Ο Μάης του ’68 σήμαινε για τους Έλληνες πολιτικούς εξορίστους του Εμφυλίου ή

για τους αυτοεξορίστους του ’67 τη δυνατότητα να «πάρουν τα όνειρα εκδίκηση»

στο ξένο σώμα (της Γαλλίας), αφού το δικό μας (η αιωνία Ελλάς) παρέμενε εκτός

πεδίου βολής.

z

Έτσι, με πάθος ορμήξαμε στην κατάληψη του ελληνικού περιπτέρου της

Πανεπιστημιούπολης εκδικούμενοι το νεκρό δικό μας πανεπιστήμιο που είχε

υποκύψει στους λόγους και στη βία των Παπαδόπουλου – Παττακού.

Στην ψυχανάλυση αυτό λέγεται «εκτόνωση διά μέσου τρίτων» (το σύνδρομο του

καπνιστή που έκοψε το κάπνισμα και αρέσκεται να φουμάρει τον καπνό των άλλων).

Όπως δε ο Μάης αυτός ήταν αναλυτικός της ψυχής (οι άνθρωποι στους δρόμους

μιλούσαν για πρώτη φορά μεταξύ τους, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, μετά την

επιτυχημένη απομόνωση που τους επέβαλαν οι αυτοκινητοβιομηχανίες της Σιτροέν

και της Ρενό, που τους είχαν εγκλωβίσει στα τροχοφόρα κουβούκλιά τους) δεν

νομίζω πως απέχει πολύ από την πραγματική «ομαδική θεραπεία» (group therapy)

που ξεκινούσε εκείνη την εποχή στις ΗΠΑ.

Προσωπικά έζησα δύο Μάηδες σε έναν. Ώς τις 11 του Μάη ήμουν στην Πράγα,

συμμετέχοντας στην περίφημη «Άνοιξη της Πράγας», που τρεις μήνες αργότερα

έφερε τα σοβιετικά τανκς, και από τις 12 ώς το τέλος του μήνα στο Παρίσι, όπου

άφησα το αποτύπωμά μου στους τοίχους της Σορβόννης (που πέρασε κατόπιν σε όλα

τα ανθολόγια του Μάη του ’68) με τη φράση «Ν’ allez pas en Grece cet ete,

restez a la Sorbonne» (Μην πάτε διακοπές φέτος στην Ελλάδα, μείνετε στην

κατειλημμένη Σορβόννη).

Αν οι εξεγέρσεις και οι πόλεμοι αποκτούν την αξία τους από τον αριθμό των

θυμάτων, τότε σίγουρα ο Μάης του ’68 θα είναι ο τελευταίος στη λίστα. Υπήρξαν

θύματα και τραυματίες, αλλά όχι τόσοι που να δικαιολογούν τη σπουδαιότητα που

απέκτησε αυτή η ειρηνική επανάσταση.

Αν, όμως, μια εξέγερση είναι σημαντική για τη σημασία της στην αλλαγή της

νοοτροπίας, τότε ο Μάης του ’68 είναι συνώνυμος σε σπουδαιότητα με το πέρασμα

από την μαυρόασπρη τηλεόραση στην έγχρωμη. Που έγινε την ίδια εποχή.

Οπότε, οι μάζες περνούν από το θέαμα της κοινωνίας σαν πεδίο αλλαγής (άσπρο –

μαύρο) στην κοινωνία του θεάματος σαν πεδίο με τα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Όσοι «Μάηδες» δεν γίναν «πράσινοι», κατέληξαν στη διαφήμιση, στην οργάνωση

συνεδρίων και στα οπτικοακουστικά. Εγκατέλειψαν το κείμενο για να περάσουν

στην εποχή της εικόνας. Η γραφοσφαίρα έληξε επίσημα τον Μάη του ’68 κι

εγκαινιάστηκε η εποχή της βιντεοσφαίρας.

Ωστόσο, μένουν μερικές σκηνές ανεξίτηλα χαραγμένες στον νου: όπως εκείνη των

ενοίκων του σπιτιού μου που σκίζαν τα σεντόνια των συζυγικών κρεβατιών τους

για να τα ρίξουν από τα παράθυρά τους στους διαδηλωτές που θέλαν προστασία από

τα δακρυγόνα.

Οι ένοικοι αυτοί, απόγονοι της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, του 1848, της

Κομμούνας του 1870, του Λαϊκού Μετώπου του 1936, νόμιζαν πως ζούνε κάτι άλλο.

Ήταν ωραίοι, συγκινητικοί, αληθινοί. Κανείς δεν ξέρει τι απόγιναν.

Κατά τα άλλα, θυμάμαι έντονα τα άδεια ράφια των σουπερμάρκετ από τις 21 Μαΐου

και μετά (Κωνσταντίνου και Ελένης). Μια ντομάτα ειδικά έμεινε εγχάρακτη στη

μνήμη: το ράφι-σιδηρόδρομος άδειο και η μαραμένη ντομάτα, εκεί, μόνη της. (Οι

απεργοί είχαν κλείσει τους δρόμους). Γιατί, όταν η εργατική τάξη μπήκε

καθυστερημένα στο κίνημα, οι φοιτητές απεχώρησαν για τις διακοπές τους. Ήταν

ήδη Ιούνιος, οι ζέστες είχαν πιάσει πρόωρα εκείνο το καλοκαίρι, κι ενώ τον Μάη

μπορεί ν’ ανάβουν τα αίματα με τις παπαρούνες, Ιούνιο και Ιούλιο η ψυχή ζητά

θάλασσα, ζητά βουνό, ζητά να ξεσκάσει.

Τότε ο Ντε Γκωλ, από τον πανικό του, έβαλε αυτογκόλ, τότε ο Μαλρώ, από

συμπαράσταση στο είδωλό του, κατέβηκε στους δρόμους διαδηλώνοντας με την πιο

μαύρη αντίδραση και έτσι φύγαν από τη μέση οριστικά οι πολιτικοί για να έρθουν

στη θέση τους οι τραπεζίτες με τον Πομπιντού, που σταδιακά μας προετοίμαζαν

για την εποχή του Μάαστριχτ – Μπούντεσμπανκ που ζούμε τώρα.