του Κων. Καραμανλή, αλλά και πρωτοκλασάτα

στελέχη της Ν.Δ., που είχαν κάθε λόγο να δηλητηριάσουν τη σχέση τους,

ισχυρίζονταν κατά καιρούς ότι δεν υπήρξε κανένα παρασκήνιο…

Η «ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ»

Ο τρίτος μεγάλος σταθμός ήταν η συγκατοίκησή τους στην Προεδρία της

Δημοκρατίας και την Πρωθυπουργία, μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 18ης

Οκτωβρίου 1981. Ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος ήταν ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας

από τον Μάιο του 1980, ήταν αυτός που εγγυήθηκε την ομαλή παράδοση της

εξουσίας στο ΠΑΣΟΚ από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Δεν ήταν όμως

ανέφελη η συγκατοίκηση αυτή, παρά το γεγονός ότι και οι δύο κατέβαλαν μεγάλες

προσπάθειες για να μη δείξουν τίποτε προς τα έξω. Βασικό στοιχείο των τριβών

τους ήταν η προσπάθεια του Κων. Καραμανλή να παρεμβαίνει ιδιαίτερα σε θέματα

που αφορούσαν κρίσεις αξιωματικών στο στράτευμα και τις Ένοπλες Δυνάμεις.

Από κάποια στιγμή και πέρα οι διαφωνίες τους είχαν να κάνουν και με θέματα

εξωτερικής πολιτικής, καθώς ο μεν Α. Παπανδρέου πίστευε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε

να ακολουθήσει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, αλλά ο Κ. Καραμανλής ήταν

σταθερά προσηλωμένος στο δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Οι διαφωνίες

κορυφώθηκαν μετά τις αντιαμερικανικές τοποθετήσεις της κυβέρνησης Παπανδρέου

και έλαβαν χαρακτήρα ρήξης ύστερα από επιλογές της κυβέρνησης, όπως οι θέσεις

της για την κατάρριψη του νοτιοκορεατικού τζάμπο και η επίσκεψη Παπανδρέου

στην Πολωνία του στρατηγού Γιαρουζέλσκι. Αυτού του είδους οι παρεμβάσεις ήταν

που οδήγησαν τον Α. Παπανδρέου στην απόφαση να μην προτείνει στις 9 Μαρτίου

1985 τον Κ. Καραμανλή για νέα θητεία και να προχωρήσει σε αναθεώρηση του

Συντάγματος, περιορίζοντας σημαντικά τις αρμοδιότητες του Προέδρου της

Δημοκρατίας. Ολοκλήρωσε την απόφασή του, με την επιλογή του Χρ. Σαρτζετακη για

το ύπατο αξίωμα του πολιτεύματος, ένα πρόσωπο «φορτισμένο» από το παρελθόν του

Κ. Καραμανλή, καθώς ήταν ο δικαστής που διενήργησε ­ και αποκάλυψε ­ το

παρασκήνιο της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρ. Λαμπράκη.

ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Στα τέσσερα επόμενα χρόνια, η σχέση τους ήταν παγωμένη. Δεν υπήρχε καμιά

επικοινωνία και το κυριότερο δεν υπήρξε και προσπάθεια για να αποκατασταθεί

αυτή. Απλώς, κατά καιρούς, από τα περιβάλλοντα του Κ. Καραμανλή και του Α.

Παπανδρέου διέρρεαν ορισμένα σχόλια για τις πολιτικές εξελίξεις εκείνης της

περιόδου ­ περίοδος η οποία είχε στιγματισθεί από τις πολιτικές διώξεις εις

βάρος του Α. Παπανδρέου. Τότε ήταν που έγινε γνωστή η μνημειώδης

φράση-παραίνεση του Κων. Καραμανλή προς τη Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη και όσους

μεθόδευσαν την πολιτική δίωξη εις βάρος του Α. Παπανδρέου:

­ Έναν πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις φυλακή, τον στέλνεις σπίτι του. Μετά την

επανάκαμψη του Κ. Καραμανλή στο Προεδρικό Μεγάρο τον Μάιο του 1990,

αποκαταστάθηκε μέσω τρίτων ­ του Π. Μολυβιάτη και του Α. Λιβάνη ­ η επαφή

τους. Ο Κ. Καραμανλής φέρεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άμβλυνση της

πολιτικής οξύτητας που ακολούθησε την παραπομπή του Α. Παπανδρέου στο Ειδικό

Δικαστήριο με παραινέσεις εκατέρωθεν. Και προς την κυβέρνηση και προς την τότε

αξιωματική αντιπολίτευση. Υποστηρίζεται επίσης ότι ο Κ. Καραμανλής έπαιξε

καθοριστικό ρόλο στην απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να προχωρήσει στην

οριστική αναστολή της δίωξης κατά του Α. Παπανδρέου για την υπόθεση των υποκλοπών.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ της δεύτερης συγκατοίκησής τους, τον Οκτώβριο του 1993, ήταν ίσως

και η καλύτερη της σχέσης τους. Στα περίπου δύο χρόνια που ακολούθησαν ώς τον

Μάιο του 1995, βρήκαν την ευκαιρία να εκφράσουν αμοιβαίως τα συναισθήματά τους

αφού δεν υπήρχε τίποτε που να σκιάζει ­ σε επίπεδο αρμοδιοτήτων ­ αυτές τις

σχέσεις. Τα προβλήματα υγείας, που είχαν και οι δύο, δεν επέτρεπαν συχνές

επαφές και όσες γίνονταν ήταν οι απολύτως απαραίτητες για τη λειτουργία του

πολιτεύματος. Η μακρόχρονη νοσηλεία του Α. Παπανδρέου στο «Ωνάσειο» τον

Νοέμβριο του 1995 και ο θάνατός του τον Ιούνιο του 1996, έδωσαν την ευκαιρία

στον Κ. Καραμανλή να εκφραστεί με θερμά λόγια για τον Α. Παπανδρέου. Ήταν μια

σχέση που τη σφράγισε η αλληλοεκτίμηση και ας μην την εξέφρασαν ποτέ με

δημόσιες δηλώσεις. Ήταν άλλωστε κάτι που αντιπαθούσαν και οι δύο…