Με γειά το νέο ευρωπαϊκό μας νόμισμα, αλλά τι μέλλον μας επιφυλάσσει, άραγε, η

εποχή του ευρώ;

Μέσα στον ορυμαγδό των συζητήσεων για τα υπέρ και τα κατά, τα πλεονεκτήματα

και τα μειονεκτήματα, τις αισιόδοξες ή τις απαισιόδοξες προβλέψεις που η

καινοτομία της δημιουργίας ενός ενιαίου παν-ευρωπαϊκού νομίσματος πυροδοτεί,

δύο, νομίζω, ερωτήματα αξίζει να συγκρατήσει κανείς. Και μάλιστα δύο

αλληλένδετα ερωτήματα.

Το ένα: Τι σημαίνει η καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος; Μεγαλύτερη υποδούλωση

της πολιτικής στα καπρίτσια των αγορών, μεγαλύτερη υποταγή των εθνικών

κυβερνήσεων στους υπερεθνικούς ανέμους των χρηματιστηρίων, μεγαλύτερη

συρρίκνωση των ορίων ελευθερίας της Πολιτικής, η οποία τα τελευταία χρόνια

στενάζει υπό τον ανελεύθερο ζυγό της Οικονομίας; Ή, μήπως, όπως οι πιο

αισιόδοξοι υποστηρίζουν, ένα ενιαίο νόμισμα δίνει επιτέλους ευρύτερα περιθώρια

στην πολιτική και αποκαθιστά κάπως τη βιαίως ανατραπείσα ισορροπία μεταξύ

πολιτικής εξουσίας και αγορών;

Τι είναι το ευρώ, δηλαδή; Μέσο απελευθέρωσης της πολιτικής ή μέσο περαιτέρω

υποταγής της; Ένα ακόμη βήμα παράδοσης της πολιτικής στα κύματα της

παγκοσμιοποίησης ή ένας ανεμοθώρακας για να προστατεύσει την πολιτική από τους

ανέμους της παγκοσμιοποίησης των αγορών και ένα εργαλείο που θα της επιτρέψει

να τους τιθασεύσει;

Το ερώτημα δεν είναι ούτε θεωρητικό ούτε φιλολογικό. Είναι, μάλλον, το

κρισιμότερο ερώτημα του τέλους του αιώνα.

Γιατί η έκπτωση των δυνάμεων της κάποτε πανίσχυρης πολιτικής εξουσίας, η

πραγματική αδυναμία της να παρέμβει με «σχέδιο» σε εθνικό ή έστω υπερεθνικό

επίπεδο, ώστε να εξασφαλίσει κοινωνική συνοχή, δικαιοσύνη, ισορροπία ή έστω

σχεδιασμένη ανάπτυξη, είναι ο βασικός παράγοντας που εξηγεί και τροφοδοτεί όλα

όσα συνήθως διεκτραγωδούμε ως συνιστώντα την πολιτική και κοινωνική κρίση των

ευρωπαϊκών κοινωνιών: την ανασφάλεια των πολιτών, τη δυσπιστία έναντι της

λειτουργίας της πολιτικής, την αναδίπλωση σε έμφοβες και ξενόφοβες κοινωνικές

συμπεριφορές. Και, συνεπώς, η απαλλαγή της πολιτικής από την κηδεμονία των

αγορών και από την ανάγκη να εξασφαλίζει την «ψήφο εμπιστοσύνης» τους σε κάθε

της μέτρο, είναι όρος αναγκαίος για την υπέρβαση της κρίσης αυτής.

Οι απαισιόδοξοι υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι το ευρώ είναι ένα ακόμη βήμα στην

κατεύθυνση της φιλελεύθερης έκρηξης, της απελευθέρωσης των αγορών από κάθε

πολιτικό καταναγκασμό, αφού μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν θα μπορεί πια να

ρυθμίζει ούτε καν την εθνική της ισοτιμία, δηλαδή τους όρους του ανταγωνισμού

προς τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Μα οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι το

ενιαίο νόμισμα ­ προϊόν το ίδιο πολιτικής βούλησης και όχι οικονομικής ανάγκης

­ δίνει επιτέλους τη δυνατότητα, όχι πια σε εθνικό βέβαια, μα σε ευρωπαϊκό

επίπεδο, η πολιτική βούληση να περιορίζει των αγορών τις επιταγές, να

απαλλαγεί από την κηδεμονία τους και να μην έχει ανάγκη να εξασφαλίζει τη

συναίνεσή τους για κάθε βήμα της, επί ποινή υποτιμήσεως ή ανόδου των επιτοκίων…

Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό, εξαρτάται και η απάντηση στο δεύτερο

κρίσιμο ερώτημα που, παρεμπιπτόντως έστω, η περί ευρώ συζήτηση θέτει. Αν ο

δρόμος προς το ευρώ ήταν ένας δρόμος δημοσιονομικής πειθαρχίας και παραίτησης

των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από κάθε φιλοδοξία πολιτικού σχεδίου για την

αντιμετώπιση της ανεργίας, την άμβλυνση κοινωνικών ανισοτήτων και την ενίσχυση

της κοινωνικής συνοχής, αν δηλαδή στην περίοδο της εγκυμοσύνης του ευρώ η

πολιτική παραιτήθηκε και από τα μέσα που της είχαν απομείνει για να διευθύνει

πολιτικά την οικονομία, η εποχή μετά τα γεννητούρια του νέου νομίσματος, θα

μπορούσε να επιτρέψει μια αντιστροφή προτεραιοτήτων;

Θα μπορούσε δηλαδή το νέο, ενιαίο νόμισμα να ελευθερώσει τα χέρια της

πολιτικής εξουσίας από την κηδεμονία των αγορών, ώστε να διαπραγματευθεί το

νέο κοινωνικό συμβόλαιο που είναι ολοφάνερο ότι βρίσκεται στην ημερήσια

διάταξη των Ευρωπαϊκών Κοινωνιών, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της κοινωνικής

συνοχής και να ανακαλύψει μια νέα κοινωνική αλληλεγγύη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο;